Γεμάτο προκλήσεις και αβεβαιότητες για την ΕΕ και την Ευρωζώνη αναμένεται να είναι και το 2020, με τις Βρυξέλλες και τα κράτη-μέλη να καλούνται, σε ένα ιδιαίτερα ρευστό περιβάλλον να λάβουν σημαντικές, αν όχι ιστορικές, αποφάσεις για την πολυσυζητημένη και διαρκώς αναβαλλόμενη ευρω-μεταρρύθμιση.

Ads

Η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης

Δέκα χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας και δεκαπέντε μετά την οριστική ματαίωση της προοπτικής του Ευρωσυντάγματος, η γαλλογερμανική πρόταση δείχνει τη βούληση Βερολίνου και Παρισιού να ηγηθούν φιλόδοξων αλλαγών στην ΕΕ και την Ευρωζώνη καλώντας σε μια διετή Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, που –όλως τυχαίως– συμπίπτει με τη γερμανική (στα μέσα του 2020) και τη γαλλική προεδρία (στο τέλος του 2022). Οι αλλαγές που προτείνουν Βερολίνο και Παρίσι σε δισέλιδο non paper φτάνουν μέχρι και σε τροποποίηση των Συνθηκών.

Σύμφωνα με στοιχεία που διέρρευσαν από το Ευρωκοινοβούλιο, προβλέπεται η εμπλοκή και των τριών οργάνων της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο), ευρωβουλευτών και βουλευτών από τα εθνικά κοινοβούλια των 27 κρατών-μελών, καθώς και μια διαδικασία «από κάτω προς τα πάνω» με τη συμμετοχή πολιτών («αγορά πολιτών» – citizens agora), στην οποία θα προεδρεύει μια «σημαντική ευρωπαϊκή προσωπικότητα». Ταυτόχρονα, δίνεται μεγαλύτερο βάρος στην επεξεργασία πολιτικών και μικρότερο στη θεσμική μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ads

Υπαρκτός αλλά αποδυναμωμένος ο άξονας Μέρκελ – Μακρόν

Στόχος των Μέρκελ και Μακρόν με την πρόταση αυτή είναι να καταδείξουν ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένας γαλλογερμανικός άξονας που μπορεί να καταθέσει κοινές προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης, διασκεδάζοντας τις αλγεινές εντυπώσεις που δημιούργησε η πρόσφατη έντονη αντιπαράθεσή τους σε μια σειρά κομβικά ζητήματα (ΝΑΤΟ, ενταξιακή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας). Μέρκελ και Μακρόν ωστόσο έχουν να αντιμετωπίσουν την αποδυνάμωσή τους στο εσωτερικό των χωρών τους, εξέλιξη που υπαγορεύει και τις κινήσεις τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η Γερμανίδα Καγκελάριος, που αποχώρησε από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος τον Δεκέμβριο του 2018 παραχωρώντας τη θέση της στην Ανεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ, βλέπει τον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες να βρίσκεται από τη γένεσή του σε μια διαρκή αστάθεια.  Η εκλογή των θεωρούμενων αριστερόστροφων Μπόργιανς και Έσκεν στην ηγεσία του SPD θέτει εν αμφιβόλω τη μακροημέρευση του GroKo (Μεγάλου Συνασπισμού), αφού, αν και δεν αναμένεται διάλυσή του, η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες αυξάνει τις πιθανότητες αποχώρησής του με προορισμό τα έδρανα της αντιπολίτευσης στην Bundestag.

Οι πρωτοβουλίες του Εμανουέλ Μακρόν –ήδη από την ομιλία του στη Σορβόνη τον Σεπτέμβριο του 2017– δείχνουν με σαφήνεια ότι επιδιώκει να αναλάβει τα ηνία της Ευρώπης στη μετα-Μέρκελ εποχή, ενώ η αποχώρηση της Βρετανίας, με την εκλογική νίκη του Μπόρις Τζόνσον, έχει μπει στην τελική ευθεία. Ωστόσο, ο Γάλλος Πρόεδρος βρίσκεται στη χώρα του αντιμέτωπος με τη λαϊκή οργή για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, τις πολυήμερες δυναμικές κινητοποιήσεις των συνδικάτων (ακόμη και των φιλοκυβερνητικών) και τη συνακόλουθη παραίτηση του «αρχιτέκτονά» της Ζαν Πολ Ντελεβουά για τον σκανδαλώδη αριθμό των παράλληλων απασχολήσεών του.

