Με μια ανακοίνωση με την οποία χαρακτηρίζει ως «κοινωνική συγκυρία» την υπόθεση Λιγνάδη, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Φ.Ε) αποκρύπτει ότι η εισαγγελική έρευνα για την επιστολή αποφοίτων του Αρσακείου, δεν εξέτασε τη δράση στο Αρσάκειο του κατηγορούμενου για βιασμούς ανηλίκων πρώην καθηγητή του, καθώς έχει παρέλθει η δεκαπενταετία και το όποιο ποινικό αδίκημα έχει παραγραφεί.

Ads

Οπότε, ό,τι έχει παραγραφεί είναι και ηθικό; Ό,τι έχει παραγραφεί, δεν έγινε; Πανηγυρίζει που δεν προσέλαβε ποινικό χαρακτήρα μια επιστολή που απευθύναμε ως πρώην μαθητές και μαθήτριες στους δασκάλους μας δηλώνοντας πρωτίστως ότι στηρίζουμε τα θύματα για να λάβουμε την απάντηση «να πάτε να δώσετε τα θύματα στον εισαγγελέα»; 

Το απόγευμα του Σαββάτου (3/7/2021) εμφανίστηκε μια είδηση με τίτλο «Αρσάκειο: στο αρχείο έθεσε ο εισαγγελέας τις κατηγορίες αποφοίτων». Η είδηση άρχισε να κυκλοφορεί με εσωτερικά μηνύματα ανάμεσα σε όσες και όσους έχουν εμπλακεί με κάποιον τρόπο στην υπόθεση που άνοιξε με τον «εξωτερικό συνεργάτη» όπως είχε αποκαλέσει ο ίδιος ο πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Γιώργος Μπαμπινιώτης τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος υπήρξε επί σειρά ετών υπεύθυνος του θεατρικού ομίλου του Αρσακείου Ψυχικού. 

Κάπως έτσι, έφτασε και στο δικό μου inbox καθώς πέραν της δημοσιογραφικής μου ενασχόλησης με την δράση του κατηγορούμενου για σωρεία βιασμών Δημήτρη Λιγνάδη, ανήκω σε αυτές που υπέγραψαν την επιστολή προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Μια επιστολή με την οποία  – αρχικά 285 απόφοιτες και απόφοιτοι και τελικά περισσότερες-οι από 400 συνολικά – δηλώναμε πρωτίστως τη συμπαράστασή μας σε μαθητές και μαθήτριες που υπήρξαν θύματα σεξουαλικών, ψυχολογικών, λεκτικών προσβολών από καθηγητές και καθηγήτριες του σχολείου.

Ads

Επιπλέον ζητούσαμε από την διοίκηση να αναλάβει την ευθύνη της διερεύνησης των γεγονότων, λαμβάνοντας υπόψη τις αποκαλύψεις της τρέχουσας περιόδου αλλά και να προχωρήσει στη δημιουργία κώδικα δεοντολογίας και ενός συστήματος ανώνυμων καταγγελιών, στο οποίο θα μπορούν να προστρέχουν οι μαθητές και οι μαθήτριες από δω και μπρος. 

Η ιστορία είναι λίγο – πολύ γνωστή. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία μέσω του προέδρου της κ. Μπαμπινιώτη επιχείρησε αρχικά να υποβαθμίσει τη σημασία του να φιλοξενεί από τις αρχές του ‘90 έως και το ‘02 εντός του κεντρικού της σχολείου ως δάσκαλο έναν κατηγορούμενο για βιασμούς ανηλίκων. Στη συνέχεια, συνέταξε ένα κείμενο το οποίο απέστειλε στα email όλων των καθηγητών και καθηγητριών όλων των σχολείων που διοικεί (υπό την σκέπη της Φ.Ε. πέραν του Αρσακείου Ψυχικού βρίσκονται το Τοσίτσειο Εκάλης και τα Αρσάκεια Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Πάτρας και Τιράνων- σχολεία στα οποία δεν δίδαξε ο Δημήτρης Λιγνάδης) ζητώντας τους να το υπογράψουν ώστε να καταδικάσουν τα όσα «κακόβουλα, απίστευτα και αδιανόητα» περιείχε η επιστολή των αποφοίτων, τα οποία χαρακτήριζε «ψευδολογίες» και «συκοφαντίες».

