Τους λόγους για τους οποίους καθυστέρησε τόσο πολύ η δικαιοσύνη να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Αυγή, τη δράση της οργάνωσης μετά τις εκλογές του 2012 και το πεζοδρόμιο, καθώς και την υπερασπιστική γραμμή μετά την άσκηση των διώξεων, εξετάζει το νέο βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, «Η Χρυσή Αυγή μπροστά στη Δικαιοσύνη». Ο συγγραφέας εκτιμά ότι στην επικείμενη δίκη των στελεχών της νεοναζιστικής οργάνωσης, θα μιμηθούν τους Ναζί στη δίκη της Νυρεμβέργης. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τη Δευτέρα σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, σε έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, έναν χρόνο μετά από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. 
 

Ads

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο συγγραφέας και δημοσιογράφος, Δημήτρης Ψαρράς, οι εκπρόσωποι της ναζιστικής οργάνωσης μιλούν για «σκευωρία», για «πολιτική δίωξη» και αρνούνται κάθε σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό. Μόνο που τα στοιχεία εις βάρος της οργάνωσης είναι συντριπτικά και κανείς δεν μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι «δεν γνώριζε».
 
Το 68σέλιδο βιβλίο είναι δομημένο σε τέσσερα κεφάλαια:

1.     Κόμμα ή εγκληματική οργάνωση;
2.     Μια ναζιστική οργάνωση στη Βουλή
3.     Η υπερασπιστική γραμμή
4.     Μια Νυρεμβέργη αλά ελληνικά;

 
Το κουβάρι των εξελίξεων, γράφει ο Δημήτρης Ψαρράς στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, άρχισε να ξετυλίγεται τις πρωινές ώρες της 28ης Σεπτεμβρίου 2013, όταν με μια συντονισμένη επιχείρηση της ΕΛΑΣ, συνελήφθησαν ο Αρχηγός και άλλα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής, με κύρια κατηγορία τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Είχε ήδη συλληφθεί τις προηγούμενες μέρες ο φερόμενος ως αυτουργός της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι, καθώς και αρκετοί που κατηγορούνταν ως  συνεργοί του. Ενώπιον των ανακριτριών οδηγήθηκαν δεκάδες στελέχη της οργάνωσης, με αρκετά από αυτά να κρίνονται προφυλακιστέα ενώ σε κάποια άλλα επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι.

Η ανάκριση, η οποία ανατέθηκε σε δύο εφέτες, την Ιωάννα Κλάπα και τη Μαρία Δημητροπούλου, διήρκεσε εννέα μήνες. Το τεράστιο υλικό που συγκεντρώθηκε παραδόθηκε στον αρμόδιο εισαγγελέα Ισίδωρο Ντογιάκο για να υποβάλει την πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, και εκείνο να συντάξει το τελικό πόρισμα και το κατηγορητήριο εναντίον όσων κριθεί ότι πρέπει να παραπεμφθούν στο ακροατήριο.

Ads

Σε όλο αυτό το διάστημα η ναζιστική οργάνωση επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά της δικαιοσύνης, στοχοποιώντας την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, αλλά κυρίως τις δύο εφέτες-ανακρίτριες και τους εισαγγελείς που πήραν μέρος στην κύρια ανάκριση.

  • «Κόμμα ή ναζιστική οργάνωση»

Στο κεφάλαιο «Κόμμα ή ναζιστική οργάνωση», ο συγγραφέας αναφέρεται στους ισχυρισμούς της ηγεσίας της ναζιστική οργάνωσης, που μέχρι σήμερα, υποστηρίζει  ότι είναι θύμα πολιτικών διώξεων, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα ότι η ενεργοποίηση του μηχανισμού της δικαιοσύνης προκλήθηκε από μια ενέργεια του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Νικολάου Δένδια. Πρόκειται για τη  συγκέντρωση τριάντα δύο δικογραφιών που αναφέρονταν στη δράση της οργάνωσης από τον Αύγουστο του 2012, τις οποίες διαβίβασε ο Ν.  Δένδιας στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, σημειώνει ο Δ. Ψαρράς.

Ωστόσο, τονίζει, η αλήθεια είναι ότι η κίνηση αυτή ήταν πράγματι πρωτοφανής. Όχι όμως επειδή τάχα αποτελούσε παρέμβαση στη δικαιοσύνη, αλλά επειδή φανέρωνε, με τον πιο εμφατικό τρόπο, την αδυναμία που είχε επιδείξει μέχρι τότε η πολιτεία στη θεσμική αντιμετώπιση αυτού του ναζιστικού μορφώματος, το οποίο επί χρόνια εφάρμοζε ανενόχλητα την «κοσμοθεωρία» του με βίαιες αιματηρές επιθέσεις εναντίον όσων θεωρούσε  «εχθρούς» ή, στη δική του φρασεολογία, «υπανθρώπους»: στην αρχή τους αριστερούς νέους, στη συνέχεια τους αντιεθνικιστές «προδότες», τους αντιεξουσιαστές και, τέλος, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες,  κατά προτίμηση Πακιστανούς, Αφγανούς και Μπαγκλαντεσιανούς.

Ξεπερνά τις 100 ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων

Στις τριάντα δύο αυτές υποθέσεις προστέθηκε και μια τριακοστή τρίτη, η  οποία αφορούσε την επίθεση της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα, ενώ κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ενσωματώθηκαν στη δικογραφία δεκάδες άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν διάσπαρτες ανά την επικράτεια και αναφέρονταν σε πλημμελήματα και κακουργήματα στα οποία εμπλέκονται στελέχη της οργάνωσης. Ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων ξεπερνά τις εκατό, ενώ τα αδικήματα που διερευνώνται εκτείνονται σε μεγάλο φάσμα άρθρων του Ποινικού Κώδικα.

  • «Μια ναζιστική οργάνωση στη Βουλή»

Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, «Μια ναζιστική οργάνωση στη Βουλή», εκκινεί από τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012. Ήταν τότε που μια μικρή οργάνωση, με δράση κυρίως στο πεζοδρόμιο, βρέθηκε υποχρεωμένη να επωμιστεί δραστηριότητες μεγάλου κοινοβουλευτικού κόμματος, γράφει ο Δημήτρης Ψαρράς. Και κάποια μέλη της οργάνωσης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή περιορίζονταν στην εκπαίδευση των Ταγμάτων Εφόδου ή τη λατρεία των ηρώων του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, βρέθηκαν υποχρεωμένα να ορκιστούν πίστη στη δημοκρατία και να υποδυθούν τους βουλευτές, παράλληλα με όσα άλλα τους επέτασσε η κοσμοθεωρία τους και η ηγεσία τους.
 
Η οργάνωση επέλεξε τον διπλό δρόμο, αναφέρει ο συγγραφέας: Από τη μια  πλευρά φρόντισε να αποκτήσει την εξωτερική εικόνα ενός κόμματος όπως  όλα τα άλλα, υιοθετώντας πλήρως την κοινοβουλευτική τάξη, από την άλλη φρόντισε να εξαπολύσει στοχευμένες επιθέσεις των οργανωμένων Ταγμάτων Εφόδου, με επικεφαλής τα ηγετικά της στελέχη, έτσι ώστε να κάνει σαφές ότι ο αγώνας πλέον διεξάγεται σε δύο επίπεδα.

Μετά τις συλλήψεις

Μετά τις συλλήψεις οι νυχτερινές επιθέσεις των Ταγμάτων Εφόδου μειώθηκαν δραστικά, επισημαίνει ο συγγραφέας, παραθέτοντας στοιχεία του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, το οποίο κατέγραψε 18 περιστατικά ρατσιστικής βίας στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2013, ενώ ο μέσος όρος των προηγούμενων τριμήνων έφτανε τα 50.

Η Χρυσή Αυγή δεν είχε υπολογίσει ως πιθανό ενδεχόμενο την άσκηση διώξεων εις βάρος της και συνέχιζε να δρα με βάση την παλιά της τακτική. Η πάγια αντίδραση της ηγεσίας της σε κάθε καταγγελία εναντίον της ήταν να διαψεύδει τη συμμετοχή μελών της στο συγκεκριμένο συμβάν, να το αποδίδει σε σκευωρία πολιτικών της αντιπάλων  και να εμφανίζεται η ίδια ως θύμα του «συστήματος», σημειώνει ο δημοσιογράφος Δ. Ψαρράς.
 
Όμως, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, με εξίσου μεγάλη έκπληξη φάνηκε να αντιμετωπίζει τις συλλήψεις και μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος, ακόμα και κυβερνητικά στελέχη, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να παρουσιάζεται διχασμένη ως προς τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτό το sui generis πολιτικό κόμμα, από τη στιγμή που έχει τεθεί υπό διερεύνηση η ύπαρξη μιας εγκληματικής οργάνωσης στα σπλάχνα του.

Ωστόσο, εκτιμά ο Δ. Ψαρράς, η κυβερνητική αμηχανία δεν είχε βέβαια θεσμική, αλλά βαθιά πολιτική προέλευση: Ήταν εξαρχής γνωστό αυτό που επιβεβαιώθηκε σε μορφή καρικατούρας με την αποκάλυψη του βίντεο Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, ότι δηλαδή υπήρχε μια διασύνδεση της οργάνωσης με την κορυφή του κυβερνητικού επιτελείου και ότι από μερίδα των συμβούλων του Μεγάρου Μαξίμου προετοιμαζόταν  το ενδεχόμενο σύμπραξης με το ένα «άκρο» (τη Χρυσή Αυγή), προκειμένου να  αναχαιτιστεί η προέλαση του άλλου (του ΣΥΡΙΖΑ). Οι συλλήψεις απομάκρυναν  αυτό το εφιαλτικό σενάριο, όμως τα υπολείμματα της γραμμής αυτής είναι ακόμα και σήμερα ανιχνεύσιμα στις τάξεις της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και σε σημαντική μερίδα μέσων ενημέρωσης, αναφέρει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας.
 

  • «Η υπερασπιστική γραμμή»

Tα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, στο σύνολό τους, μετά τη σύλληψή τους αρνήθηκαν κάθε σχέση με τον ναζισμό ή και τον εθνικοσοσιαλισμό, σημειώνει ο συγγράφεας, στο κεφάλαιο του βιβλίου «Η υπερασπιστική γραμμή». Μάλιστα, επιχείρησαν να αποδείξουν με παραδείγματα από την προσωπική τους ζωή και τον οικογενειακό τους περίγυρο ότι δεν είναι δυνατόν να κατηγορούνται ως ναζί και ρατσιστές. Ο «Καιάδας» Γερμενής επικαλέστηκε το γεγονός ότι στο συγκρότημά του περιλαμβάνεται και ένας Ινδός, ενώ κάποιος μάνατζέρ του ήταν «έγχρωμος Αμερικανός», ο Ηλιόπουλος επισήμανε ότι ο παππούς του ήταν  ιερέας, όπως και ο αδελφός του, ενώ ο πατέρας του ήταν ψάλτης, ο Μπαρμπαρούσης ότι η γυναίκα του κατάγεται από το Μεξικό, επομένως δεν έχει πρόβλημα με τους αλλοδαπούς κ.ο.κ.
 
Παρά τους ισχυρισμούς των χρυσαυγιτών, το σύνολο των επιστημόνων που έχουν αναλύσει την πολιτική ιδιαιτερότητα αυτού του μορφώματος συγκλίνουν απολύτως στον ναζιστικό του χαρακτήρα. Και μάλιστα επισημαίνουν ότι αυτός ο χαρακτήρας δεν ανήκει στο μακρινό παρελθόν, αλλά διατηρείται ακόμα και μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, τονίζει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας.

«Δεν είμαστε Ναζί»
 
Στο μεταξύ, επισημαίνεται στο ίδιο κεφάλαιο, οι μόνοι που εμφανίζονται να υιοθετούν τον ισχυρισμό ότι όλα τα φαινόμενα απατούν και ότι πρόκειται απλώς για «εθνικιστές» είναι ορισμένοι δικηγόροι που βρέθηκαν στον περίγυρο της οργάνωσης και κάποιοι δημοσιογράφοι οι οποίοι, για δικούς τους λόγους, επιχειρούν να φανούν αρεστοί στο ακροατήριο της Χρυσής Αυγής. Ίσως το πιο γκροτέσκο παράδειγμα, γράφει ο συγγραφέας, είναι εκείνο του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, ο οποίος σε τηλεοπτική εκπομπή του φρόντισε να απαλλάξει τον Κασιδιάρη από την πιο κραυγαλέα ταύτισή του με τον ναζισμό, δηλαδή το τατουάζ με τον αγκυλωτό σταυρό που φέρει στο αριστερό του μπράτσο.
 
Στο κεφάλαιο «Η υπερασπιστική γραμμή» ξεχωρίζει επίσης το υποκεφάλαιο «Το Κρυφό Καταστατικο», όπου ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά: Μεταξύ των επίμονων αρνήσεων τους στις ερωτήσεις των ανακριτών, τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής επαναλάμβαναν διαρκώς ότι είναι ανύπαρκτο το πρώτο καταστατικό της οργάνωσης, αντίγραφο του οποίου κατέθεσα στη φάση της προκαταρκτικής έρευνας, μαζί με τον χειρόγραφο κανονισμό της  «Εκπαιδευτικής Τάξης Πρωτεσίλαος», της πρώτης δηλαδή μορφής των Ταγμάτων Εφόδου.

  • «Μια Νυρεμβέργη αλά Ελληνικά;»

 
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου «Μια Νυρεμβέργη αλά Ελληνικά;», ο συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι μπορούμε να περιμένουμε από την οργάνωση στην επικείμενη δίκη των στελεχών της;».  Όλα δείχνουν ότι η κατηγορούμενη ηγεσία της Χρυσής Αυγής θα επιχειρήσει να μιμηθεί τα στελέχη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος στις δίκες της Νυρεμβέργης, εκτιμά ο Δημήτρης Ψαρά.

Αυτά τα πρότυπα έχει μελετήσει επί δεκαετίες, η  ΧΑ, ενώ και τα έντυπα της οργάνωσης βρίθουν αναλύσεων για τις «άδικες δίκες» και ύμνων για τον τελευταίο φυλακισμένο ηγέτη του Τρίτου Ράιχ, τον Ρούντολφ Ες. Σ’ εκείνες τις δίκες οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους συνεργάτες του Χίτλερ απαντούσαν με ένα λεκτικό εύρημα σε όσα τους καταλογίζονταν. Δήλωναν «αθώοι, υπό την έννοια του κατηγορητηρίου». Δεν αρνούνταν δηλαδή τις πράξεις τους, αλλά τις ενέτασσαν στο δικό τους σύστημα αξιών, σύμφωνα με το οποίο δεν ήταν αξιόποινες.

Αυτή η τυποποιημένη φράση, και μάλιστα στα γερμανικά, ήταν γραμμένη στη μαύρη μπλούζα του ενός από τα δύο μέλη της Χρυσής Αυγής που δολοφονήθηκαν, στη φωτογραφία που επέλεξε η οργάνωση να δημοσιεύσει για να τον τιμήσει: «Nicht schuldig im Sinne der  Anklage». Είναι η φράση που επαναλάμβανε και ο Άιχμαν μηχανικά στη δική του δίκη, εξηγεί ο συγγραφέας, ενώ στις μέρες μας χρησιμοποιείται από Γερμανούς νεοναζί, για να υποδηλώνει την πίστη τους στον εθνικοσοσιαλισμό χωρίς τον κίνδυνο δίωξης.

Βέβαια, τώρα οι χρυσαυγίτες αρνούνται τα πάντα, αλλά το μήνυμα της οργάνωσης μέσω αυτής της φωτογραφίας είναι παραπάνω από σαφές, υπογραμμίζει ο Δημήτρης Ψαρράς.

Ολόκληρο το βιβλίο: