Η έλλειψη νομοθεσία για την παροχή ασύλου αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα και μια τέτοια νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει «μια υπηρεσία ανεξάρτητη από την αστυνομία και από τις εντολές της διοίκησης, που να είναι σε θέση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά από μια δίκαιη εξέταση των αιτημάτων, να χορηγεί σε όλους, όσους το δικαιούνται, καθεστώς προστασίας», τόνισε ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας των ΗΕ για τους Πρόσφυγες, Γιώργος Τσαρμπόπουλος. Ο ίδιος υπογράμμισε πως η παράνομη μετανάστευση αποτελεί κοινό ευρωπαϊκό ζήτημα και ως τέτοιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από τους εταίρους μας.

Ads

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Deutsche Welle, ο κ. Τσαρμπόπουλος μιλώντας σε την ημερίδα της Ένωσης Ελληνογερμανικών Εταιρειών, χαρακτήρισε θετική εξέλιξη το γεγονός, ότι προβλέπεται υπηρεσία ασύλου στο νομοσχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης, που πρόκειται να κατατεθεί αυτή την εβδομάδα στη Βουλή. Επειδή όμως η χώρα είναι η «κύρια πύλη εισόδου προσφύγων στην ΕΕ, η όποια προσπάθεια της, δεν πρόκειται να ευοδωθεί εάν το πρόβλημα των προσφύγων δεν αντιμετωπιστεί από τους εταίρους ως κοινό ευρωπαϊκό ζήτημα».

«Η Ευρώπη αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι το 90% των παρανόμων που μπαίνουν και ψάχνουν μια στέγη, έρχονται από τα σύνορα Τουρκίας-Ελλάδας. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχυθεί, πρέπει να βρούμε λύσεις», σημείωσε στο ίδιο συνέδριο και ο υφυπουργός Εξωτερικών, Δημήτρης Δόλλης

Από την πλευρά του, ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών Βέρνερ Χόιερ σημείωσε πως «Αυτό που θα βοηθούσε την Ελλάδα περισσότερο από κάθε οτιδήποτε άλλο, θα ήταν η ενιαία πολιτική της ΕΕ για τους πρόσφυγες και το άσυλο. Εδώ θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες ως ΕΕ. Στο ένα ή στο άλλο σημείο υπάρχουν ήδη όμως και δυνατότητες για διμερή συνεργασία. Βλέπω πχ. ότι η δραστηριοποίηση της FRONTEX στα ελληνοτουρκικά σύνορα αποτελεί μεγάλη βοήθεια για την Ελλάδα. Επομένως σε ότι αφορά την πρακτική συνεργασία, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης».

Ads

«Ακόμα και μέσα στον κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙ υπάρχουν ρήτρες, τις οποίες οι άλλες χώρες θα μπορούσαν να τις είχαν εφαρμόσει. Υπάρχουν ανθρωπιστικές ρήτρες, που δίνουν τη δυνατότητα σε άλλες χώρες να δέχονται για κάποιος συγκεκριμένους λόγους, άτομα που έχουν υποβάλει αίτημα ασύλου στην Ελλάδα. Ας γίνει τουλάχιστον αυτό. Αλλά ούτε αυτό δεν έχει γίνει, και είναι ενδεικτικό της πολιτικής βούλησης», υπογράμμισε η Μαρία Τζεφεράκου, μέλος της «Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών» στην Αθήνα.

Τέλος, η αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών, Έλκε Φέρνερ ανακοίνωσε πρωτοβουλία του κόμματός της, ώστε ως τα Χριστούγεννα να επέλθει συμφωνία στην ΕΕ, τα παιδιά να κατανεμηθούν στα κράτη – μέλη. «Όλα αυτά τα μέτρα αποτελούν όμως μόνον το πρώτο βήμα. Η πραγματική λύση είναι η δρομολόγηση κοινής διαχείρισης του προβλήματος και δίκαιη κατανομή των προσφύγων, ανάμεσα σε όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ».

Αύξηση των μεταναστών διεθνώς κατά 68% έως το 2050

Στο μεταξύ, σύμφωνα με πρόβλεψη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, ο αριθμός των μεταναστών παγκοσμίως αναμένεται να φθάσει τα 405 εκατομμύρια το 2050, καταγράφοντας αύξηση κατά 68%. Σήμερα, οι μετανάστες ανέρχονται σε 240 εκατομμύρια.

Όπως σημειώνεται στην ετήσια έκθεση του Οργανισμού για τη μετανάστευση στον κόσμο, η οικονομική κρίση επιβράδυνε μεν τη μετανάστευση σε πολλά μέρη του κόσμου, ωστόσο δεν προέτρεψε σε επαναπατρισμό μεταναστών.

Οι προβλέψεις του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης υπολογίζονται στη βάση μιας προόδου παρόμοιων μεταναστευτικών ρευμάτων με αυτές που καταγράφονται την τελευταία 20ετία.

Η «θεαματική αύξηση» του αριθμού των θα προκληθεί, μεταξύ άλλων, από τη σημαντική αύξηση του εργατικού δυναμικού στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η προσφορά εργασίας αναμένεται να λιμνάσει. Στις λιγότερο προηγμένες χώρες, ο ενεργός πληθυσμός αναμένεται κατά συνέπεια να αυξηθεί από 2,4 δισεκατομμύρια το 2005, σε τρία δισεκατομμύρια το 2020 και σε 3,6 δισεκατομμύρια το 2040. Ταυτόχρονα το εργατικό δυναμικό στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες θα πρέπει να φθάσει στο ανώτατο όριο στα 600 εκατομμύρια έως το 2050.

Άλλος ένας καθοριστικός παράγοντας είναι οι περιβαλλοντικές αλλαγές, κυρίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ακόμη κι αν οι σχέσεις μεταξύ των «δύο φαινομένων είναι πολύπλοκες και απρόβλεπτες».