Σκηνικό πολέμου στήνει, για μια ακόμη φορά, η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, σε μια εποχή που η κλιμάκωση και η διαρκής ένταση τείνει να γίνει ο κανόνας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στόχος της Άγκυρας είναι, σε μια περίοδο ρευστότητας του διεθνούς συστήματος, αφενός να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της θέση στην περιοχή μας και αφετέρου να συμμετάσχει, υπό την απειλή βίας και καταστρατηγώντας το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο των θαλασσών, στη διανομή των τεράστιων ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου.  

Ads

«Παιχνίδια πολέμου» μεταξύ 29ου και 30ου μεσημβρινού

Τα «παιχνίδια πολέμου», που εξελίσσονται αυτές τις μέρες μεταξύ 29ου και 30ου μεσημβρινού, με την είσοδο του Oruc Reis σε τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας νοτίως του Καστελόριζου και ανατολικά της γραμμής Κρήτη – Κάρπαθος-Ρόδος, συνοδεία τουρκικών πολεμικών σκαφών, είναι απλά η «κορυφή του παγόβουνου» των τουρκικών διεκδικήσεων στη ζώνη Δυτική Θράκη – Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειος – Κύπρος. Μια ζώνη, που θεωρείται από την Άγκυρα ως ο «αδύνατος κρίκος» της περιφέρειάς της, όπου πιστεύει ότι μπορεί να προβάλει την ισχύ της και τις διεκδικήσεις της χωρίς το ρίσκο υψηλού κόστους. Ή έτσι τουλάχιστον θέλει να πιστεύει, καθώς αντιμετωπίζει μόνο κατευνασμό, ακόμη και υποχωρητικότητα, εκ μέρους της Ελλάδας, και ειδικά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία ασκεί μια φοβική και συντηρητική εξωτερική πολιτική του στυλ «τρέχω πίσω από τις εξελίξεις» και των πυροσβεστικών αντανακλαστικών, έχοντας πάρει διαζύγιο από την έννοια της πολυμερούς και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής και της Αποτροπής γενικότερα. Το γεγονός ότι κυριολεκτικά «πιάστηκε στον ύπνο» με τη σύναψη, το Νοέμβριο του 2019, του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο υφαρπάζει τεράστια τμήματα της ελληνικής ΑΟΖ, τα λέει όλα, καθώς είναι προτιμότερο να προλαμβάνεις παρά να θεραπεύεις.

Το ότι δεν έχουμε σήμερα τουρκικά F-16 να αλωνίζουν τον εναέριο χώρο της Βόρειας Μακεδονίας και να μας κάνουν και παραβιάσεις κι από βορρά, από την «πίσω αυλή μας», αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στην πατριδοκάπηλη προεκλογική ρητορική του Μητσοτάκη, προς αλίευση ακροδεξιών ψήφων. Τώρα ο Μητσοτάκης επιζητεί και -καλώς- έχει ένα «αρραγές εθνικό μέτωπο» απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, διότι απλά τα περισσότερα από τα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης δεν συμπεριφέρονται με τόση ευτέλεια, ανευθυνότητα, μικροπολιτική σκοπιμότητα και εθνολαϊκισμό, όπως έκανε προεκλογικά το δικό του, προκειμένου να υφαρπάξει ψήφους και να παλινορθωθεί έτσι στην εξουσία. 

Ads

image

Τουρκία: Η επιχειρούμενη ισλαμο-εθνικιστική σύνθεση 100 χρόνια από τη Συνθήκη των Σεβρών 

Αυτές οι μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, στη ζώνη της επαφής της με την Ελλάδα και την Κύπρο, αποτελούν τμήμα ενός μεγαλύτερου σχεδίου «στρατηγικής βάθους» και γεωπολιτικής προβολής του νεο-οθωμανικού ιδεολογήματος με το οποίο βαυκαλίζονται οι ιθύνοντες στην Άγκυρα, και φυσικά κι ο ίδιος ο «σουλτάνος» Ερντογάν. Η συγκεκριμένη καθεστωτική πολιτική ελίτ της Άγκυρας, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νεο-οθωμανική ή έστω υπέρ μιας τουρκικής ισλαμο-εθνικιστικής σύνθεσης, θεωρεί ότι, εκατό χρόνια από την υπογραφή της, ταπεινωτικής για την Τουρκία, Συνθήκης των Σεβρών (1920), ήρθε πλέον η ώρα για να αναθεωρηθούν οι υπάρχουσες διεθνείς συνθήκες, με πρώτη και καλύτερη εκείνη της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), καθώς η ισχύς της Τουρκίας και το ειδικό της βάρος στη διεθνή σκηνή είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ήταν πριν από εκατό χρόνια. 

