Αστεγία για σημαντικό ποσοστό του προσφυγικού πληθυσμού και των αιτούντων άσυλο. Μόνες γυναίκες, ασυνόδευτα παιδιά και άλλα άκρως ευάλωτα άτομα ζουν σε εγκαταλειμμένα σπίτια ή δεν έχουν σταθερή στέγη. Επιζώσες έμφυλης βίας ζουν στον δρόμο. Εξώσεις προσφύγων από δομές του συστήματος υποδοχής, χωρίς σχέδιο για τη διασφάλιση της στέγασής τους. Αυξανόμενη απομόνωση των αιτούντων άσυλο σε κλειστές-ελεγχόμενες δομές, χωρίς εξασφαλισμένη πρόσβαση σε βασικά αγαθά.

Ads

Αυτά είναι ορισμένα από τα ευρήματα της έρευνας πάνω στην οποία στηρίζεται σχετική αναφορά με βασικό τίτλο «Χωρίς σπίτι, χωρίς ελπίδα» που δημοσιεύουν από κοινού το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ), το Κέντρο Διοτίμα και η International Rescue Committee (IRC) σχετικά με την κατάσταση στέγασης των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων στην Ελλάδα. Η έρευνα βασίστηκε σε ένα κοινό ερωτηματολόγιο, πάνω στο οποίο οι συμμετέχοντες απάντησαν σχετικά τα δημογραφικά τους στοιχεία, τη στέγαση, την απασχόληση και την υγεία.

«Ούτε σπίτι ζητάω, ούτε διαμέρισμα σε καλή περιοχή. Ένα δωμάτιο [χρειάζομαι], αλλά να είναι αξιοπρεπές. Εδώ στάζει [και] έχει κρύο τον χειμώνα», λέει αιτών άσυλο από τη Συρία, πατέρας δύο παιδιών, που ζει σε καταυλισμό της ενδοχώρας.

Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας

Στην αναφορά τονίζεται ότι το δικαίωμα στην στέγαση έχει αναγνωριστεί σε μία σειρά διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων υπερνομοθετικής ισχύος, τα οποία έχουν κυρωθεί και από την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών, η Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 και η Ευρωπαϊκή Οδηγία Υποδοχής. Η τελευταία δεσμεύει τα κράτη μέλη της ΕΕ να παρέχουν στέγη σε αιτούντες άσυλο που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για την κάλυψη των βασικών αναγκών τους, για όσο διάστημα παραμένουν στη διαδικασία ασύλου.

Ads

Οι συντάκτες της αναφοράς σημειώνουν ότι προκειμένου η στέγη να είναι «επαρκής», πρέπει να χαρακτηρίζεται από την άνευ διακρίσεων πρόσβαση των διαμενόντων σε απαραίτητες υποδομές και παροχές (π.χ. καθαρό νερό, θέρμανση, οικιακή ενέργεια), να παρέχει προστασία από καιρικά φαινόμενα και να μη θέτει σε κίνδυνο την υγεία των διαμενουσών/όντων. Θα πρέπει, τέλος και μεταξύ άλλων, να επιτρέπει την πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες (π.χ. υγείας) και στην εργασία, να είναι οικονομικά προσιτή και να παρέχει ασφάλεια διαμονής (security of tenure).

Υπογραμμίζεται επίσης ότι τα κράτη οφείλουν να μην προβαίνουν σε έκνομες αναγκαστικές εξώσεις. «Σε περιπτώσεις εξώσεων “και ιδίως όσων αφορούν μεγάλες ομάδες” θα πρέπει, σε διαβούλευση και με τα άτομα που πλήττονται, να έχουν εξετάσει κάθε δυνατή εναλλακτική προτού προβούν στην έξωση και, σε περιπτώσεις που η έξωση θα δημιουργούσε κίνδυνο αστεγίας ή/και παραβίασης άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, να λαμβάνουν μέτρα “στον μέγιστο βαθμό των διαθέσιμων πόρων του[ς]” για την διασφάλιση λύσεων, όπως η στέγαση σε κατάλληλες εναλλακτικές». Με δεδομένη αυτή την υποχρέωση της χώρας, οι συντάκτες της αναφοράς σημειώνουν ότι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προβεί στην μαζική έξωση 10.000 προσφύγων από δομές του συστήματος υποδοχής την 1η Ιουνίου 2020 θα πρέπει να εξεταστεί για το βαθμό συμμόρφωσης με τα ως άνω.

Σε κάθε περίπτωση, στην αναφορά διαβάζουμε ότι βάσει των στοιχείων Οκτωβρίου, 18.147 άτομα ζούσαν σε καταυλισμούς και 4.327 σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ). Εξ’ αυτών, 340 ήταν ασυνόδευτα παιδιά. Επιπλέον, 15.477 άτομα διέμεναν σε διαμερίσματα του προγράμματος ΕΣΤΙΑ και 1.791 ασυνόδευτα παιδιά σε ξενώνες και διαμερίσματα υποστηριζόμενης διαβίωσης.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα, συνολικά στοιχεία του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, τον Οκτώβριο του 2021 στην Ελλάδα παρέμεναν 41.951 αιτούντες άσυλο, βάσει των εκκρεμών αποφάσεων ασύλου. Ο αριθμός των δικαιούχων διεθνούς προστασίας εκτιμόταν στις 100.000, σύμφωνα με δηλώσεις του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου.

Τί συμβαίνει πραγματικά με την στέγαση των αιτούντων άσυλο

Με τις αφίξεις να έχουν μειωθεί δραστικά μέσα στην πανδημία, τις διαδικασίες ασύλου να έχουν επιταχυνθεί σημαντικά, «εις βάρος του δίκαιου χαρακτήρα τους», όπως σημειώνουν οι συντάκτες της αναφοράς και τις καταγγελίες περί βίαιων και παράνομων επαναπροωθήσεων να πληθαίνουν, ο αριθμός των διαμενόντων στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης των νησιών καθώς και στα κέντρα φιλοξενίας της ενδοχώρας έχει μειωθεί σημαντικά.

Απομονωμένο από τους παράγοντες που την έχουν επιφέρει, η μείωση αυτή είναι σαφώς θετική εξέλιξη ως προς τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων που ζουν στις δομές αυτές. Ωστόσο οι συντάκτες υπογραμμίζουν πως «οι δυσανάλογοι περιορισμοί που επιβλήθηκαν και συνεχίζουν να επιβάλλονται στις εν γένει προσφυγικές δομές επ’ αφορμή της πανδημίας επιδείνωσαν περαιτέρω την ψυχική υγεία των διαμενόντων/ουσών, μεγάλος αριθμός εκ των οποίων έχουν υποστεί βία, κακοποίηση και εκμετάλλευση στη χώρα καταγωγής, στη διαδρομή προς την Ευρώπη, αλλά και μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα. Η αντοχή, ιδίως όσων έχουν και επιπρόσθετες ευαλωτότητες, συνεχίζει να δοκιμάζεται στα ΚΥΤ, με την αυξανόμενη ευαλωτότητα να αποτελεί επίσης την πραγματικότητα όσων ανήκουν σε ομάδες που υφίστανται διακρίσεις, όπως είναι η κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ».

Η χώρας μας μάλιστα εφαρμόζει ήδη και ετοιμάζεται να επεκτείνει το νέο μοντέλο των Κλειστών-Ελεγχόμενων Δομών (ΚΕΔ) που ήδη λειτουργούν σε Σάμο, Λέρο και Κω. Παρόμοιες συνθήκες εγκλεισμού βιώνουν και οι διαμένοντες στους περιφραγμένους καταυλισμούς της ενδοχώρας. Οι συντάκτες της αναφοράς τονίζουν ότι το μοντέλο αυτό «είναι πιθανό να υπονομεύσει περαιτέρω την προστασία του συνόλου των διαμενόντων, εντείνοντας τη δυσκολία πρόσβασης σε εξειδικευμένες υπηρεσίες ή/και στην εκπαίδευση στις κοντινές κοινότητες. Παράλληλα, η απομόνωσή τους από την κοινωνία, η οποία εντείνεται και από την ανεπαρκή πρόσβαση σε δημόσιες συγκοινωνίες, δημιουργεί εμπόδια και στη διαδικασία ένταξης όσων θα μείνουν στην Ελλάδα».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι η «ένταξη, συμβαίνει σε κάθε χωριό, πόλη και περιοχή όπου μετανάστες ζουν, εργάζονται και πάνε στο σχολείο ή σε ένα αθλητικό κέντρο» και άρα σαφώς όχι εντός περίκλειστων καταυλισμών, εκτός του αστικού ιστού. «Είναι τρομερά ανησυχητικό πως ούτε δύο μήνες από τα εγκαίνια της πρώτης ΚΕΔ στη Σάμο, διαμένοντες εκφράζουν βαθιά αγωνία και για τις νέες συνθήκες εγκλεισμού τους», λένε οι οργανώσεις.

Σαφώς θετικότερες είναι οι μαρτυρίες των αιτούντων άσυλο που διαμένουν σε διαμερίσματα του προγράμματος ΕΣΤΙΑ. Συγκεκριμένα, από τους πέντε συμμετέχοντες με αυτό το προφίλ, μόλις ένα εξέφρασε δυσαρέσκεια όταν ρωτήθηκε για τη διαμονή του ιδίου και της οικογένειάς του, για λόγους, ωστόσο, που σχετίζονταν με την απόσταση από την Αθήνα και τη δυσκολία πρόσβασης στην αγορά εργασίας και όχι τις συνθήκες στέγασης καθαυτές. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις, επισημάνθηκε ως θετική η δυνατότητα συναναστροφής με Έλληνες πολίτες.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί πως η προσωρινότητα της διαμονής υπό το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ (όσο διαρκεί η διαδικασία ασύλου) δεν ισοδυναμεί με πρόσβαση στο δικαίωμα στην στέγη, γεγονός που φαίνεται να εντείνει την αγωνία των διαμενόντων για το μέλλον.

Άγνωστος παραμένει ο αριθμός των αιτούντων άσυλο και προσφύγων που ζουν σε συνθήκες πλήρους έλλειψης στέγης και σε εγκαταλελειμμένα κτίρια/καταλήψεις, όπως και όσων δεν διαθέτουν σταθερή στέγη, με αποτέλεσμα να μετακινούνται από χώρο σε χώρο.

Από την εμπειρία, ωστόσο, των οργανώσεων, διαφαίνεται μια αόρατη κρίση που επηρεάζει ακόμη και άκρως ευάλωτα άτομα, τα οποία στερούνται στέγης και προστασίας. Αν και η εξαγωγή επακριβών συμπερασμάτων δεν είναι εφικτή, καθώς το θέμα ξεπερνά τις δυνατότητες εποπτείας που έχουν οι οργανώσεις, στην αναφορά διαβάζουμε από τις αρχές του 2020 έως και τα μέσα Νοεμβρίου 2021, οι υπηρεσίες του ΕΣΠ έλαβαν αιτήματα υποστήριξης από 1.461 άτομα που καταγράφηκαν ως άστεγα ή/και διαμένοντα σε καταλήψεις, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, θύματα εμπορίας ανθρώπων, όπως και ασυνόδευτα παιδιά. Έως και τον Νοέμβριο του 2020, στην συντριπτική πλειοψηφία (94%) τα άτομα ήταν αιτούντες/ούσες άσυλο, των οποίων τα αιτήματα, συχνά, δεν είχαν καταγραφεί.

Παρεμφερής είναι η εμπειρία και του Κέντρου Διοτίμα, που το 2020 προέβη στην παραπομπή σχεδόν 24% (επί συνόλου 785) των υποστηριζόμενων επιζωσών/επιζώντων έμφυλης βίας σε
φορείς στέγασης, λόγω διαβίωσης στο δρόμο, αλλά και σε επισφαλείς συνθήκες, όπως τα ΚΥΤ και οι καταυλισμοί. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2021 ήταν 22%.

Λιγότεροι από το ¼ των προσφύγων έχουν επωφεληθεί από το Helios

Από τον Μάρτιο του 2020, τα άτομα που λαμβάνουν καθεστώς προστασίας στην Ελλάδα υποχρεούνται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να εγκαταλείψουν τους χώρους στους οποίους στεγάζονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου, ενώ παράλληλα διακόπτεται και το οικονομικό βοήθημα που λάμβαναν, εντός 30 ημερών από την επίδοση της θετικής απόφασης ασύλου τους.

Με την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, χιλιάδες αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, ακόμα και μητέρες με μικρά παιδιά, έγκυες ή μόνες γυναίκες, ηλικιωμένοι και χρόνιοι ασθενείς, βρέθηκαν χωρίς στέγη, ζώντας σε πλατείες για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα με άμεσο κίνδυνο για την ασφάλειά τους. Όπως, ενδεικτικά αναφέρει το Κέντρο Διοτίμα, «η αστεγία προκαλεί ή εντείνει τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα των επιζωσών», ενώ μία στις τρεις επιζώσες που υποστηρίχθηκαν από την οργάνωση στο διάστημα Ιουνίου-Νοεμβρίου 2019, είχε υποστεί τουλάχιστον 1 περιστατικό έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, που συνδεόταν άμεσα με την έλλειψη στέγης.

Επιπλέον οι συντάκτες σημειώνουν ότι πολλά από τα άτομα αυτά αλλά και οικογένειες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ή/και να παραμείνουν στους καταυλισμούς πέραν του νέου ορίου των 30 ημερών, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα ελάχιστα, όπως νερό, τροφή, στέγη και πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη.

«Το γεγονός ότι χιλιάδες δικαιούχοι προστασίας συνεχίζουν να παραμένουν και σήμερα σε προσφυγικούς καταυλισμούς, σε υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης, αποκαλύπτει την έλλειψη βιώσιμων εναλλακτικών στη διάθεσή τους. Αυτή η πραγματικότητα είναι απόρροια της αποτυχίας της Ελλάδος και της ΕΕ να εφαρμόσουν μια αποτελεσματική, χρηματοδοτούμενη πολιτική ένταξης, η οποία συνεχίζει να επαφίεται στο πρόγραμμα Helios, που ωστόσο αδυνατεί να καλύψει το πλήρες φάσμα των αναγκών», παρατηρούν οι τρεις οργανώσεις.

Ενδεικτικά, από τις αρχές του προγράμματος τον Σεπτέμβριο του 2019, έως και το Νοέμβριο του 2021, συνολικά εγγράφηκαν στο πρόγραμμα 33.688 δικαιούχοι διεθνούς προστασίας (δηλαδή αναγνωρισμένοι πρόσφυγες), εκ των οποίων λιγότεροι από το 50% (15.960 ή 6.316 νοικοκυριά) κατάφεραν να λάβουν το χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ οικονομικό βοήθημα για την κάλυψη (μέρους) του ενοικίου. Στον αντίποδα αυτών των στοιχείων, στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2019-Οκτωβρίου 2021, στην Ελλάδα έλαβαν καθεστώς διεθνούς προστασίας περισσότερα από 67.000 άτομα, αριθμός διπλάσιος των ατόμων που εγράφησαν συνολικά στο Helios και τετραπλάσιος από τον αριθμό που τελικά επωφελήθηκαν από αυτό.

Οι ιστορίες των ανθρώπων

Ενδεικτικές των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν όσον αφορά (και) την στέγαση αιτούντες άσυλο και αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, είναι οι μαρτυρίες ορισμένων που μίλησαν στις τρεις οργανώσεις.

«Θέλω να μάθω τη γλώσσα, να γνωρίσω την [ελληνική] κοινωνία. Από εδώ, όμως, δεν μπορώ», είπε αιτών άσυλο από τη Συρία, που ζει σε καταυλισμό της ενδοχώρας.

«Δεν πρόλαβα να κάνω αίτηση για στέγαση ούτε για οικονομικό βοήθημα. Μόλις πήρα την κάρτα ασύλου, μετά από λίγες μέρες έδωσα συνέντευξη [ασύλου]. Θέλω και προσπαθώ να βρω δουλειά, η οικογένεια μου στέλνει χρήματα, αλλά πρέπει μόνη μου να τα καταφέρω. Παίρνω μέρος σε εκπαιδευτικά προγράμματα και μαθαίνω ελληνικά. Αλλά είναι δύσκολο να βρω κάτι χωρίς να νιώσω ότι με εκμεταλλεύονται», δήλωσε αναγνωρισμένη προσφύγισσα από το Ιράν.

«Μου έχουν πει ότι είμαι εκτός προγράμματος [ΕΣΤΙΑ] και πως θα πρέπει να φύγω [από το διαμέρισμα] σιγά-σιγά. Θα πρέπει να αλλάξει [το σύστημα]. Όταν κάποιος παίρνει καθεστώς, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μείνει λίγο. Ξέρω πολύ κόσμο που πήρε καθεστώς και μετά έμεινε στο δρόμο», είπε μια γυναίκα που είναι μόνη μητέρα, αναγνωρισμένη προσφύγισσα από τη Συρία.

Πέρα από τις διαπιστώσεις

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα αφορά στους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες αλλά όπως λένε οι συντάκτες «διακατέχεται από την καταρχήν παραδοχή, πως το ζήτημα της στεγαστικής επισφάλειας ή/και πλήρους έλλειψης στέγης, που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες/ισσες και αιτούντες/ούσες άσυλο, αν και σε διαφορετική κλίμακα και υπό διαφορετικές εκφάνσεις, σαφώς πλήττει έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό συνανθρώπων και συμπολιτών μας».

Τέλος, η αναφορά παρέχει μια σειρά ενδεικτικών συστάσεων προς την ελληνική Πολιτεία και προς θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με γνώμονα την ανάγκη εφαρμογής βιώσιμων λύσεων. Οι συντάτες επισημαίνουν ότι σε αυτό το πλαίσιο, «σχετικά πρόσφατες πρωτοβουλίες για την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής και προσιτής κατοικίας και στην Ελλάδα, θα πρέπει να υποστηριχθούν, ως απαραίτητη προϋπόθεση για το σεβασμό του δικαιώματος όλων στη στέγη και με προτεραιότητα τις πλέον ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, μεταξύ των οποίων και οι πρόσφυγες/ισσες».

Η αναφορά «Χωρίς σπίτι, χωρίς ελπίδα: Μια αποτίμηση της στεγαστικής κατάστασης των αιτούντων – αιτουσών και δικαιούχων διεθνούς προστασίας υπό το πρίσμα του δικαιώματος στη στέγη», που δημοσιεύτηκε από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ), το Κέντρο Διοτίμα και την International Rescue Committee (IRC), διενεργήθηκε στο πλαίσιο του έργου “Do the human right thing – Υψώνουμε τη Φωνή μας για τα Δικαιώματα των Προσφύγων”, που υλοποιείται υπό το πρόγραμμα Active Citizens Fund.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την αναφορά εδώ.