Η Ανατολική Μεσόγειος, με την Κύπρο στο επίκεντρό της, αποτελεί ιστορικά τη σημαντικότερη κομβική περιοχή αλληλεπίδρασης τριών ηπείρων (Ευρώπη-Ασία-Αφρική), πολιτισμών αλλά και δυνάμεων που είχαν όχι μόνον περιφερειακές αλλά και παγκόσμιες φιλοδοξίες. Στην αρχαιότητα υπήρξε σημείο γεωπολιτισμικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον ελληνικό, τον αιγυπτιακό και τον φοινικικό πολιτισμό και ενοποιήθηκε για πρώτη φορά γεωπολιτικά υπό την εξουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κατέστησε ολόκληρη τη Μεσόγειο μια Mare Nostrum, στην ουσία μια “ρωμαϊκή λίμνη”. Την περίοδο των Σταυροφοριών (11ος-13ος αιώνας) υπήρξε ζώνη συγκρούσεων του χριστιανικού με το μουσουλμανικού κόσμου, ενώ κατά την εποχή της ανόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (15ος-17ος αιώνας) υπήρξε επίσης περιοχή έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των Δυτικών ναυτικών δυνάμεων, που επιδίωκαν τον έλεγχο των θαλάσσιων διαύλων, με τις Ανατολικές ηπειρωτικές δυνάμεις.

Ads

Μια ζώνη συγκρούσεων Ανατολής-Δύσης

Κατά τον 19ο αιώνα η παρακμή και η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έλεγχε την Ανατολική Μεσόγειο, συνέπεσε με τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ (1869), η οποία εκτίναξε τη γεωπολιτική σημασία αυτής της θαλάσσιας περιοχής στα μάτια των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης. Ειδικά η Βρετανική Αυτοκρατορία, που επιδίωκε τότε τον παγκόσμιο έλεγχο των θαλασσών και του εμπορίου, έστρεψε το ενδιαφέρον της στην Ανατολική Μεσόγειο αποσπώντας το γεωστρατηγικά κομβικό νησί της Κύπρου (1878) καθώς και τον έλεγχο της Αιγύπτου και της Διώρυγας του Σουέζ (1882-1952). Τόσο κατά τη διάρκεια του Α’ Π. Πολέμου, όσο και κατά τη διάρκεια του Β’ Π. Πολέμου, η Ανατολική Μεσόγειος αποδείχθηκε κρίσιμη ζώνη αντιπαράθεσης και σύγκρουσης ανάμεσα στις ναυτικές δυνάμεις της Δύσης και τις ηπειρωτικές δυνάμεις της Ευρώπης (Κεντρικές Δυνάμεις και Δυνάμεις του Άξονα), αναδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τη γεωστρατηγική της σημασία.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991) η περιοχή έγινε ένα ακόμη θέατρο αντιπαράθεσης των συμφερόντων των δύο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ), αναζωπυρώνοντας μια σειρά περιφερειακών συγκρούσεων, που δημιούργησαν μια μόνιμη αστάθεια στην περιοχή: Πόλεμος του Σουέζ (1956), Αραβο-Ισραηλινοί πόλεμοι (1948, 1967, 1973, 1982), Κύπρος (1964, 1974), Λίβανος (1975-1989), Ιράκ-Ιράν (1982-1988), και διάφορες άλλες ασύμμετρες απειλές (π.χ. τρομοκρατία) καθώς και η, σχεδόν μόνιμη, ελληνο-τουρκική ένταση στο Αιγαίο. 

Ads

Η μετα-Ψυχροπολεμική Ανατολική Μεσόγειος

Καθώς η περιφερειακή και η παγκόσμια συγκυρία μεταβλήθηκαν κατά τη μετα-ψυχροπολεμική περίοδο η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αναδείχθηκε και πάλι ως ένα κρίσιμο πεδίο διαπεριφερειακής αλληλεπίδρασης, που συνέδεε τα Βαλκάνια, την Αδριατική, το Αιγαίο (και κατ’ επέκταση και τη Μαύρη Θάλασσα) με τη Διώρυγα του Σουέζ, τη βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Ερυθρά Θάλασσα και ευρύτερα τη δυτική Ασία. Συνέχισε να αποτελεί ένα διεθνές πεδίο ανταγωνισμού, με τις ΗΠΑ να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς η περιοχή γειτνιάζει με τη ζώνη της Αραβο-ισραηλινής διένεξης και με τον πλούσιο σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων Περσικό Κόλπο. Η Ανατολική Μεσόγειος, με την Κρήτη και την Κύπρο, σε συνδυασμό με τη Διώρυγα του Σουέζ, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη των στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ κατά του Ιράκ (1991 και 2003), ενώ λειτουργούν υποστηρικτικά στην προβολή της αμερικανικής ισχύος σε όλη την περιοχή. 

Σε περιφερειακό επίπεδο δυνάμεις όπως η Τουρκία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Ελλάδα, επιδίωξαν  να αναβαθμίσουν το ρόλο τους ως ναυτικές δυνάμεις της Ανατολικής Μεσογείου, επιδιώκοντας καταρχάς γεωστρατηγικά οφέλη και στη συνέχεια γεωοικονομικά και ενεργειακά. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ανέδειξε το ζήτημα των εναλλακτικών οδών στον ενεργειακό και εμπορικό άξονα που ξεκινάει από την Κεντρική Ασία και φτάνει στην Ευρώπη μέσω της Δυτικής Ασίας και της Ανατολικής Μεσογείου, και σε αυτόν τον τομέα η Τουρκία προσπάθησε να αναβαθμίσει το ρόλο της, αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη.

Τουρκία και Κυπριακό Ζήτημα: Το επίκεντρο τριών γεωσυστημάτων

Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952, επιδίωξε να μετατραπεί και σε ναυτική δύναμη προβάλλοντας την ισχύ και τα συμφέροντά της, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ανάδειξη του Κυπριακού ζητήματος από την Τουρκία έγινε όχι τόσο για λόγους προστασίας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας της μεγαλονήσου, όσο για λόγους γεωπολιτικούς (για την “ασφάλεια” της Ανατολίας) και γεωστρατηγικούς (προβολή ισχύος), καθώς η Κύπρος, η οποία κατέχει μια κεντρική θέση παγκοσμίως στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, επέχει επίσης θέση “αβύθιστου αεροπλανοφόρου” που μπορεί να ελέγχει τη Μέση Ανατολή, το Σουέζ, τον Περσικό Κόλπο καθώς και τις θαλάσσιες αρτηρίες της Ερυθράς Θάλασσας και του Ορμούζ, που συνδέουν την Ευρασία με την Αφρική. Για την Τουρκία ισχύει απόλυτα η άποψη που διατύπωσε ο Τούρκος ακαδημαϊκός, συγγραφέας και μετέπειτα υπουργός εξωτερικών και πρωθυπουργός πως “ακόμη κι  αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα”.

Η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο μετά το 1974, με την παράνομη κατοχή του 38% του βόρειου τμήματος της και την εγκαθίδρυση το 1983 ενός ψευδοκράτους-μαριονέτας (τη λεγόμενη “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”), αύξησε την εμπλοκή της Τουρκίας στα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Υπάρχει άλλωστε μία ξεκάθαρη αλληλεπίδραση αυτών των τριών γεωσυστημάτων (Βαλκάνια-Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή), καθώς μια βαλκανική πολιτική δεν είναι πλέον ανεξάρτητη από μια μεσανατολική περιοχή: η ρευστοποίηση της Γιουγκοσλαβίας μετά το 1991 αύξησε τις αποσταθεροποιητικές τάσεις σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Υπό αυτή την έννοια το Κυπριακό ζήτημα έχει πλέον μετατραπεί σ’ ένα ζήτημα Ευρώπης-Βαλκανίων από τη μία και Μέσης Ανατολής-Δυτικής Ασίας από την άλλη και δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη πεδίο ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης, ενώ εμπλέκονται πλέον δυναμικά δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ρωσία, η Μεγάλη Βρετανία, καθώς και μικρότερες περιφερειακές δυνάμεις όπως είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Πόσο μάλιστα σήμερα, όταν αποδεδειγμένα έχουν ανακαλυφθεί τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, σημαντικό τμήμα των οποίων βρίσκεται εντός ΑΟΖ (Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης) της Κυπριακής Δημοκρατίας, μιας χώρας μέλος της Ε.Ε., που έχει ωστόσο το 38% του εδάφους της υπό τη στρατιωτική κατοχή της Τουρκίας, η οποία διεκδικεί επίσης και μεγάλα τμήματα της κυπριακής και της ελληνικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η νευρικότητα της Τουρκίας