Παίζοντας το εθνικιστικό χαρτί: μια διέξοδος για τον Ερντογάν

Βέβαια υπάρχει και το μεσοπρόθεσμο διακύβευμα των εκλογών του 2023 που ο Ερντογάν θέλει να τις ξανακερδίσει, παίζοντας αυτή τη φορά το «σίγουρο» χαρτί των εθνικιστών. Άλλωστε η τουρκική οικονομία δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά από το 2018. Η τουρκική λίρα κατρακυλάει στην ισοτιμία του 9 προς ένα Ευρώ, η πανδημία έβαλε ταφόπλακα στα τουριστικά έσοδα, τα επενδυτικά σχέδια και τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα πάγωσαν, ενώ η λαϊκή δυσαρέσκεια να αυξάνει στο εσωτερικό της χώρας. 

Εφόσον το αφήγημα της «ισχυρής Τουρκίας» δεν πουλάει πλέον στο εσωτερικό, αυτό που απομένει στον Ερντογάν, που κάθε άλλο παρά απομονωμένος αισθάνεται διεθνώς, είναι η επίδειξη δύναμης, επιτυχιών και νικών στο εγγύς εξωτερικό, στα διάφορα μέτωπα σε όλη την περιφέρεια της Τουρκίας, που θα τονώσουν το ηθικό των δυσαρεστημένων Τούρκων, πρωτίστως των ψηφοφόρων του. Η διέξοδος σε μία πιο επιθετική εξωτερική πολιτική εμφανίζεται ως «σανίδα σωτηρίας» για τον Ερντογάν. Έτσι, μετά τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ο Ερντογάν επιλέγει τη διαρκή «στρατηγική της έντασης» και του δόγματος του «ισλαμο-εθνικιστικού σοκ» ως μονόδρομο για τις εκλογές του 2023.

Ενεργειακοί πόροι και τουρκική γεωοικονομία

Φυσικά το διακύβευμα των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου έχει βαρύνουσα σημασία στους σχεδιασμούς του καθεστώτος Ερντογάν, που παρασιτεί στην τουρκική οικονομία. Τα μελλοντικά έσοδα από την εκμετάλλευσή τους θα προσφέρουν «καύσιμα» στην, δυναμικά ανερχόμενη αλλά δομικά προβληματική, τουρκική οικονομία, που κατέχει την 17η θέση παγκοσμίως σε όρους ΑΕΠ. Θα της προσδώσουν ενεργειακή αυτάρκεια, ενώ θα αυξήσουν τη γεωπολιτική και γεωοικονομική σημασία της Τουρκίας ως ενεργειακού κόμβου της Ευρασίας, ενισχύοντας την εικόνα της περιφερειακής δύναμης ως «έθνους 100 εκατομμυρίων ως το 2050».  

Γι’ αυτό και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος της γείτονος, όπως η εφημερίδα Yeni Safak, κυκλοφόρησε με τον φιλοπόλεμο τίτλο: «Προκάλεσε πανικό η εξάμηνη πορεία του Ορούτς Ρέις.83 εκατομμύρια (σ.σ. εννοεί Τούρκοι) είναι μαζί σου». Για την ίδια εφημερίδα, που εκφράζει τη “γραμμή Ερντογάν”, ο οποίος θέλει να συνεχίζει να κατοχυρώνει τετελεσμένα σα να επρόκειτο να ανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Δεν υποχωρούμε στην Ανατολική Μεσόγειο. Το Ορούτς Ρέις ξεκίνησε πορεία 6 μηνών. Το Ορούτς Ρέις θα πάει νότια του Καστελόριζου, της Ρόδου, νότια της Κρήτης και ο τελικός του στόχος θα είναι τα σύνορα του μνημονίου Τουρκίας Λιβύης».

Το σχέδιο «Γαλάζια Πατρίδα» εφαρμόζεται πλέον στο Πεδίο; 

Μετά την υπογραφή του συμφώνου μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου (6.8.2020), που περιορίζει την επήρεια της Κρήτης και των άλλων νησιών του νοτιοανατολικού Αιγαίου –ένα προηγούμενο που θα το πληρώσει η Ελλάδα, ειδικά στο ζήτημα του Καστελόριζου-, η Τουρκία από την μία εκνευρίστηκε. κι από την άλλη αναθάρρησε. Επέρριψε την ευθύνη στην Αθήνα για το γεγονός πως ο ελληνο-τουρκικός διάλογος διακόπηκε προτού καν ξεκινήσει. Και φυσικά την κατηγόρησε πως μπλοκάρει την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο με μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις που «δεν είναι συμβατές με το διεθνές δίκαιο και είναι αντίθετες με την αρχή της ισότητας» (Γκαγκετέι Έρτσιγες, ανώτερος αξιωματούχος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών).

Κοντολογίς εκπέμπεται ανοικτά η απειλή πως το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» θα εφαρμοστεί στο πεδίο, επιθετικά, με την «πολιτική των κανονιοφόρων» του 19ου αιώνα, με στόχο τη συμμετοχή στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία αναδεικνύεται σε «Περσικό Κόλπο» της Ευρώπης του 21ου αιώνα. Εξού και η επιμονή της Άγκυρας να φωνάζει διαρκώς πως «δεν θα αφήσει να τη φυλακίσουν στον κόλπο της Αττάλειας” και πως “κανένα σχέδιο στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας». 

Αυτό που θέλει η Τουρκία

Η Τουρκία είναι ένας δύσκολος και δύστροπος γείτονας της Ελλάδας, ειδικά όσο απομακρύνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Δύση γενικότερα. Αυτό που επιθυμεί η Άγκυρα, η οποία είναι πλέον μια αναθεωρητική δύναμη, είναι να σύρει την Αθήνα σε διμερείς διαπραγματεύσεις -υπό την επίβλεψη ενδεχομένως του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον-, από θέση ισχύος και με την απειλή πολέμου, αναγκάζοντας την να δεχθεί τη δική της ατζέντα και να διαπραγματευτεί τις μαξιμαλιστικές της θέσεις, ώστε να υποχωρήσει από τα κυριαρχικά της δικαιώματα και να δεχθεί λύσεις «καζάν-καζάν» σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Ή αλλιώς το «τίποτε λιγότερο από τα μισά». 

Και η Ελλάδα;

Τι ακριβώς όμως θέλει η Ελλάδα; Απλά την αποκλιμάκωση, με αποχώρηση της Τουρκίας και την έναρξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου; Αν αυτό δε γίνει όμως με βάση το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας και με την επίβλεψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι ενεργειακοί πόροι της Ανατολικής Μεσογείου, ειδικά της Κύπρου και της Ελλάδας, θα συμβάλουν στον ενεργειακό πλουραλισμό και στην σταθερότητα ανεφοδιασμού της Ευρώπης, τότε απλά θα πρόκειται για επιβράβευση της αναθεωρητικής και επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Κι εφόσον η οριοθέτηση και εκμετάλλευση των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ) θεωρείται ως ο νέος ζωτικός χώρος γεωοικονομικής επέκτασης του 21ου αιώνα, κάτι τέτοιο θα ενίσχυε και θα άνοιγε ακόμη περισσότερο την όρεξη του Ερντογάν, που ονειρεύεται ανασύσταση μιας εκδοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναν αιώνα μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης και της ίδρυσης της σύγχρονης Τουρκίας. 

Κυβέρνηση, θύμα μικροπολιτικής και με έλλειψη μακροπρόθεσμων σχεδίων 

Η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να κινείται στους άξονες Αποτροπή – Ε.Ε. – Διεθνείς Συμμαχίες – Ενεργητική Εξωτερική Πολιτική και μακροπρόθεσμο σχέδιο, χωρίς εθνικισμό αλλά με ρεαλισμό, και με ειλικρινή διάθεση για συνεργασία και καλή γειτονία. Άλλωστε ο Ερντογάν κάποια στιγμή θα φύγει από τη θέση του, ενώ η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι ο ανατολικός μας γείτονας, με την οποία πρέπει, το λιγότερο, να συνυπάρξουμε. 

Δυστυχώς όμως η σημερινή κυβέρνηση του «βλέποντας και κάνοντας» και της οραματικής κενότητας, όχι μόνο πάσχει από έλλειψη μακροπρόθεσμων σχεδίων αποτροπής αλλά, όντας όμηρος της ακροδεξιάς και εθνολαϊκιστικής πτέρυγάς της, δεν διαθέτει ούτε καν βασικό «οδικό χάρτη» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις οποίες και συνεχίζει να προσεγγίζει με βάση την εσωτερική κατανάλωση και τα μικροπολιτικά της συμφέροντα. Δεν παίρνει πρωτοβουλίες, δεν δημιουργεί ατζέντα και εξελίξεις, παρά μόνον τις παρακολουθεί, λειτουργώντας αντανακλαστικά.

Η μικροπολιτική ανευθυνότητα με την οποία αντιμετώπισε προεκλογικώς η ΝΔ τη Συμφωνία των Πρεσπών, που εξασφάλισε τα βαλκανικά σύνορα της Ελλάδας αποτρέποντας την περαιτέρω γεωπολιτική διείσδυση της Τουρκίας στο «μαλακό υπογάστριό» μας, θα τη στοιχειώνει και θα την καταδιώκει, εδικά σε μια πιθανή «Συμφωνία του Καστελόριζου» που φαίνεται πως επιδιώκει να συνάψει, δήθεν «εξαναγκαζόμενη», με την Τουρκία, προκρίνοντας τον κατευνασμό έναντι της αποτροπής.