Και τελικά, απευθύνθηκε στην δικαιοσύνη με τη σιγουριά ότι θα αποκαλύψει τους συκοφάντες – όπου συκοφάντες ήμασταν a priori και δίχως την παραμικρή έρευνα όλες και όλοι εμείς που υπογράψαμε την επιστολή. 

Και κάπως έτσι, βρισκόμαστε στο σήμερα, όπου η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία με νέα της ανακοίνωση ενημερώνει μέσω του site της, δια του Τύπου αλλά ακόμα και με αποστολή sms στα κινητά τηλέφωνα γονιών που στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία της ότι:

«Η Εισαγγελία, όλο αυτό το διάστημα, ερεύνησε ενδελεχώς το θέμα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και, την 1η/7/2021, έκρινε ότι η σχετική υπόθεση πρέπει να τεθεί στο Αρχείο» (η υπογράμμιση μεταφέρεται αυτούσια). 

Ας ξεκινήσουμε από αυτό το σημείο: Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, την επιστολή αυτή των αποφοίτων την συνυπέγραψαν τελικά 400 και πλέον άτομα. Από τα 400 άτομα, σύμφωνα με πληροφορίες, αυτοί που κλήθηκαν να καταθέσουν υπολογίζονται περίπου στους 40. Όπως κι αν ορίζει κανείς την έννοια της ενδελέχειας, το να καλείς 40 από τους 400, δεν καθιστά την έρευνα ενδελεχή. 

Η Φ.Ε βέβαια φτάνει στο σημείο να αμφισβητήσει ακόμα και τις ίδιες τις υπογραφές:

Σημειώνεται δε ότι οι Εισαγγελείς επισημαίνουν ότι ορισμένοι εκ των υπογραφόντων την επιστολή «δήλωσαν αυθαίρετη χρήση του ονόματός τους ή έλλειψη ακριβούς γνώσης του περιεχομένου της, ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών με σχετικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δήλωσαν την ανάκληση της συμμετοχής τους στη σχετική κίνηση».

Σύμφωνα με πληροφορίες, από τις 400 και πλέον υπογραφές, αφαιρέθηκαν πέντε. Αποτελεί αυτό στατιστικό δείγμα άξιο να σταθεί κανείς; 

Συνεχίζοντας την ανάγνωση της ανακοίνωσης, πληροφορούμαστε ότι: Η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, κατόπιν ερεύνης της υποθέσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «Η μεθόδευση της όλης κινητοποίησης [σ.σ. της υπογραφής της εν λόγω επιστολής] αποσκοπούσε κυρίως στην έκφραση δημόσιας διαμαρτυρίας των αποφοίτων που συμμετείχαν σε αυτήν για την αυστηρότητα του τρόπου λειτουργίας των Αρσακείων Σχολείων». 

Αλήθεια, η υπογράμμιση εδώ τι θέλει να φωτίσει; Θεωρεί προϊόν προς διαφήμιση την αυστηρότητα η οποία φτάνει μαθήτριες στη νευρική ανορεξία, τα ψυχοφάρμακα, την μηδενική αυτοεκτίμηση, την κατάθλιψη, όπως καταγγέλλει απόφοιτη σε ρεπορτάζ του 20/20mag και η οποία σύμφωνα με πληροφορίες δεν κλήθηκε από την εισαγγελία;

Προς την ίδια κατεύθυνση η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών δέχτηκε ότι η πρωτοβουλία σύνταξης της σχετικής επιστολής από κάποιους αποφοίτους εξηγείται από την κοινωνική συγκυρία και στόχευε στη γενικότερη ανάδειξη σχετικών προβλημάτων εντός των εκπαιδευτικών κοινοτήτων «και όχι στην καταγγελία επιμέρους αξιοποίνων πράξεων».

