To 2011 το ΔΝΤ προέβλεπε για την Ελλάδα ύφεση 2,6% και η χρονιά έκλεισε με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,1%. Το 2012 προέβλεπε ανάπτυξη 1,1% και η ελληνική οικονομία παρουσίασε ύφεση 6,6%. Το 2014 ήρθε η ομολογία περί «λανθασμένου πολλαπλασιαστή» και το 2016 το… μισό «mea culpa» για το μέγα λάθος της μη αναδιάρθρωσης του χρέους στην αρχή της κρίσης.

Ads

Το 2017 το ΔΝΤ προέβλεπε ότι το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 και δεν θα ξεπερνούσε – μετά βίας – το 2,2%. Στην ίδια κατεύθυνση κινούντο οι προβλέψεις του για όλη την πρώτη μεταμνημονιακή πενταετία, έως το 2023. Για το ίδιο διάστημα, δε, οι εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη ήταν πολύ πιο απαισιόδοξες από εκείνες της Κομισιόν – εξ ου και το Ταμείο απαίτησε και επέβαλε την μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου και, δη, με την μορφή προνομοθετημένων μέτρων για το 2019 και 2020.

Τώρα, στο τέλος του 2018 και με δύο αλλεπάλληλες εκθέσεις, το ΔΝΤ αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις του τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η πρόβλεψή του για την ανάπτυξη το 2019 ανεβαίνει στο 2,4% έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 1,8% και υπολείπεται μόλις κατά 0,1% της εκτίμησης της ελληνικής κυβέρνησης που έχει συμπεριληφθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Για τα δε πλεονάσματα προσδιορίζονται – χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς καμία αναφορά σε συντάξεις, μέτρα και αντίμετρα – στο 3,5% έως το 2022 και στο 3% για το 2023 έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 1,5%.

Το κακό νέο είναι πως κατόπιν όλων αυτών των – κατά συρροή – λανθασμένων, άκυρων και άστοχων προβλέψεων, το ΔΝΤ, έστω και αποδυναμωμένο, παραμένει το «manual» πλοήγησης των διεθνών αγορών και το πολιτικό «εργαλείο» επιβολής των πλέον αμφιλεγόμενων δημοσιονομικών και διαρθρωτικών οικονομικών μοντέλων. Παραμένει εν ολίγοις το φθαρμένο μεν, χρήσιμο δε τεχνοκρατικό άλλοθι για την λήψη κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων.

Ads

Το καλό νέο είναι ότι το εν λόγω «εργαλείο» και οι αναθεωρημένες προβλέψεις του ΔΝΤ για ανάπτυξη και πλεονάσματα, με την όση αξιοπιστία μπορούν πλέον να έχουν, είναι πιθανό στην προκειμένη περίπτωση, να φανούν χρήσιμες για την Ελλάδα σε δύο μέτωπα – σε εκείνα των συντάξεων και των τραπεζών.
Στο θέμα της μη περικοπής των συντάξεων, κυβερνητικές αλλά και κοινοτικές πηγές θεωρούν πως οι τελευταίες εκθέσεις του Ταμείου μπορούν να διαμορφώσουν τις αναγκαίες συνθήκες πολιτικής ευελιξίας στην Ευρώπη που θα κάμψουν και τις τελευταίες αντιστάσεις για την ακύρωση του μέτρου.

Η εκτίμηση στο Μαξίμου και στο υπουργείο Οικονομικών είναι πως το ΔΝΤ δεν θα άρει την θέση του ότι η μείωση των συντάξεων είναι αναγκαία ως διαρθρωτικό μέτρο. Με δεδομένο όμως πως το Ταμείο έχει απλώς επικουρικό – έως και μόνον τυπικό – ρόλο στην μεταμνημονιακή εποπτεία και ότι το Eurogroup έχει ήδη διαφοροποιηθεί από την θέση αυτή, ως πιο σημαντικό στοιχείο αποτιμάται η ανοδική αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη και τα πλεονάσματα – και, μάλιστα, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση η μείωση των συντάξεων. Και τούτο διότι δίνει στην Ανγκελα Μέρκελ, το δημοσιονομικό και τεχνοκρατικό επιχείρημα που χρειάζεται για να συναινέσει στην ακύρωση του μέτρου χωρίς να κατηγορηθεί από την σκληρή συντηρητική πτέρυγα της γερμανικής πολιτικής σκηνής ότι «χαρίζεται» στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, άλλωστε, η τελική μορφή των εκθέσεων και νέων προβλέψεων του ΔΝΤ ήρθαν κατόπιν μακράς και παρασκηνιακής διαβούλευσης με τις Βρυξέλλες, και με ζητούμενο να προκύψει ένα τελικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει όχι την ενθάρρυνση αλλά τουλάχιστον την «σιωπή» του Ταμείου στην επικείμενη απόφαση ακύρωσης των περικοπών. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, αυτή μπορεί και να είναι η τελευταία «διαπραγμάτευση» Ευρώπης και Ταμείου για την Ελλάδα καθώς ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην συνάντηση που θα έχει την Παρασκευή στο Μπαλί με την Κριστίν Λαγκάρντ θα της θέσει και το ζήτημα της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων του ΔΝΤ.

Για παρεμφερείς λόγους οι δύο τελευταίες εκθέσεις του Ταμείου θεωρούνται χρήσιμες και στην προσπάθεια άμβλυνσης των χρηματιστηριακών πιέσεων που δέχονται οι ελληνικές τράπεζες. Όπως επισημαίνουν οικονομικοί παράγοντες, οι νέες αναθεωρημένες προβλέψεις δίνουν «σήμα» τις αγορές για βελτίωση του δημοσιονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, άρα και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επιχειρείται η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια. Αυτό, κατά τις ίδιες εκτιμήσεις, θα συμβάλει στην μείωση της καχυποψίας και στην διαμόρφωση χαμηλότερου επενδυτικού ρίσκου, με απτό – κατά τις προσδοκίες τουλάχιστον – αντίκρυσμα και στο χρηματιστηριακό κλίμα.