Το ΔΝΤ θα μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα μόνον ως τεχνικός, ή ειδικός σύμβουλος και χωρίς χρηματοδότηση, η λύση για το χρέος θα βασίζεται σε έναν ημι-αυτόματο μηχανισμό ήπιων παρεμβάσεων, και η έξοδος από το Μνημόνιο θα έχει ως εγγυητή μια υβριδική «αποθεματική γραμμή» του ESM με ενισχυμένη μεν εποπτεία αλλά χωρίς νέες δεσμεύσεις.

Ads

Πρόκειται για το σενάριο που συζητείται, αυτή τη στιγμή, ως το επικρατέστερο για τη λύση του ελληνικού ζητήματος και αποτυπώνει τη «σολομώντειο» οδό απεμπλοκής μετά το νέο αδιέξοδο που καταγράφηκε στο Washington Club μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ για το εύρος των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Και είναι επίσης ένα σενάριο made in Germany, ήτοι με καθαρή την υπογραφή της Ανγκελα Μέρκελ και της – για πολλοστή φορά επαναλαμβανόμενης – διστακτικότητάς της να αντιμετωπίσει ριζικά και δυναμικά τα δομικά αίτια της κρίσης στην ευρωζώνη.

Στην πόρτα εξόδου το ΔΝΤ

Σύμφωνα με πηγές κοντά στη διαπραγμάτευση, που έχουν γνώση των διεργασιών μεταξύ των πιστωτών, το πρώτο σημείο σύγκρουσης στο Washington Club του Καναδά ήταν και πάλι ο μηχανισμός ελάφρυνσης του χρέους. Το ΔΝΤ, για να χαρακτηρίσει μακροπρόθεσμα βιώσιμο το ελληνικό χρέος και να μπει στο πρόγραμμα, επέμεινε στον αυτόματο μηχανισμό ελάφρυνσης και σε γενναία, έως και 15 έτη, επιμήκυνση των δανείων του EFSF. Η Γερμανία απέρριψε εκ νέου τον αυτοματισμό, αντιπρότεινε σταδιακή και με αιρεσιμότητα εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης, επανεξέταση ανά πενταετία της βιωσιμότητας του χρέους, και επιμήκυνση δανείων το πολύ για 5 χρόνια. Ως εκ τούτων, και πλην θεαματικής ανατροπής, η συμμετοχή του Ταμείου χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα γίνεται απαγορευτική – γεγονός, που ουσιαστικά επιβεβαίωσε χθες και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μιχάλης Ψαλιδόπουλος με συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο.

Ads

Αντ’ αυτής της χρηματοδοτικής συμμετοχής, προκρίνεται η εμπλοκή του στη μετα-μνημονιακή Ελλάδα σε ρόλο ειδικού, τεχνικού συμβούλου. Με βάση, δε, την ενημέρωση που υπάρχει στην κυβέρνηση από κοινοτικούς παράγοντες, προκειμένου αυτή η εμπλοκή να είναι κατά το δυνατόν ισχυρότερη εξετάζεται το ενδεχόμενο να μην γίνει πλήρης εξαγορά των δανείων του ΔΝΤ από τον ESM αλλά να διατηρηθεί ένα μικρό υπόλοιπο έτσι ώστε το Ταμείο να κρατήσει ρόλο ενεργού πιστωτή.

Εάν οριστικοποιηθεί και πάρει τελική μορφή αυτό το σενάριο, θα επιχειρηθεί και μια «ενδιάμεση λύση» στο θέμα της βιωσιμότητας του χρέους. Ητοι, το ΔΝΤ θα παρουσιάσει ένα DSA (Ανάλυση Βιωσιμότητας του Χρέους) που θα χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, πιθανώς έως το 2030. Αντίθετα, στη δική του ανάλυση ο ESM θα κρίνει το χρέος βιώσιμο τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Και το ερώτημα, βεβαίως, είναι κατά πόσο αυτή η διπλή ανάγνωση μπορεί να δώσει το αναγκαίο σήμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στις αγορές.

Η «αποθεματική γραμμή»

Κατά τις ίδιες πηγές το δεύτερο σημείο διαφωνιών στη συνάντηση των πιστωτών στον Καναδά ήταν οι εγγυήσεις για την έξοδο από το Μνημόνιο. Η παράλληλη πολιτική κρίση σε Ιταλία και Ισπανία, με τις επακόλουθες αναταράξεις στις αγορές ομολόγων της ευρωπεριφέρειας επέτειναν την ανησυχία για τις δυνατότητες ομαλής επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές. Κι εδώ, φέρεται να τέθηκε εκ νέου και με ένταση η σύσταση της ΕΚΤ για πιστοληπτική γραμμή στήριξης.

Με δεδομένο όμως ότι η προληπτική γραμμή αποκλείεται από την Ελλάδα και προϋποθέτει την – μη επιθυμητή από την Μέρκελ – έγκριση του γερμανικού κοινοβουλίου, μπήκε στο τραπέζι η εκδοχή της υβριδικής «αποθεματικής γραμμής». Στην πράξη, πρόκειται για την ενίσχυση του λεγόμενου «κουμπαρά ασφαλείας» (cash buffer) της ελληνικής κυβέρνησης με ένα μεγάλο ποσό από το αδιάθετο δάνειο του ESM, δηλαδή από τα υπόλοιπα του τρίτου Μνημονίου. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το ποσό που συζητείται είναι ανάμεσα στα 15 με 18 δις ευρώ, έτσι ώστε μαζί με τα 6 δις ευρώ που έχει ήδη συγκεντρώσει το ελληνικό δημόσιο να διαμορφωθεί ένας «κουμπαράς» περί τα 25 δις που μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας τουλάχιστον για μια διετία χωρίς να δανειστεί από τις αγορές.

Η «αποθεματική» αυτή γραμμή δεν θα περιλαμβάνει νέες δεσμεύσεις πέραν της, ούτως ή άλλως, ενισχυμένης εποπτείας και δεν θα χρειάζεται την έγκριση των κοινοβουλίων των κρατών της ευρωζώνης καθώς πρόκειται για ποσά που ήδη έχουν εγκριθεί για την Ελλάδα στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου. Το κρίσιμο και λεπτό σημείο εδώ, όμως, είναι πως η Γερμανία φέρεται να ζητά να μην διατεθούν τα εν λόγω αποθέματα απ’ ευθείας στην Ελλάδα αλλά να κρατηθούν από τον ESM και να αποδεσμευθούν μόνον εάν και εφόσον υπάρξει χρηματοδοτική ανάγκη.

Πρόκειται για μια απαίτηση που εμπερικλείει επίσης δύο κινδύνους: Ο ένας είναι και πάλι το ασθενές μήνυμα που εκπέμπεται προς τις αγορές σε σχέση με την οικονομική αυτοδυναμία της Ελλάδας στην μετα-μνημονιακή εποχή. Ο δεύτερος είναι πολιτικός, έχει κυρίως εσωτερική αντανάκλαση, και θολώνει το κυβερνητικό αφήγημα της «καθαρής εξόδου», καθώς η «αποθεματική γραμμή» μπορεί εύκολα να παρουσιαστεί από την αντιπολίτευση ως υποκατάστατο της πιστοληπτικής γραμμής…