Πάντως, η προφυλάκιση πρώην καθηγητή σχολείου που διοικείς για βιασμούς ανηλίκων κάπως αλλιώς πρέπει να λέγεται και σίγουρα όχι «κοινωνική συγκυρία». 
Σε κάθε περίπτωση, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η Φ.Ε εμφανίζει τον εαυτό της δικαιωμένο: 

Η απόφαση αυτή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία εγκρίθηκε και από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, δικαιώνει το διαχρονικό έργο και την ιστορική παρουσία και δραστηριότητα του συνόλου των Αρσακείων Σχολείων, ισότιμων μη κερδοσκοπικών Σχολείων, τα οποία στα 185 χρόνια λειτουργίας τους έχουν εφοδιάσει την πατρίδα μας με 300.000 αποφοίτους που έτυχαν μιας ποιοτικής και υψηλού επιπέδου παιδείας, με αρχές, κανόνες και αξίες.

Παραλείπει βέβαια να αναφέρει ότι δεν ελέγχθηκε η «κοινωνική συγκυρία», δεν ελέγχθηκε δηλαδή η πιθανή δράση του Δημήτρη Λιγνάδη στο Αρσάκειο καθώς αυτή έληξε το 2002 ενώ η Εισαγγελία καλούσε απόφοιτες και απόφοιτους από το 2006 και μετά, γιατί τα όποια πιθανά ποινικά αδικήματα πριν από το 2006 έχουν παραγραφεί.

Οπότε τι ακριβώς μας λέει εδώ η διοίκηση; Πως ό,τι έχει παραγραφεί, δεν έγινε; Πως ό,τι έχει παραγραφεί, είναι και ηθικό; Πανηγυρίζει που δεν προσέλαβε ποινικό χαρακτήρα μια επιστολή που απευθύναμε ως πρώην μαθητές και μαθήτριες στους δασκάλους μας δηλώνοντας πρωτίστως ότι στηρίζουμε τα θύματα για να λάβουμε την απάντηση «να πάτε να δώσετε τα θύματα στον εισαγγελέα»;

Για να το πούμε ξεκάθαρα: όταν απευθύνουμε μια τέτοια επιστολή σε ανθρώπους που διοικούν σχολεία, δεν το κάνουμε επειδή περιμένουμε να επιληφθούν του ποινικού σκέλους. Ασφαλώς μπορεί να υπάρξει και ποινικό σκέλος, το εντυπωσιακό όμως εδώ είναι το ότι η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία επιμένει να αγνοεί πως η δική της ευθύνη είναι άλλης τάξης από τις νομικές διαστάσεις της υπόθεσης. Επιμένει να περιορίζει τον ρόλο του σχολάρχη στη νομική διάσταση και λέει: η εισαγγελία θέτει τις καταγγελίες στο αρχείο, συνεπώς εγώ ό,τι ήταν να κάνω, το έκανα, ουδεμία άλλη ευθύνη είχα ή έχω.  

Και για να πούμε και κάτι άλλο ξεκάθαρα επίσης: Όσες και όσοι υπογράψαμε την επίμαχη επιστολή (η οποία δόθηκε αυτούσια στη δημοσιότητα) δεν είχαμε την ιδιότητα του διαδίκου σε αυτή την υπόθεση. Είμαστε πρώην μαθητές και μαθήτριες που ούτε πρόσβαση στην όλη  διαδικασία της ποινικής έρευνας είχαμε, ούτε και τώρα γνωρίζουμε (αλλά ούτε και το ευρύ κοινό γνωρίζει) το πλήρες σκεπτικό της εισαγγελικής διάταξης με την οποία η δικογραφία τέθηκε στο Αρχείο, καθώς η Διοίκηση της Φ.Ε δύο μόλις μέρες μετά την αρχειοθέτηση δημοσιοποίησε επιλεγμένα και μόνο σημεία από το σκεπτικό και τα συμπεράσματα. 

Ο φάκελος σε κάθε περίπτωση μπήκε στο αρχείο. Πολλά μπορεί να σκεφτεί κανείς για την διαδικασία που ακολουθήθηκε, το ίδιο το γεγονός της αρχειοθέτησης στον παρόντα χρόνο δεν αλλάζει – αν και ασφαλώς η έρευνα μπορεί να ξανανοίξει αν έστω και σήμερα υπάρχει κάποια παθούσα ή κάποιος παθών μη παραγεγραμμένης πράξης που αποφασίσει να σπάσει επίσημα τη σιωπή του.

Για την ενδεχομένως μικρή πια σημασία που μπορεί να έχει σήμερα και για όσες και όσους έχουν χώρο και διάθεση να το σκεφτούν, αυτό που Φ.Ε ορίζει ως «κοινωνική συγκυρία», είμαστε πολλές και πολλοί που ξέρουμε ότι ήταν ένα βαθύ τραύμα που κάποιες και κάποιοι κλήθηκαν να το αναβιώσουν. Κάποιες και κάποιοι επιλέξαμε να το πιστέψουμε. Πιστέψαμε, θυμηθήκαμε, μιλήσαμε. Κι αν κάτι αξίζει να μείνει από αυτήν την ιστορία είναι ακριβώς αυτό το δίχτυ ασφάλειας που επιχειρήθηκε να φτιαχτεί από απόφοιτες και απόφοιτους όλων των ηλικιών, ανθρώπων που μπορεί να μην είχαν ανταλλάξει ούτε μια «καλημέρα» νωρίτερα. 

«Και γιατί δεν πήγαν στον εισαγγελέα να το πουν παλαμίζοντας το ευαγγέλιο;», ίσως να σκεφτείτε. Για χίλιους δυο λόγους. Γιατί σήμερα ενδεχομένως να έχουν τις δικές τους οικογένειες και πάντως σίγουρα έχουν έναν νέο κοινωνικό περίγυρο. Ίσως έναν εργοδότη, μια πεθερά, έναν νέο σύντροφο. Έχουν γονείς που μπορεί να μην γνώριζαν τίποτα και σήμερα να μην αντέχουν να μάθουν. Γιατί τότε πίστεψαν ότι συναίνεσαν και σήμερα νιώθουν ενοχή και ντροπή.

Γιατί μπορεί να φοβούνται ότι θα δουν την κατάθεσή τους στα μανταλάκια. Γιατί δεν αντέχουν στη σκέψη να βρεθούν απέναντι από έναν δικηγόρο να τις ρωτάει τι φορούσαν, αν έπαιρναν ναρκωτικά, αν προκάλεσαν – ναι, η πεποίθηση ότι η έφηβη προκάλεσε τον καθηγητή και πως ό,τι κι αν ακολούθησε είχε τη συναίνεσή της, είναι δυστυχώς διαδεδομένη και εντός του δικαστικού σώματος.

Και βέβαια έχουν και ένα ολόκληρο σχολικό σύστημα να τις/τους αποκαλεί «συκοφάντες» και «ψευδολόγους» από τα αποδυτήρια – όχι τώρα, που φτάνουν μέχρι και να απειλούν με την ανακοίνωσή τους κραδαίνοντας την «λευκή και δεδομένη εντολή» προς τους νομικούς τους παραστάτες έτοιμους «να καταδιώξουν αστικά και ποινικά όσους επιδιώξουν να συνεχίσουν αυτόν τον πόλεμο λάσπης». Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πληροφορίες οι νομικοί αυτοί παραστάτες ήδη απευθύνονται σε πρώην μαθητές και μαθήτριες ζητώντας την διαγραφή σχολίων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.     