Η Τουρκία, καταστρατηγώντας κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου και μην υπογράφοντας τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, εκμεταλλεύεται το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε με την εισβολή στην Κύπρο το 1974, όχι μόνον επιδιώκοντας να διαφυλάξει το ισχύον status quo, αλλά και ως στήριγμα να χαράξει μια επιθετική πολιτική θάλασσας στην Ανατολική Μεσόγειο, βασιζόμενη στην αυξανόμενη ισχύ του πολεμικού της ναυτικού, αλλά και στην αξιοσημείωτη αύξηση του εμπορικού της στόλου. Το στρατηγικό αδιέξοδο της Άγκυρας στο Κυπριακό ζήτημα, που έχει διαφανεί σε όλο του το εύρος από τη στιγμή που η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρως μέλος της Ε.Ε. και αναβάθμισε ακόμη περισσότερο το διεθνές της status, και ειδικά η ανακάλυψη τεραστίων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην κυπριακή ΑΟΖ, το μέγεθος και την ύπαρξη της οποίας η Τουρκία δεν αναγνωρίζει, την έκαναν ακόμη πιο νευρική.

Η Τουρκία συμπεριφέρεται στην Ανατολική Μεσόγειο ως ένας διεθνής ταραξίας, που εκνευρίζει πλέον τους πάντες, πέρα από την Ελλάδα και την Κύπρο, τμήματα της ΑΟΖ των οποίων αμφισβητεί και διεκδικεί αυθαίρετα η ίδια για λογαριασμό της. Καθώς δεν έχει το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της και απομονωμένη στο συγκεκριμένο ζήτημα από διεθνείς και περιφερειακούς συμμάχους δρα νευρικά, σπασμωδικά και αλλοπρόσαλλα, προκειμένου να εκφοβίσει την Ελλάδα και την Κύπρο ώστε να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αναγκαστούν να παραχωρήσουν και στην Τουρκία ένα κομμάτι από την “ενεργειακή πίτα” της Ανατολικής Μεσογείου. Με 84 εκατομμύρια κατοίκους και την 17η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο η Τουρκία, καθώς δεν έχει σημαντικούς εγχώριους ενεργειακούς πόρους, προβάλει τον εαυτό της ως ενεργειακό κόμβο Ανατολής-Δύσης και ταυτόχρονα έναν διεκδικητή και μελλοντικό μέτοχο στον ενεργειακό πλούτο του “νέου Περσικού Κόλπου”, που λέγεται Ανατολική Μεσόγειος.

Το τουρκικό στρατηγικό δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”

Προς αυτή την κατεύθυνση η Άγκυρα έχει εκπονήσει τα τελευταία δύο χρόνια το νέο στρατηγικό δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, δηλαδή της θαλάσσιας επέκτασής της μέσω διεκδίκησης και τμημάτων της ΑΟΖ γειτονικών χωρών, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Αυτή η “Γαλάζια Πατρίδα”, σύμφωνα με τις φιλοδοξίες και φαντασιώσεις των Τούρκων αξιωματούχων, έχει έκταση 462.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, τα οποία προστίθενται στα 783.000 τ.χλμ. του τουρκικού εδάφους, δίνοντας έτσι ένα σύνολο 1,245 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων υπό τον έλεγχο της Άγκυρας. Οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας της Τουρκίας, Χουλουσί Ακάρ, πριν από μερικούς μήνες ήταν ενδεικτικές: “Έχουμε μια δική μας θαλάσσια έκταση 462.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στη γαλάζια πατρίδα μας συνεχίζεται ο αγώνας μας. Ξεκαθαρίζουμε πως στο Αιγαίο, στην ανατολική Μεσόγειο, στην Κύπρο και οπουδήποτε. Υπάρχει η αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και είναι σημαντικό αυτό. Θα υπερασπιστούμε όσα δικαιώματα έχουμε βάσει του διεθνούς δικαίου, της ορθότητας και της καλής γειτονίας και δεν θα απεμπολήσουμε κανένα από αυτά”. Φυσικά η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και της “καλής γειτονίας” κάθε άλλο παρά πείθει όταν βγαίνει από τα στόματα εκείνων που τα καταστρατηγούν συστηματικά.

