Λίγες ώρες μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2021 στη Βουλή από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και με πρόσφατες τις ανακοινώσεις της Eurostat που δείχνουν πως η Ελλάδα εμφάνισε το μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης από το δεύτερο στο τρίτο τρίμηνο σε όλη την Ευρώπη, ο καθηγητής Οικονομικών και τέως πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Χαράλαμπος Γκότσης μιλά στο tvxs.gr για απόπειρα προσχεδιασμένης αντίδρασης τύπου V από την κυβέρνηση και αναλύει τα οικονομικά οφέλη που θα είχε μια προσεκτική αύξηση των δημοσίων δαπανών όχι μόνο στη δημόσια υγεία αλλά και την οικονομία της χώρας.

Ads

Πώς αξιολογείτε την πρόβλεψη της κυβέρνησης για ανάπτυξη 4,5% το 2021;

Τα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού για το 2021 είναι πράγματι η πρόβλεψη της κυβέρνησης για ύφεση 10,5% το 2020 με έλλειμμα 7,3%  καθώς και ανάπτυξη 4,5% το επόμενο έτος με έλλειμμα 3,9%. Στις εκτιμήσεις αυτές κατέληξε, αφού κατέθεσε ένα εξωπραγματικό σχέδιο πριν από μόλις 20 μέρες, όπου τα αντίστοιχα νούμερα ήταν: ύφεση το 2020 -8,5% και ανάπτυξη το 2021 7,5%, σε μια προσπάθεια να προσχεδιάσει μια αντίδραση τύπου V για την πορεία της οικονομίας, όπου οι όποιες απώλειες από την κρίση θα καλύπτονταν σε χρόνο dt, χωρίς να αφήσουν πίσω τους ανεπανόρθωτες βλάβες.

Οι εξωπραγματικές όμως υποθέσεις, οι οποίες σχολιάστηκαν αρνητικά ακόμη και από κυβερνητικούς θεσμικούς φορείς (βλ. Δημοσιονομικό Συμβούλιο και Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή) απέδειξαν δύο πράγματα. Πρώτον την τάση του οικονομικού επιτελείου να προσπαθεί να ωραιοποιήσει την πορεία της οικονομίας, παρουσιάζοντας συνεχώς υπεραισιόδοξες προβλέψεις και δεύτερον την πραγματική δυσκολία που πράγματι υπάρχει να διατυπώσει κανείς ασφαλείς προβλέψεις, κυρίως όσο διάστημα διαρκεί η πανδημία.

Ads

Και για μεν τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις, δόθηκε μια εξήγηση από τον αρμόδιο αναπληρωτή υπουργό, ότι έγιναν σκόπιμα για την ωραιοποίηση της εικόνας μας στο εξωτερικό, δηλαδή οίκοι αξιολόγησης και αγορές, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία μας.

Σε ότι αφορά τις αβεβαιότητες είναι σαφές, ότι όσο κρατάει η πανδημία και δεν έχει ολοκληρωθεί ο εμβολιασμός ενός κρίσιμου μεγέθους του πληθυσμού, είναι αδύνατη η επιστροφή σε μια κανονική οικονομική δραστηριότητα, στην οποία να μην κυριαρχεί ο φόβος και η ανασφάλεια. Συνεπώς και η εκτέλεση του προϋπολογισμού θα εξαρτηθεί κυρίως σε ότι αφορά το σκέλος των εσόδων από τις δυνατότητες νοικοκυριών και επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν στις συσσωρευμένες από το 2020 υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος. 

Αντί λοιπόν για αντίδραση τύπου V βιώνουμε μια παρατεταμένη ύφεση τύπου U, η οποία θα επεκταθεί πολύ πιθανά μέχρι και το τέλος του Α΄ εξαμήνου του 2021. Με δεδομένο δε το Lockdown για τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και πολύ πιθανόν και Ιανουάριο, η οικονομική δραστηριότητα θα πληγεί ακόμη περισσότερο, από ότι προβλέπεται στον προϋπολογισμό, ώστε το 2020 να ξεπεράσουμε το -11% σε ύφεση, η οποία θα επηρεάσει αρνητικά, μαζί με άλλους παράγοντες και το μέγεθος της αναμενόμενης ανάκαμψης για το 2021.

Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αύξηση επενδύσεων σε ποσοστό 23,2%, όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός;

Το 2020 υπήρξε μεγάλη υστέρηση της κατανάλωσης λόγω μειωμένων εισοδημάτων στα νοικοκυριά, όπως και μια μεγάλη καθίζηση στις επενδύσεις, που υπολογίζεται γύρω στο 14,3%.