Προέκυψε βέβαια και κάτι ελπιδοφόρο από την όλη διαδικασία: Το Δ.Σ. της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας  απεφάσισε ήδη συγκρότηση μιας -νέας- μικρής και ευέλικτης «Μόνιμης Επιτροπής Αναφοράς, Διερεύνησης και Αντιμετώπισης Εξαιρετικών Περιστατικών», συγκροτούμενης από εκπαιδευτικούς και γονείς των Σχολείων μας, η οποία  θα είναι ευχερώς προσβάσιμη και δεκτική παραπόνων για το σύνολο των μαθητών όλων των Σχολείων μας, ώστε να λαμβάνει γνώση και να επιλαμβάνεται αποτελεσματικά και με γνώμονα αποκλειστικά το συμφέρον των μαθητών μας επί όσων για οποιονδήποτε λόγο δεν φθάνουν στους αρμόδιους -ήδη υφιστάμενους- φορείς των Σχολείων μας (Ψυχολογική Συμβουλευτική Υπηρεσία, Καθηγητές, Σύμβουλοι Σχολικής Ζωής, Διευθυντές Σχολείων και Εποπτεία Σχολείων). Τα περιστατικά αυτά θα ερευνώνται αμέσως και θα προωθούνται στο Δ.Σ. το οποίο θα επιλαμβάνεται της τάχιστης και αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

Μόνο που για να είμαστε ακριβείς θα πρέπει να πούμε ότι αυτό ήταν πρόταση των «συκοφαντών», δηλαδή όλων ημών που υπογράψαμε τις «ψευδολογίες» ή αλλιώς την περιβόητη επιστολή. 

Ελπίζουμε τουλάχιστον ότι η βοηθός συνήγορος του Παιδιού στην οποία υπόσχεται η Φ.Ε να απευθυνθεί «προκειμένου να λάβει κατευθύνσεις, βέλτιστες πρακτικές και κάθε άλλη δυνατή συνδρομή η οποία θα ενισχύσει τις ήδη υπάρχουσες δομές της», να την ενημερώσει ότι δεν αποκαλούμε «συκοφάντες» και «ψευδολόγους» τους πρώην μαθητές και μαθήτριές μας όταν καταγγέλουν ότι άκουσαν, είδαν ή υπήρξαν θύματα σεξουαλικών, ψυχολογικών και λεκτικών κακοποιήσεων από καθηγητές και καθηγήτριες του σχολείου σου.  

Ελπίζουμε ότι ο μηχανισμός που «απεφάσισε» η Φ.Ε να συγκροτήσει, να δώσει ένα πιο κανονικό όνομα στην «κοινωνική συγκυρία». Η «κοινωνική συγκυρία» λέγεται Δημήτρης Λιγνάδης και αναμένεται να δικαστεί. Οι πανηγυρισμοί περιττεύουν όταν εκκρεμεί μια απάντηση στη δικαιοσύνη και όχι μόνον στη συνάδελφο που αποκάλυψε την επιστολή με καταγγελίες προς το Αρσάκειο και βρέθηκε στο σπίτι του Δημήτρη Λιγνάδη. Οι πανηγυρισμοί περιττεύουν όταν στα πειστήρια που κατασχέθηκαν στο σπίτι του Δημήτρη Λιγνάδη υπάρχει φωτογραφία μαθήτριας του σχολείου που διοικείς, Οι πανηγυρισμοί περιττεύουν όταν στο ίδιο το βούλευμα της προφυλάκισης του Δημήτρη Λιγνάδη αναφέρεται η παρουσία άλλης μαθήτριας του σχολείου που διοικείς. 

Οι πανηγυρισμοί πάνω σε ανοιχτές πληγές δεν δείχνουν απλώς παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης και μάλιστα από εκπαιδευτικούς προς (πρώην) μαθητές και μαθήτριες. Προκαλούν και άφατη οργή, όπως έγραψε κάποια στιγμή και ο πρόεδρος.