Εξυπακούεται πως το νέο δόγμα και οι απειλές της Τουρκίας δεν είναι άσχετες με τις εξελίξεις στην κυπριακή ΑΟΖ όπου οι προετοιμασίες για τη γεώτρηση της, αμερικανικών συμφερόντων, Εxxon Mobil στο “Οικόπεδο 10″ της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, βρίσκονται στο τελικό στάδιο και αναμένονται οι πρώτες ανακοινώσεις για το μέγεθος των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που έχουν ως τώρα ανακαλυφθούν (ειδικοί μιλούν για ένα απόθεμα παρόμοιο με εκείνο του Αιγυπτιακού κοιτάσματος Ζορ, που ανακαλύφθηκε λίγο νοτιότερα από την ιταλική ENI και έχει μέγεθος 850 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων).

Τουρκικές ασκήσεις “Χειμώνας 2019” και “Γαλάζια Πατρίδα”

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επίδειξη ισχύος που πραγματοποιούν οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας με δύο στρατιωτικές ασκήσεις σε θάλασσα και στεριά. Η πρώτη, που είναι ήδη σε εξέλιξη στη στεριά, ονομάζεται “Ενιαία, Κοινή Άσκηση Χειμώνας-2019” και η δεύτερη, στην ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα, “Γαλάζια Πατρίδα” ξεκινά στις 27 Φεβρουαρίου 2019. Οι ασκήσεις αυτές αποτελούν μια ευθεία αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, κυρίως των ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου, σε μια χρονική στιγμή που βρισκόμαστε κοντά στις πρώτες γεωτρήσεις στα κυπριακά οικόπεδα, στα οποία θέλουν να έχουν λόγο και μερίδιο οι Τούρκοι. “Ο αγώνας μας σε αυτό που ονομάζουμε ‘Γαλάζια Πατρίδα’ συνεχίζεται. Στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Κύπρο, όπου κι αν αυτή βρίσκεται, δεν είναι δυνατόν να απεμπολήσουμε κανένα δικαίωμά μας και κανένα δίκαιό μας που απορρέει από διεθνείς συμφωνίες”, δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Άμυνας,Χ. Ακάρ, με αφορμή τις δύο στρατιωτικές ασκήσεις της Άγκυρας. Από τότε που διατυπώθηκε το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” είναι η πρώτη φορά που κορυφαίος αξιωματούχος βάζει στο τραπέζι κι αυτό το ζήτημα, εννοώντας πως η Τουρκία δεν θα επιτρέψει εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, που δε θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν τα εθνικά και γεωοικονομικά της συμφέροντα.

Αντιδράσεις Ελλάδας και Κύπρου

Από την πλευρά τους, Ελλάδα και Κύπρος, θα πρέπει να επιδείξουν ψυχραιμία και να παρακολουθούν προσεκτικά τις τουρκικές κινήσεις, χωρίς ωστόσο να αντιδρούν νευρικά και να πέσουν έτσι στην παγίδα της τουρκικής προκλητικότητας. Θα πρέπει επίσης να ενισχύσουν τις διεθνείς συμμαχίες τους, διεθνοποιώντας το ζήτημα, καθώς οι δικές τους ΑΟΖ είναι ταυτόχρονα και ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ενεργειακά κοιτάσματα, που ανακαλύφθηκαν και θα ανακαλυφθούν στην Ανατολική Μεσόγειο, θα βοηθήσουν στον ενεργειακό πλουραλισμό της Ευρώπης και την απεξάρτησή της από το μονοπώλιο του ρωσικού αερίου. Και φυσικά θα πρέπει να ενισχύσουν και τα τριμερή σχήματα περιφερειακής συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αιγύπτο, που λειτουργούν ως δίκτυα ασφαλείας και πολλαπλασιαστές ισχύος ταυτόχρονα. Το σίγουρο πάντως είναι πως το επόμενο διάστημα η ένταση και το θερμόμετρο στην Ανατολική Μεσόγειο θα αρχίσει και πάλι να ανεβαίνει, ενώ θα αυξηθούν και οι πιέσεις από όλες τις πλευρές για την επίλυση  ή, έστω τη διευθέτηση, του Κυπριακού. Ο παράγοντας ενέργεια, ως ευλογία ή κατάρα, πρόκειται να  διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος