Το πόρισμα από την Ελβετία για τις τοξικολογικές εξετάσεις της Γεωργίας Μπίκα, έρχεται να δημιουργήσει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τις αρχές.

Ads

Από την πρώτη στιγμή, τόσο η ίδια η συνήγοροι της 24χρονης όσο και ειδικοί, έκαναν λόγο για σημαντική καθυστέρηση των τοξικολογικών εξετάσεων. Ειδικότερα, η Γεωργία Μπίκα, στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε είχε δηλώσει πως δείγμα ούρων έδωσε αργά το βράδυ της 1ης Ιανουαρίου, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το πόρισμα.

Στο πόρισμα αναφέρει αρχικά πως βρέθηκαν «σημαντικά ποσοστά αιθανόλης», ενώ επισημαίνεται πως μεταξύ του υπόπτου συμβάντος και του χρόνου λήψης των δειγμάτων ούρων της Γεωργίας Μπίκα πέρασαν πάνω από 16 ώρες, περιγραφή που ταιριάζει σε όσα ανέφερε η ίδια. Συγκεκριμένα επισημαίνεται ως χρόνος του περιστατικού η ώρα 4:30 και ως χρονος λήψης του δείγματος η ώρα 21:00 της ίδιας ημέρας

Αυτή η καθυστέρηση αποδείχθηκε όπως φαίνεται εξαιρετικά σημαντική. «Είναι λοιπόν πιθανόν η αιθανόλη να είχε αποβληθεί από το σώμα, αφού ο ρυθμός αποβολής της κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και 0,2 gr ανά κιλό αιθανόλης ανά ώρα. Η ανάλυση των δειγμάτων έδειξε υψηλές συγκεντρώσεις των άμεσων αλκοολικών δεικτών αιθυλογλυκουρονίδιου (EtG) και θειικού αιθυλεστέρα (EtS), που υποδηλώνει ότι προηγουμένως είχε καταναλωθεί υψηλή ποσότητα αιθανόλης, η οποία ενδέχεται να είχε οδηγήσει σε υψηλή συγκέντρωση αλκοόλ στο αίμα (πάνω από 0,8 gr ανά κιλό ή και υψηλότερο)», αναφέρει το πόρισμα και συνεχίζει:

Ads

«Η ακριβής συγκέντρωση αιθανόλης στο αίμα τη στιγμή του συμβάντος δεν μπορεί να εξαχθεί από τις συγκεντρώσεις EtG και EtS (όπως εξηγείται παραπάνω) στο δείγμα ούρων. Για τον θεωρητικό υπολογισμό συγκέντρωσης αλκοόλ στο αίμα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή πρέπει να είναι γνωστές οι ποσότητες των αλκοολούχων ποτών και η χρονική στιγμή κατανάλωσης. Επίσης, πρέπει να είναι γνωστή η ώρα του συμβάντος, το βάρος και το ύψος του σώματος. Εάν αυτά τα δεδομένα έχουν γνωστοποιηθεί, τότε είναι δυνατόν να υπάρξει ένας θεωρητικός υπολογισμός».

image

image

image

image

Πότε πρέπει να ληφθεί το δείγμα – Τι δείχνουν οι έρευνες

Όπως έχει αναδείξει το Tvxs.gr σε ρεπορτάζ του, με στοιχεία από τη διεθνή βιβλιογραφία, το GHB (γ-υδροξυβουτυρικό οξύ), η ουσία που περιέχεται στο λεγόμενο «χάπι του βιασμού», μπορεί να ανιχνευτεί στα ούρα το αργότερο μετά την παρέλευση από 8 έως 12 ωρών μετά την κατανάλωσή του. Μάλιστα, σημειώνεται πως τα βέλτιστα αποτελέσματα υπάρχουν στη λήψη δείγματος των πρώτων ωρών. 

O Δημήτρης Γαλεντέρης, ιατροδικαστής και τεχνικός σύμβουλος της 24χρονης Γεωργίας, είχε δηλώσει στην ΕΡΤ πως «το χάπι του βιασμού δεν μπορεί να ανιχνευθεί μετά από το εύλογο χρονικό διάστημα των δώδεκα ωρών ούτε στα ούρα, ούτε στο αίμα. Συνεπώς, αν ψάχνουμε αυτή την ουσία μόνο, η στιγμή της δειγματοληψίας δεν θα μας επιφέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα».

Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό,  στη διαδικτυακή επιστημονική βιβλιοθήκη Wiley Analytical Science, το GHB αφού χορηγήθηκε σε δυο εθελοντές, έπεσε κάτω από τα όρια ανίχνευσης μετά από 8 ώρες στο δείγμα ούρων του ενός και μετά από 10 ώρες σε εκείνο του δεύτερου.

image

Άλλη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal Of Analytical Toxicology, αναφέρει ότι το παράθυρο ανίχνευσης του GHB είναι 720 λεπτά, δηλαδή 12 ώρες, και ότι η ουσία μεταβολίζεται εξαιρετικά γρήγορα στα ούρα και στα στοματικά υγρά και, συνεπώς, κάθε δείγμα προς εξέταση πρέπει να λαμβάνεται το συντομότερο δυνατό.

Τέλος, μελέτη του National Health Institute των ΗΠΑ αναφέρει ότι σε οκτώ άτομα στα οποία χορηγήθηκε GHB εν αγνοία τους, τα ανώτερα επίπεδα της ουσίας ανιχνεύτηκαν 60 λεπτά αργότερα και το «παράθυρο» ανίχνευσης έκλεισε στα 720 λεπτά. Επομένως, γίνεται αντιληπτό πως οι 16 περίπου ώρες που πέρασαν προκειμένου να ληφθεί το δείγμα, αποτελούν εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση.