Αύξηση πληθωρισμού, επενδύσεις της κακιάς ώρας, ρουσφέτια, άγνοια της διεθνούς οικονομίας είναι ορισμένα μόνο από τα χαρακτηριστικά της οικονομικής διαχείρισης κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας. Ένα συνέδριο με θέμα τα οικονομικά της Δικτατορίας, έρχεται 50 χρόνια μετά να αποδομήσει τους μύθους της χούντας αλλά και να εμβαθύνει με αριθμούς και ντοκουμέντα, στο θέμα.

Ads

Ποια ήταν τελικά η οικονομική πολιτική στα χρόνια της Δικτατορίας; Γιατί δεν έχουμε έως τώρα μία σε βάθος έρευνα; Ήταν ή όχι στρεβλή η εκβιομηχάνιση; Υπήρξε ή όχι ανάπτυξη και με ποια ποιοτικά χαρακτηριστικά; Το tvxs παρακολούθησε την ημερίδα του συνεδρίου, το οποίο πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του καθηγητή και πρώην υπουργού κ. Νίκου Χριστουδουλάκη και τελεί υπό την αιγίδα της Βουλής και του Οικονομικού Πανεπιστημίου, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, η οποία, μεταξύ άλλων, ανέδειξε και την κριτική που είχε ασκηθεί ακόμα και μέσα στην περίοδο της 7ετίας.

Τρώγουμε σήμερα το ψωμί της αύριον

Ο πρόεδρος της Βουλής κ. Τασούλας ήταν ο πρώτος που πήρε τον λόγο εξηγώντας γιατί δεν έχει γίνει έως τώρα σε βάθος έρευνα για τα οικονομικά της Δικτατορίας:

«Το ενδιαφέρον μας στράφηκε στην καταπάτηση των δικαιωμάτων και στη συμφορά της xούντας κι έμεινε στη σκιά η οικονομική διάσταση ενώ σέρνεται ένας μύθος ότι μάλλον εκεί τα πήγαν καλά, ενώ δεν ήταν καθόλου έτσι»

Ads

Ο κ. Τασούλας προχώρησε καταθέτοντας μια άγνωστη διάσωση -όπως είπε- της σοβαρής κριτικής που έγινε την περίοδο της δικτατορίας.

«Όταν το 1971 με αφορμή τα 150 χρόνια από την επανάσταση, η δικτατορία κατήγγειλε το φαύλο πολιτικό σύστημα με ανακοινώσεις, ότι δεν κατάφερε να πετύχει τα οράματα της επανάστασης του ’21, ο Ράλλης το 1971 έβγαλε ένα βιβλιαράκι «Η αλήθεια για τους Έλληνες πολιτικούς». Το τολμηρό βιβλίο, απαντούσε με απεικόνιση των οικονομικών επιτευγμάτων της Ελλάδας από όταν απέκτησε κοινοβουλευτισμό έως την κατάλυσή του.

Ορισμένα από τα αριθμητικά, καλά αποτελέσματα στον τομέα των ρυθμών ανάπτυξης που σημειώθηκαν την περίοδο εκείνη, οφείλονται στη νομισματική σταθεροποίηση της δεκαετίας του ’50 και στο αναπτυξιακό άλμα του 56-66 της χώρας. Είναι ενδιαφέρουσα η ανάλυση αλλά και η στάση του Ράλλη.

Η άλλη κριτική που ασκήθηκε και δεν είναι γνωστή, είναι από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος προσπαθώντας να δημιουργήσει μια γέφυρα προς τη δικτατορία και να τους πείσει μάταια ότι η μετάβαση στη δημοκρατία πρέπει να είναι το μέλημα τους, κάνει κριτική το 1969, το 1971 και το 1974 στέλνοντας επιστολές με σφοδρή κριτική σχετικά με την οικονομική πολιτική.

Σε αυτήν την κριτική περιέχονται και δύο πολύ προφητικές εθνικές προβλέψεις. Η μία στην επιστολή προς τον Γκιζίκη γράφει ότι το καθεστώς δεν δύναται φοβούμαι να κάνει επιστράτευση. Λέει δηλαδή σε ένα στρατιωτικό καθεστώς κάτι τέτοιο….Μια άλλη προφητική διαπίστωση του Αβέρωφ είναι προς τον Ιωαννίδη που του λέει: το καθεστώς που έχετε δεν ανατρέπεται, θα καταρρεύσει κάτω από το βάρος μιας εθνικής συμφοράς (1973).

Σε επιστολή του ο Αβέρωφ προς τον Παπαδόπουλο, γράφει μεταξύ άλλων ότι υποτίθεται ότι πλέομε εις πελάγη ευημερίας αλλά αν ρωτήσετε τις αγορές, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους, οι 7 στους 10 θα πουν ότι περνούν κρίση και καταλήγει σε σχέση με τις παροχές με τη φράση: τρώγουμε σήμερα το ψωμί της αύριον.

Στη δε επιστολή του προς τον Ιωαννίδη σημείωνε πως οι συνέπειες μπορεί να πλησιάσουν τα όρια της χρεοκοπίας.

Ο κ. Τασούλας συνέχισε με την επιστολή Αβέρωφ προς Γκιζίκη που έγραφε μεταξύ άλλων «το ότι σήμερα οι ιθύνοντες δεν κλέβουν (αυτό δεν ίσχυε σχολιάζει ο κ. Τασούλας) δεν σημαίνει ότι γεμίζουν στομάχους. Καθησυχάζουν συνειδήσεις χωρίς να αντιλαμβάνονται τη συμφορά που οδηγούν τον τόπο».

Κλείνοντας ο πρόεδρος της Βουλής συμπεραίνει πως «ο μύθος είχε γίνει νωρίς και εγκαίρως αντιληπτός και είχε επισημανθεί. Η συμπεριφορά της δικτατορίας είχε μεγάλες στρεβλώσεις στον οικονομικό τομέα».

Ο πρύτανης του οικονομικού πανεπιστημίου κ. Δημήτριος Μπουραντώνης μίλησε για «πεδίο αδιερεύνητο» και τόνισε πως «η ημερίδα έχει διεπιστημονικό χαρακτήρα καθώς εμπλέκονται καθηγητές από διαφορετικά πεδία (οικονομία, ιστορία κα) και θα δημιουργήσει έναυσμα για περαιτέρω έρευνα από νέους επιστήμονες».

Ρουσφέτια, γκάζι, ύφεση

«Έχουμε συζητήσεις με πολεμικό χαρακτήρα, κλισέ περί θεαματικών επιδόσεων χούντας με έργα από τη μία και από την την άλλα διαφθορά που οδήγησε σε εκτροχιασμό. Θέλω να σημειώσω ότι ούτε στο πεδίο της οικονομίας, η χούντα έκανε κάτι ριζικό. Θέλω να αμφισβητήσω την εικόνα ξεκινώντας από το ότι οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής, το προσωπικό και οι φορείς άσκησης πολιτικής δεν αλλάζουν το 1967» είπε ο καθηγητής πολιτικών επιστημών και ιστορίας κ. Ανδρέας Κακριδής, εξηγώντας πως η δικτατορία αξιοποίησε το στελεχιακό δυναμικό της μετεμφυλιακής περιόδου και συνέχισε την πολιτική που είχαν χαράξει οι προκάτοχοι.

«Η χούντα προσπάθησε να κερδίσει νομιμοποίηση μέσα από επιδόσεις της οικονομίας. Στην πραγματικότητα ευνοήθηκε η ολιγαρχία (εφοπλιστές), είχαμε εσωτερική μετανάστευση, ανεργία και οι όποιες σταθερές επιδόσεις δεν σημαίνουν σταθερή οικονομική πολιτική».

Ο καθηγητής εξηγεί πως τη δεκαετία του ‘50 αποκρυσταλλώνεται η αναπτυξιακή συναίνεση με το δίπτυχο Σταθερότητα-Επενδύσεις με τις περισσότερες επενδύσεις να είναι ιδιωτικές, με βιομηχανία και έμφαση στις εισαγωγές αντί για τις εξαγωγές ενώ η παρέμβαση στην οικονομία ήταν εκτεταμένη.

«Τι αλλάζει το 1967; Η χούντα δεν έχει ριζοσπαστική οικονομία. Υπόσχεται να δώσει τους καρπούς της ανάπτυξης. Κατηγορεί τους προκατόχους της αλλά επειδή δεν είχε διαφορές με προηγούμενους στην οικονομία μετέφερε τη συζήτηση στο “εμείς δεν είμαστε διεφθαρμένοι”.

Φαίνεται από τις προγραμματικές δηλώσεις μετά το πραξικόπημα ότι το πρόγραμμα τους μοιάζει με εκείνο του Παπανδρέου.

Η Χούντα δεν είχε δεξαμενή στελεχών. Ο μηχανισμός παρέμεινε ίδιος. Έχουμε μαρτυρίες που δείχνουν πως αυτός που απομακρύνθηκε, υπέδειξε ποιοι θα μείνουν για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα.

Δεν έχουμε κύμα προσλήψεων και καμία ρήξη με το παρελθόν. Οι επενδύσεις παραμένουν στο κέντρο της οικονομικής πολιτικής -τα αυταρχικά καθεστώτα εξάλλου έχουν μεγαλύτερη τάση για επενδύσεις-. Έχουμε ποσότητα όχι ποιότητα επενδύσεων.

Το καθεστώς λέει: εξορθολογήσαμε τα ρουσφέτια, όμως είχαμε πληθώρα ρουσφετιών σε έργα συγκεκριμένα, όπως το παράδειγμα της Φωκίδας (τόπος καταγωγής του Μακαρέζου).