Οι αλλαγές που δεν έχουν έρθει, οι κίνδυνοι που παραμονεύουν

Παρά την κινητικότητα που παρατηρείται, η διαδικασία της μεταρρύθμισης της ΕΕ και της Ευρωζώνης παραμένει ιδιαίτερα βραδυκίνητη. Οι ηγέτες των χωρώνμελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισαν στη διήμερη Σύνοδο Κορυφής (12-13 Δεκεμβρίου) τη μετάθεση των αλλαγών στην Ευρωζώνη για τον Ιούνιο του 2020, δίνοντας άλλη μία παράταση σε ένα ζήτημα που «σέρνεται» από τον Ιούνιο του 2015. Οι χώρες-μέλη δεν έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για τη μετεξέλιξη του ESM, την τραπεζική ένωση ή των προϋπολογισμό της Ευρωζώνης, παρά την ανακοίνωση του επικεφαλής του Eurogroup Μάριο Σεντένο, λίγες ημέρες νωρίτερα, περί συμφωνίας επί της αρχής για τη μεταρρύθμιση του ESM και την τραπεζική ένωση.

Η Ευρώπη παραμένει εκτεθειμένη σε κινδύνους, δείχνοντας ότι δεν έχει λάβει επαρκή διδάγματα από την κρίση που ξέσπασε στις αρχές της δεκαετίας. Είναι ουσιαστικά ανοχύρωτη απέναντι στο ενδεχόμενο νέας κρίσης. Παρά τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος στις χώρες της Ευρωζώνης, η τραπεζική ένωση παραμένει ατελής. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας δεν έχει μετεξελιχθεί σε ένα «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο» – και ούτε πρόκειται.

Οι ζυμώσεις και οι αντιδράσεις στο πλαίσιο της Διάσκεψης δίνουν λαβή σε εύλογα ερωτήματα όπως το ποια «ευρωπαϊκή προσωπικότητα» θα τεθεί επικεφαλής (και από ποια ευρωομάδα), σε ποιο βαθμό η Διάσκεψη θα εστιάσει σε πολιτικές και πού θα δοθεί έμφαση. Άγνωστο παραμένει, επίσης, αν θα γίνουν βήματα προς μια περισσότερο «κοινωνική» Ευρώπη ή θα ακολουθηθεί, αντίθετα, η προσέγγιση του νεοφιλελεύθερου «business as usual», που εξέθρεψε τις ανισότητες και οδήγησε στην ανάδυση ακροδεξιών πολιτικών όπως η Μαρίν Λε Πεν και ο Ματέο Σαλβίνι.

Σε μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων με έντονες διαχωριστικές γραμμές (π.χ. Βορράς – Νότος), ομαδοποιήσεις χωρών (Χανσεατική Ένωση, Βίζεγκραντ κ.ά.) και αδυναμία συναπόφασης σε κρίσιμα ζητήματα (όπως η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση) αδύναμοι πολιτικά ηγέτες καλούνται να προωθήσουν δομικές αλλαγές στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, που θα έπρεπε να είχαν προχωρήσει εδώ και χρόνια, μέσα από ένα δαιδαλώδες και κάθε άλλα παρά ευέλικτο σχήμα, χωρίς να δίνεται έμφαση στη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών οργάνων και θεσμών και χωρίς οι σχεδιαζόμενες αλλαγές να αναμένεται να συζητηθούν για τουλάχιστον μία διετία. Είναι θετική η κινητικότητα και η συνειδητοποίηση ότι η ΕΕ δεν μπορεί να βαδίσει ως έχει, ωστόσο τα παραπάνω δεδομένα δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία.

* Ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος, Συντονιστής Κύκλου Ανάλυσης Ευρωπαϊκών και Διεθνών Εξελίξεων ΕΝΑ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τελευταίο δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ)