Το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου αποτέλεσε έκπληξη για όλους, διέψευσε τα προγνωστικά και όπως όλα δείχνουν οι δεύτερες κάλπες θα στηθούν στις 25 Ιουνίου.

Ads

Αναμενόμενα, η Νέα Δημοκρατία θέλει να εκμεταλλευτεί τη δυναμική της ιστορικής και εμφατικής νίκης του 40,79%. Ιστορικής, διότι γίνεται το πρώτο κόμμα της Μεταπολίτευσης που πετυχαίνει δεύτερη συνεχόμενη εκλογική επικράτηση, συγκεντρώνοντας μεγαλύτερο ποσοστό και διευρύνοντας τη διαφορά έναντι του δεύτερου. Εμφατικής, διότι αναμετρήθηκε με όρους απλής αναλογικής που εξ αρχής απέρριπτε ως εκλογικό σύστημα και αναδείχθηκε οριακά αυτοδύναμη, απέχοντας μόλις πέντε έδρες από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Άλλωστε, στο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής της, η ΝΔ μαζί με πέντε βουλευτές της Ελληνικής Λύσης άλλαξε τον εκλογικό νόμο με αποτέλεσμα οι επικείμενες κάλπες να στηθούν με όρους ενισχυμένης αναλογικής.

Στις 25 Ιουνίου θα είναι η πρώτη φορά που θα ισχύσει κλιμακωτό μπόνους εδρών και το πώς ακριβώς λειτουργεί το εκλογικό αυτό σύστημα εξηγεί στο tvxs.gr ο συνταγματολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος.

Ads

«Βάσει του νέου εκλογικού συστήματος, το πρώτο κόμμα δεν θα πριμοδοτηθεί με έναν δεδομένο αριθμό εδρών ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, όπως ίσχυε παλαιότερα, που προβλεπόταν μπόνους 50 εδρών. Ό,τι ποσοστό κι αν είχε το πρώτο κόμμα είχε εξασφαλισμένες 50 έδρες. Τώρα, το εύρος των επιπλέον εδρών συνδέεται με το ποσοστό του πρώτου κόμματος. Υπάρχει ως “κατώφλι” το 25%, δηλαδή αν ένα κόμμα κερδίσει με 25% παίρνει μπόνους 20 έδρες και από εκεί και πέρα παίρνει μία επιπλέον έδρα για κάθε 0,5% παραπάνω» σημειώνει ο κ. Κεσσόπουλος.

«Αυτό το περιθώριο υπάρχει μέχρι το ποσοστό του 40%, δηλαδή όταν το ποσοστό του πρώτου κόμματος κυμαίνεται από 25% έως 40%, για κάθε επιπλέον ποσοστιαία μονάδα κερδίζει δύο έδρες. Το μάξιμουμ των εδρών που μπορεί να πάρει είναι 50 έδρες. Επομένως, πριμ 20 εδρών με 25%, συν μία έδρα για κάθε επιπλέον 0,5% και μέγιστο μπόνους 50 εδρών στην περίπτωση που συγκεντρώσει ποσοστό τουλάχιστον 40%» εξηγεί.

Μάλιστα, ο κ. Κεσσόπουλος υπενθυμίζει τις εκλογές του Μαΐου του 2012, στις οποίες, παρότι η Βουλή διαλύθηκε και επαναλήφθηκαν οι κάλπες τον Ιούνιο, η ΝΔ επί προεδρίας Αντώνη Σαμαρά είχε λάβει 18,9% και είχε συγκεντρώσει 108 έδρες – εκ των οποίων οι 58 προέρχονταν από την αναλογική κατανομή και οι 50 από το μπόνους. «Ήταν προβληματικό το μπόνους να μπορεί να διπλασιάζει τις έδρες της απλής αναλογικής. Από την άποψη λοιπόν ότι πλέον το πριμ των εδρών κλιμακώνεται, το νέο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δικαιότερο» σχολιάζει. 

Η μέχρι στιγμής ατζέντα της συνταγματικής αναθεώρησης 

Προεκλογικά και λίγο μετά τη σιδηροδρομική τραγωδία-έγκλημα στα Τέμπη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην πολυσυζητημένη συνέντευξή του στον Σταύρο Θεοδωράκη είχε δηλώσει πως πρόθεσή του για την επόμενη Βουλή είναι «σημαντικές αλλαγές στο Σύνταγμα». Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η αλλαγή του άρθρου 16 προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τη διακηρυγμένη θέση της ΝΔ για ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα, αλλά όχι μόνο.

«Υπάρχουν ζητήματα που αφορούν το ίδιο το πολιτικό σύστημα, και το πώς μπορούμε να παρέμβουμε ενδεχομένως και στον εκλογικό νόμο και στην διάρθρωση της εξουσίας» είχε πει χαρακτηριστικά.

Μέχρι και σήμερα, ο πρόεδρος της ΝΔ δεν έχει κληθεί να δώσει ένα σαφέστερο πλαίσιο γι’ αυτές τις προεκλογικές εξαγγελίες.

«Καταρχήν για να ολοκληρωθεί μια συνταγματική αναθεώρηση χρειάζονται δύο βουλευτικές περίοδοι. Το πρώτο στάδιο είναι της προτείνουσας Βουλής και το δεύτερο στάδιο -αφού μεσολαβήσουν εκλογές και πάμε στην μεθεπόμενη βουλευτική περίοδο- είναι αυτό της αναθεωρητικής Βουλής» εξηγεί ο συνταγματολόγος.

Όπως υπενθυμίζει, η προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση ολοκληρώθηκε το 2019. «Το Σύνταγμα ορίζει ότι δεν μπορεί να ξεκινήσει καινούργια αναθεώρηση αν δεν παρέλθουν πέντε χρόνια. Άρα η επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να ξεκινήσει τη διαδικασία της νέας συνταγματικής αναθεώρησης το 2024» επισημαίνει.

«Επίσης, βάσει επιταγών του Συντάγματος (άρθρο 110), στις δύο βουλευτικές περιόδους απαιτείται στην μεν πρώτη ενισχυμένη πλειοψηφία τριών πέμπτων – 180 βουλευτές – και στη δεύτερη απόλυτη πλειοψηφία – 151 βουλευτές. Δηλαδή για να αναθεωρηθεί μία συνταγματική διάταξη, αν στην πρώτη Βουλή (προτείνουσα) λάβει 180 ψήφους τότε στη μεθεπόμενη Βουλή (αναθεωρητική) χρειάζεται 151 ψήφους. Αντιστρόφως, αν στην προτείνουσα Βουλή υπάρξει δύναμη 151 ψήφων, τότε στην αναθεωρητική Βουλή θα χρειαστούν 180. Κατά συνέπεια, η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί στην επόμενη βουλευτική περίοδο», προσθέτει.

Δηλαδή στο σενάριο που οι κάλπες στις 25 Ιουνίου έχουν ως αποτέλεσμα αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία με 180 έδρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορέσει να ξεκινήσει τη διαδικασία αλλά θα πρέπει να ξαναπάει σε εκλογές –όχι απαραίτητα εξαντλώντας τη δεύτερη τετραετία του- και να εξασφαλίσει τρίτη κατά σειρά νίκη και κοινοβουλευτική πλειοψηφία. 

Επίσης, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία 200 βουλευτών δίνει τη δυνατότητα αλλαγής του εκλογικού νόμου, με το νέο εκλογικό σύστημα να ισχύει στο αμέσως επόμενο στήσιμο των καλπών. Η άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, χωρίς δηλαδή να μεσολαβήσει δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με ενισχυμένη αναλογική, είναι και η μόνη περίπτωση στην οποία η ΝΔ θα χρειαστεί συναίνεση άλλης κοινοβουλευτικής δύναμης. 

«Η προτείνουσα Βουλή, που μπορεί να ξεκινήσει τη συνταγματική αναθεώρηση από το 2024 και μετά, θα ορίσει ποια άρθρα του Συντάγματος είναι αναθεωρητέα. Ο προσδιορισμός του περιεχομένου αυτών των άρθρων, όμως, αποτελεί αρμοδιότητα της αναθεωρητικής Βουλής. Για να το πούμε πιο συγκεκριμένα, η επόμενη Βουλή μπορεί να αποφασίσει, για παράδειγμα, ότι πρέπει να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 για τα πανεπιστήμια, το άρθρο 29 για την απαγόρευση των κομμάτων και ένα πλέγμα άρθρων που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα και προβλέπουν τη δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει στη λειτουργία της οικονομίας. Το σύνολο αυτών των προτάσεων θα τεθεί στην κρίση του λαού και, συνεπώς, το νέο περιεχόμενο του Συντάγματος θα αποφασισθεί από τη Βουλή που θα αναδειχθεί από τις μεθεπόμενες εκλογές», διευκρινίζει.

«Ακόμα και αν υπάρξει κάποια διατύπωση για τις αναθεωρητέες συνταγματικές διατάξεις, δεν θα είναι δεσμευτική. Το περιεχόμενο καθορίζεται αποκλειστικά από τη μεθεπόμενη σύνθεση του Κοινοβουλίου (αναθεωρική Βουλή) και μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό από το ό,τι είχε στο μυαλό της η προτεινούσα Βουλή» συμπληρώνει ο κ. Κεσσόπουλος.