Μια σημαντική πρόκληση, με αβεβαιότητες τόσο για την πολιτεία όσο και για την επιστημονική κοινότητα, χαρακτήρισε την επαναλειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για το θέμα του κορονοϊού, Σωτήρης Τσιόδρας.

Ads

Όπως σημείωσε υπάρχουν πλέον αρκετά επιστημονικά δεδομένα, τα οποία συνηγορούν στην απόφαση αυτή, στο πλαίσιο πάντα της παράλληλης τήρησης των μέτρων υγιεινής και της αυξημένης επαγρύπνησης. Σύμφωνα με αυτά τα τελευταία δεδομένα και την τελευταία εκτίμηση κινδύνου του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC):

  • Οι λοιμώξεις παρατηρούνται με πολύ μικρότερη συχνότητα στα παιδιά.
  • Τα παιδιά εμφανίζουν στη συντριπτική πλειονότητά τους ηπιότερα συμπτώματα
  • Το ποσοστό παιδιών με σοβαρή νόσο ήταν το λιγότερο από το 1%
  • Τα παιδιά μολύνονται κυρίως εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, ενώ ο δευτερογενής δείκτης προσβολής είναι πολύ χαμηλότερος για τα παιδιά απ’ ότι για τους ενήλικες.
  • Μετάδοση από παιδί σε ενήλικα φαίνεται να είναι ασυνήθιστη.

Όπως διευκρίνισε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, το ενδεχόμενο να κολλήσει ένα μολυσμένο παιδί κάποιον δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει τις έως τώρα γενικές παρατηρήσεις. Μάλιστα, τόνισε ότι οι μεμονωμένες δημοσιευμένες αναφορές περιπτώσεων που αναφέρθηκε το παιδί ως πηγή μετάδοσης έχουν κακώς τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, μη επαρκή.

Έτσι, σύμφωνα με τον κ. Τσιόδρα, «σε αυτήν τη φάση, είναι για πολλούς λόγους πολύ σημαντική η επιστροφή των παιδιών στην κανονικότητα, στη λειτουργία της κοινωνίας, σε συνδυασμό με την τήρηση των άλλων μέτρων, όπως η υγιεινή των χεριών, η κάλυψη του βήχα, η διατήρηση μιας απόστασης».

Ads

Μάλιστα, όπως επισήμανε «η Επιτροπή μας είχε δώσει το ‘‘πράσινο’’ φως για επάνοδο στην κανονικότητα πριν τις προγραμματισμένες ημερομηνίες επιστροφής». Δήλωση που προξενεί εντύπωση δεδομένων των ενστάσεων και επιφυλάξεων που εξέφρασαν δημόσια ορισμένα μέλη της Επιτροπής.

Πάντως ο κ. Τσιόδρας αντιμετώπισε εμφανώς ενοχλημένος την κριτική που ασκείται, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «η κριτική που γίνεται στηρίζεται στην αβεβαιότητα και όχι στα επιστημονικά δεδομένα. Καταλαβαίνω την αγωνία, αλλά πρέπει να προχωρήσουμε σε μια επάνοδο».

Ιδιαίτερης σημασίας ήταν και η αναφορά του Σ. Τσιόδρα στη θερμομέτρηση των μαθητών. «Δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη. Είναι ένα μη ασφαλές μέτρο. Η θερμομέτρηση δεν προσφέρει κάτι παραπάνω» απάντησε σε ερώτηση για το αν προβλέπεται ως μέτρο η θερμομέτρηση των μαθητών, προκαλώντας εμμέσως νέα ερωτηματικά, δεδομένου ότι η θερμομέτρηση χρησιμοποιείται ως εργαλείο εντοπισμού και διαχείρισης κρουσμάτων σε επιχειρήσεις και από σήμερα στα δικαστήρια.

«Επαφίεται στην  οικογένεια του παιδιού να παρατηρεί τα συμπτώματα του παιδιού» τόνισε ο καθηγητής, καθώς όπως είπε τα μέτρα για την ανίχνευση κρουσμάτων στο σχολείο ακόμη δεν έχουν εξειδικευτεί, αλλά σίγουρα δεν θα είναι τα ίδια με αυτά της πρώτης φάσης, δεν θα οδηγούμαστε δηλαδή στο κλείσιμο του σχολείου.