Νέες αιχμές αφήνει ο ΣΕΒ απέναντι στην κυβέρνηση με επίκεντρο τη βούλησή της να μην προχωρήσει στην περικοπή των συντάξεων. Ειδικότερα, ο Σύνδεσμος στο μηνιαίο δελτίο του, ασκώντας κριτική στο εναλλακτικό σχέδιο προϋπολογισμού όπου δεν περιλαμβάνονται οι περικοπές, υποστηρίζει ότι «με τον τρόπο αυτό, εξαντλείται όλος ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος πέραν της επίτευξης του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5 π.μ. του ΑΕΠ, χωρίς να συντηρείται κάποιο απόθεμα πόρων για το μέλλον..

Ads

Προσθέτει δε ότι «ακόμη και αυτό το αποτέλεσμα απαιτεί επιπρόσθετους πόρους (που παραμένουν ασαφείς) για να χρηματοδοτηθούν προγράμματα κοινωνικών παροχών που παρουσιάστηκαν από τον Πρωθυπουργό στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης».

Ισχυρίζεται ακόμη πως «ο τελικός προϋπολογισμός, που θα παρουσιασθεί στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση τον Νοέμβριο, θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, με το αποτέλεσμα να παραμένει αβέβαιο, καθώς είναι δυνατόν να περιλαμβάνει μερική μείωση των συντάξεων, ή άλλα μέτρα, για να χρηματοδοτηθούν οι εξαγγελίες στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης».

Επιπλέον, ο ΣΕΒ προσθέτει πως το σχέδιο εναλλακτικού προϋπολογισμού για το 2019 δεν περιλαμβάνει τη μείωση κατά 3 π.μ. στους συντελεστές φορολογίας εταιρικών κερδών (από 29% σε 26%), ή τις μειώσεις στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και την αναμόρφωση (ελάφρυνση) του ειδικού φόρου αλληλεγγύης, που είχαν ήδη γίνει νόμος με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει δημοσιονομικός χώρος πέραν της επίτευξης του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5 π.μ. του ΑΕΠ. Αντ’ αυτών, συμπληρώνει, η κυβέρνηση προτείνει πλέον, μεταξύ άλλων, μια μείωση του συντελεστή φορολογίας των εταιρικών κερδών κατά 1 π.μ. το 2019 καθώς και μια μείωση κατά 10% της φορολογίας ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) σε χαμηλής αξίας ακίνητα. Αυτού του είδους οι αλλαγές, τονίζει ο ΣΕΒ, υποσκάπτουν τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, και την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Ads

Παράλληλα, ο Σύνδεσμος αναφέρει πως αυτά συμβαίνουν ενώ η επιχειρηματική κοινότητα ταυτοποιεί την υπερφορολόγηση και την έλλειψη δέσμευσης σε μια πολιτική διευκόλυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων και της ανάπτυξης, ως τα κύρια εμπόδια στο επιχειρείν στην Ελλάδα. Προσθέτει ακόμη πως αν η συμφωνηθείσα μείωση του αφορολόγητου από το 2020, που αναμένεται να συνεισφέρει €2 δισ. ετησίως σε μόνιμη βάση, δεν εφαρμοσθεί, το συνολικό πακέτο των φορολογικών ελαφρύνσεων και των φιλοαναπτυξιακών μέτρων των €4 δισ. της περιόδου 2020-2022 είναι μάλλον απίθανο να υιοθετηθεί, καταδικάζοντας τη χώρα σε ένα μέλλον εσαεί υπερφορολόγησης και αποεπένδυσης, πέραν των ζητημάτων σταθερότητας που έχουν ήδη αναφερθεί.

Τέλος, κάνει λόγο για την ύπαρξη «παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου», η οποία, σε συνδυασμό με την πίεση των αναδυόμενων αρνητικών εξελίξεων στο παγκόσμιο πεδίο, θέτει σε κίνδυνο τη μακροοικονομική σταθερότητα της χώρας, που κατακτήθηκε με τεράστιο κόστος για την ελληνική κοινωνία.