Συνεπώς, αν η κατάσταση με την πανδημία ομαλοποιηθεί σχετικά γρήγορα, είναι πιθανή μια θετική αντίδραση που να πλησιάσει αυτό το νούμερο. Αυτό θα εξαρτηθεί εξάλλου και από την ταχύτητα αντίδρασης και χρησιμοποίησης ιδίων εθνικών πόρων για τη χρηματοδότησή τους, εν αναμονή πάντα των ευρωπαϊκών κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία θα επηρεάσουν τα μεγέθη από το Γ’ τρίμηνο και μετά.

Έχετε αρθρογραφήσει υπέρ μιας ήπιας επέκτασης δαπανών προκειμένου να στηριχτούν περισσότερο επιχειρήσεις και εργαζόμενοι. Πώς ερμηνεύετε την επιλογή της κυβέρνησης να κάνει δαπάνες που, όπως φαίνεται από τα νούμερα, δεν ανακόπτουν την ύφεση;

Ήδη από το Μάρτιο είχα αρθρογραφήσει (Real News, 21/3/2020) υπέρ μιας τέτοιας επέκτασης. Στο άρθρο που είχε τίτλο «Η ώρα του Κέυνς», έγραφα: «Το σενάριο είναι πλέον γνωστό.

Κάθε φορά που παρουσιάζεται μια σημαντική οικονομική κρίση, ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκάλεσαν, προσφεύγουμε στην εργαλειοθήκη που μας κληρονόμησε ο μεγάλος Άγγλος οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέυνς από το 1936, με τη «Γενική Θεωρία» του, για να μας σώσει. Στο μεσοδιάστημα κυριαρχεί η άποψη των νεοκλασικών περί αυτορρύθμισης της αγοράς και η πολεμική κατά της ανάμειξης του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τις στρεβλώσεις που δημιουργούνται και τις αδικίες που διογκώνονται. Συνεπώς, και στην οικονομική κρίση που προκάλεσε ο κορωνοιός, ισχύει το «οικονομικά της ζήτησης VS οικονομικά της προσφοράς σημειώσατε 1».

Τώρα, για να είναι αποτελεσματική η οικονομική πολιτική, θα πρέπει να εφαρμόζεται εγκαίρως, δηλαδή τη σωστή χρονική στιγμή (timing) και στη σωστή δοσολογία. Στην περίπτωσή μας, όπου το βασικό χαρακτηριστικό του φαινομένου ήταν από την αρχή η μειωμένη ζήτηση λόγω της πτώσης των εισοδημάτων και της ανασφάλειας των πολιτών για την πορεία της πανδημίας και της οικονομίας, όπως και η αποχή από επενδυτικές δαπάνες των ιδιωτών λόγω αρνητικών προσδοκιών, η παρέμβαση του κράτους με μια γενναία αύξηση των δαπανών για να καλύψει το κενό, ήταν η επιβεβλημένη επιλογή. Επεκτατική δημοσιονομική πολιτική συνεπώς για την ανάσχεση και την σταθεροποίηση της ύφεσης καθώς και τόνωση της ζήτησης με παρεμβάσεις στήριξης των κοινωνικά αδύναμων και της εργασίας, όπως και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η αντιπολίτευση προσάπτει στην κυβέρνηση ότι εν μέσω πανδημίας κάνει δαπάνες για την Υγεία πολύ μικρότερες των απαιτουμένων. Συμφωνείτε με αυτή την παρατήρηση;

Πρώτα όμως και κύρια, άμεσα και χωρίς καθυστέρηση, η στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας, καθώς και όλων των ενεργειών που μειώνουν τον κίνδυνο από ή για τη μη εξάπλωση της πανδημίας, θα έπρεπε να είναι άμεση προτεραιότητα. Αυξημένες κρατικές δαπάνες προς αυτή την κατεύθυνση θα είχαν, χωρίς αμφιβολία, διπλό αποτέλεσμα.

Πρώτον, θα περιόριζαν την εξάπλωση του ιού και στη συνέχεια τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, π.χ. με τη διενέργεια μαζικών τεστ, με την αγορά και διάθεση μασκών σε ευπαθείς ομάδες, σχολεία, Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οίκους ευγηρίας και άλλες δομές, την πύκνωση των δρομολογίων των ΜΜΜ με αγορά ή ενοικίαση λεωφορείων, την αραίωση των μαθητών, το διπλασιασμό των κλινών ΜΕΘ και την πρόσληψη του αναγκαίου προσωπικού, ώστε να αυξηθούν οι αντοχές του ΕΣΥ και να διευρύνουμε τις επιλογές μας σε ό, τι αφορά τα περιοριστικά μέτρα των πολιτών και στην οικονομία.

Δεύτερον, λόγω και του μεγάλου δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή που συνοδεύονται οι δημόσιες δαπάνες θα είχαν σημαντική συμβολή στη μείωση της ύφεσης, κυρίως το Γ΄ Τρίμηνο του έτους, όπου όλες οι οικονομίες που άσκησαν επεκτατική πολιτική κατέγραψαν σημαντικές επιδόσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εξαρτώνται από τον τουρισμό. Σε μάκρο επίπεδο αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να καταγράψουμε μικρότερο ποσοστό ύφεσης, να αποφύγουμε μέρος των επερχόμενων χρεοκοπιών και απωλειών θέσεων εργασίας καθώς και να βρεθούμε με υψηλότερο ΑΕΠ στο σημείο εκκίνησης για το 2021.

Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ευεργετική, τόσο για την ταχύτερη ανάκτηση των απωλειών σε Εθνικό Εισόδημα λόγω της πανδημίας, αφού τα ποσοστό ανάκαμψης θα υπολογιζόταν πάνω σε μεγαλύτερη βάση, όσο και για τον περιορισμό του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Πώς θα απαντούσατε σε όσους ενδεχομένως υποστηρίζουν την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης με το επιχείρημα του φόβου για εκτροχιασμό των δημοσίων δαπανών;

Χωρίς αμφιβολία, όταν κανείς διαχειρίζεται τα χρήματα των φορολογούμενων πολιτών, θα πρέπει να επιχειρεί με τη μεγαλύτερη δυνατή σύνεση και φειδώ. Αυτό ισχύει πάντα, ακόμη και σε περιόδους κρίσης, όπου οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται άμεσα και χωρίς τις συνήθεις διαδικασίες όπου ελλοχεύει ενίοτε και ο κίνδυνος να ενισχυθούν επιχειρήσεις χωρίς αποτέλεσμα.

Όμως, σε ότι αφορά τις κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αρκετές από τις οποίες  ανέφερα, νομίζω ότι υπάρχει κοινή αποδοχή για την αναγκαιότητα και σκοπιμότητά τους. Εκεί που εγείρονται, κυρίως από την κυβέρνηση επιχειρήματα, είναι ως προς το μέγεθος και τα δημοσιονομικά περιθώρια της ελληνικής οικονομίας να σηκώσει μια γενναία παρέμβαση. Μ’ άλλα λόγια αν διαθέτουμε τα αναγκαία κεφάλαια, αφού τα «λεφτόδεντρα» δεν έχουν δοκιμαστεί στη χώρα μας να δούμε αν ευδοκιμούν.

Ευτυχώς η χώρα μας, για πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία του τόπου, διαθέτει δύο πολύ σημαντικές χρηματοδοτικές πηγές για να αντιμετωπίσει μια κρίση. Η πρώτη είναι τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των 37 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 20 δις είναι ελεύθερα προς χρήση, καθώς και σχεδόν μηδενικά επιτόκια δανεισμού, λόγω κυρίως του Προγράμματος PEPP της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η χρήση των διαθεσίμων δεν αυξάνει το χρέος, αντίθετα με τα αναπτυξιακά τους χαρακτηριστικά, μειώνεται ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ και ακόμη αποπληρώνονται ευκολότερα και οι ετήσιοι τόκοι για την εξυπηρέτησή του.

Ταυτόχρονα όταν αυξάνεται το ΑΕΠ αυξάνονται και τα δημόσια έσοδα, όπου λόγω της προοδευτικής φορολογίας καλύπτουν τις δαπάνες του σήμερα, χωρίς πρόσθετους φόρους. Δεν θα πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ αυξημένων δημοσίων εσόδων που προέρχονται από την αύξηση του ΑΕΠ, με την επιβολή νέων φόρων στα ίδια εισοδήματα. Το αντίθετο μπορεί να υποστηριχθεί, είτε από άγνοια ή ακόμη χειρότερα από ιδεοληψία, απέναντι σε δοκιμασμένες πολιτικές, οι οποίες όμως προέρχονται από μια άλλη σχολή τις προτάσεις της οποίας αδυνατούν μερικοί να αποδεχτούν ως μοναδική για την περίπτωση λύση.