Ποιες είναι οι «κρυπτικές» αφηγήσεις και πρακτικές που συνοδεύουν τις υποδομές του διαδικτύου; Είτε πρόκειται για το αφήγημα του άυλου νέφους είτε για τις πρακτικές φοροαποφυγής και εξωχώριας μεταφοράς και αποθήκευσης δεδομένων, αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μια κοινή συνισταμένη, η οποία εξυπηρετεί την ανεμπόδιστη λειτουργία του επιχειρηματικού μοντέλου των τεχνολογικών κολοσσών σε αυτό τον τομέα – όχι τυχαία τον πλέον κερδοφόρο της εποχής μας.

Ads

Πέρα από το επίπεδο της ρύθμισης (ή, καλύτερα, της μη ρύθμισης σε συγκεκριμένους τομείς, όπως οι παραπάνω), χρησιμοποιούμε ως μελέτη περίπτωσης τις υποθαλάσσιες διαδικτυακές υποδομές, ιδιαίτερα τα υποθαλάσσια καλώδια και την προοπτική των υποθαλάσσιων κέντρων δεδομένων, καθώς η θάλασσα προσφέρει ένα επιπλέον πέπλο υπό το οποίο μπορούν να κρυφτούν οι υποδομές και να περάσουν απαρατήρητες.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, παίζει το ρόλο μιας εναλλακτικής διαδρομής για την Ανατολική Ευρώπη, ενώ αποτελεί τη συντομότερη διαδρομή για τη διασύνδεση με τις αγορές της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής. Η ένταξή της στο παγκόσμιο δίκτυο ενισχύεται περαιτέρω με την άφιξη πολλών υποθαλάσσιων καλωδίων, όπως το σύστημα καλωδίων AAE-1, που τη συνδέει με αυτές τις βασικές αγορές.

Τα υποθαλάσσια καλώδια οπτικών ινών στον ελληνικό χώρο περνούν από τον Πειραιά και τα Χανιά και διασχίζουν για χιλιόμετρα τον πυθμένα της Μεσογείου, ενώνοντας το δίκτυο της Ελλάδας με αυτό του Ισραήλ, της Κύπρου, της Τουρκίας και της Ιταλίας. Ταυτόχρονα, η ελληνική αγορά κέντρων δεδομένων (Data Centers) αναπτύσσεται ραγδαία, με τη συνολική χωρητικότητά της να αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2030. Μπορούμε να φανταστούμε ένα μέλλον όπου τα συστήματα υποθαλάσσιων καλωδίων που προορίζονται για τη μετάδοση δεδομένων και την παροχή πράσινης ενέργειας στα κέντρα δεδομένων θα μεταμορφώνουν συνεχώς το βυθό της Μεσογείου.

Ads

Την ίδια στιγμή η αφήγηση του νέφους (cloud), ενός διαδικτύου που λειτουργεί σε ένα άυλο χώρο, κυριαρχεί στο συλλογικό φαντασιακό. Πρόσφατα στη σχετική βιβλιογραφία άρχισε να μελετάται η κατασκευή «κρυπτικών» αφηγήσεων και η διαδικασία απόκρυψης που συνοδεύει τη βιομηχανία των κέντρων δεδομένων και των συνδεόμενων υποδομών. Εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο μετατρέπονται σε αόρατες και αδιάφορες –αν όχι απωθητικές– υποδομές.

Οι «κρυπτικές» αφηγήσεις συνιστούν περιορισμένες περιγραφές του οπτικού δικτύου, παρουσιάζοντάς το ως μια τεχνολογία που διευκολύνει τις διαδικτυακές μας επαφές, αγνοώντας την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον, τις τοπικές κοινωνίες και τον ανθρώπινο παράγοντα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η διαστρέβλωση της συζήτησης που τα αφορά στη δημόσια σφαίρα με στόχο την προστασία των καλωδιακών δικτύων από κάθε απειλή (κανονισμοί, μποϊκοτάζ, αντίδραση τοπικών κοινοτήτων). Η καθολική επικράτηση της αφήγησης του cloud αφήνει τους παρόχους διαδικτύου ανενόχλητους και ανεξέλεγκτους να αναπτύσσουν τις υποδομές με μόνο κριτήριο το κέρδος των εταιρειών τους και την εδραίωση της ισχύος τους. Το cloud συνιστά μια κρυπτική αφήγηση που καθησυχάζει τους χρήστες του διαδικτύου κρύβοντας τις αποθήκες των προσωπικών τους δεδομένων, τα οποία –με τη συγκατάθεσή τους– ανήκουν πλέον στους παρόχους.

Με αυτόν τον τρόπο οι εγκαταστάσεις αποϋλοποιούνται, αφήνοντας ορατή μόνο την υπηρεσία που προσφέρουν, ενώ αναδεικνύεται η συμβολή των επενδύσεων στις εν λόγω υποδομές στους εθνικούς προϋπολογισμούς και στην αναβάθμιση του ρόλου της εκάστοτε χώρας ως διεθνούς κόμβου δεδομένων. Ωστόσο, η εγκατάσταση κέντρων δεδομένων δεν επιφέρει αυτομάτως αναπτυξιακά αποτελέσματα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι όροι που τη συνοδεύουν και οι πληροφορίες για τις λειτουργικές απαιτήσεις, την αμοιβαιότητα των κρατικών ενισχύσεων και τις τυχόν ευνοϊκές ρυθμίσεις που προβλέπονται. Κάτι που δεν μπορεί να εκτιμηθεί όταν τα στοιχεία χάνονται σε «κρυπτικές» αφηγήσεις και πρακτικές.

Επιπλέον εξυπηρετούν την αποφυγή των αντιδράσεων που θα μπορούσαν να προκληθούν εξαιτίας των σοβαρών περιβαλλοντικών συνεπειών που επιφέρει η εγκατάσταση κέντρων δεδομένων, το καθεστώς ιδιοκτησίας των δεδομένων (φορολογία, εξωχώρια μεταφορά, αποθήκευση και επεξεργασία) και το ερώτημα σχετικά με τη νομιμοποίηση των εν λόγω διαδικασιών. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου οι τοπικές κοινότητες ξεσηκώθηκαν και έδιωξαν τα κέντρα δεδομένων από την περιοχή τους ή απαίτησαν κανονισμούς προστασίας.

Το περιβάλλον του βυθού, στη βάση των σχετικών διεθνών συμβάσεων, ορίζεται ως «κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας», ωστόσο στην πράξη παραμένει κατ’ εξοχήν αρρύθμιστο και λειτουργεί ως «Άγρια Δύση» για τα κέρδη των μεγάλων παικτών της αγοράς.

Σήμερα λίγοι γνωρίζουν πού βρίσκονται αυτές οι υποδομές, πόσο μεγάλες είναι οι εγκαταστάσεις τους, καθώς και ποιες είναι οι επιπτώσεις τους όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας και νερού, οι γεωστρατηγικές τους επιπτώσεις ή η ρύθμιση που εφαρμόζεται στην ιδιοκτησία, την επεξεργασία και τη διαβίβαση των δεδομένων των χρηστών.

Η σύνδεση των πρακτικών των δύο επιπέδων, της ρύθμισης και των υποδομών, προσφέρει μια καθαρότερη εικόνα σχετικά με τα αίτια της προτίμησης των εταιρικών συμφερόντων στις κρυπτικές αφηγήσεις με τις οποίες περιβάλλουν τις δραστηριότητές τους. Επιπλέον, καταδεικνύει ότι η εστίαση στο υλικό κομμάτι των υποδομών στην ψηφιακή βιομηχανία καθιστά ορατά κρίσιμα δεδομένα, τα οποία τείνουν να παραγνωρίζονται στο πλαίσιο της μετ’ επιτάσεως και μονομερώς προβαλλόμενης άυλης και ψηφιακής διάστασης αυτής της βιομηχανίας.

Η αλλαγή της οπτικής ως προς την περιγραφή των υλικών όρων του διαδικτύου (το οποίο τελικά είναι περισσότερο ενσύρματο παρά ασύρματο, ημικεντρικό παρά κατανεμημένο, εδαφικά θεμελιωμένο παρά εδαφικοποιημένο, επισφαλές παρά ανθεκτικό) θα μπορούσε να ευνοήσει παραμέτρους που συνδέονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος.

Όλη η μελέτη εδώ