Οι αποδόσεις των έργων της χούντας είναι χαμηλότερες σε σχέση με προηγούμενες. Φτιάχνουν δευτερεύουσες οδικές αρτηρίες στην επαρχία και όχι τα μεγάλα εμβληματικά έργα της προηγούμενης περιόδου. Έγινε εργοτάξιο η χώρα ναι, αλλά με μικρά, όχι κεντρικής σημασίας έργα όπως πριν. Τα εργαλεία επενδύσεων έμειναν ίδια όπως και τα φορολογικά εργαλεία.

Ο ίδιος ο Μακαρέζος θα γράψει από φυλακή: ακολουθήσαμε φιλελεύθερη πολιτική. Δεν ισχύει. Ήταν όσο φιλελεύθερη ήταν η οικονομική πολιτική των προκατόχων του. Θα μου πείτε καλόπιανε τους εφοπλιστές να τους φέρει στη χώρα. Όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις το έκαναν. Και όλες κυνηγούσαν το ξένο κεφάλαιο.

Παρά τις μεγαλεπήβολες ανακοινώσεις ότι θα έρθει ο Ωνάσης να κάνει κέντρο κ.α. η εισροή επενδύσεων μετά το ’67 πέφτει. Το ερώτημα είναι γιατί πατάει γκάζι με τις κατασκευές, ενώ έχει σταθεροποιηθεί η οικονομία; Η απάντηση είναι πως προσπαθεί να αντλήσει πολιτική νομιμοποίηση από επιδόσεις στην οικονομία.

Ο Παπαδόπουλος δήλωνε πως νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, πατούσε γκάζι το οποίο δημιουργεί πιέσεις, αυξάνονται οι εισαγωγές αλλά δεν καλύπτονται από τις εξαγωγές. Πάτησε γκάζι γιατί πίστευε ότι τυχόν επιβράδυνση της οικονομίας θα έβαζε σε κίνδυνο το καθεστώς.

Σε σχέση με το επενδυτικό του σχέδιο, ήταν κακό, αλλά σημασία είχε να πάρουμε συνάλλαγμα νωρίς. Έτσι ερμηνεύω την υποτίμηση της δραχμής το ’73 ώστε να βάλουν οι μετανάστες το συνάλλαγμα στην τράπεζα και να πάρουν σπίτι στο χωριό.

Το 1973, το οικονομικό επιτελείο πατάει φρένο, πριν πετρελαϊκή κρίση που μαζί με την κρίση στην Κύπρο φέρνουν τη βαθιά ύφεση».

Δεν είχαν ιδέα από οικονομία. Το παράδειγμα του πληθωρισμού

Ο καθηγητής και πρώην υπουργός Οικονομίας κ. Αλογοσκούφης, είπε πως για να αναλύσουμε την πορεία της ελληνικής οικονομίας στην επταετία, πρέπει πρώτα να περιγράψουμε ποιο ήταν το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης όταν επιβλήθηκε η δικτατορία.

«Δεν επιχείρησαν να αλλάξουν τον χαρακτήρα πολύ, απλά γιατί δεν είχαν ιδέα περί οικονομίας. Ο Μακαρέζος που εμφανίζεται ως αρχιτέκτονας της οικονομικής πολιτικής, ένας στρατιωτικός ήταν. Εμφάνισε ως προπαγάνδα το “εμείς θα δώσουμε έμφαση στην ιδιωτική πρωτοβουλία”. Όμως στην πράξη έκαναν τα ίδια με τους προηγούμενους.

Για να διατηρήσουν την αναπτυξιακή πολιτική των προηγούμενων κι επειδή το ’67 λόγω της πολιτικής αστάθειας και των γεγονότων στη Μέση Ανατολή, η οικονομία ήταν σε επιβράδυνση, η Χούντα προχώρησε σε υπερβολές. Δεν κατάλαβε τι γινόταν διεθνώς νομισματικά».

Ο κ. Αλογοσκούφης έδωσε παραδείγματα με αριθμούς.

«Πριν τη Δικτατορία, ρυθμοί ανάπτυξης ήταν στο 7% του ΑΕΠ, είχαν υπερτετραπλασιαστεί. Είχαμε μετακίνηση πληθυσμού από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, τη μεσαία τάξη που δημιουργήθηκε σε αυτή τη 12ετία και η οποία είχε συμβάλει και ωφεληθεί από διαδικασία ανάπτυξης, ανέβαιναν μισθοί. Άρα η Δικτατορία είπε ψέματα ότι ανέλαβε μια οικονομία στα όρια της κατάρρευσης…..

Ο πληθωρισμός ξέφυγε το 73-74. Άλλαξε το συναλλαγματικό καθεστώς. Η Δικτατορία αυξάνοντας μέχρι το ’73 τη ζήτηση, δεν υπολόγισε ότι ανέβαινε ο διεθνής πληθωρισμός. Προκάλεσε αύξηση πληθωρισμού, σε επίπεδα που είχαμε να δούμε από το ’49.

Άρα ένας από τους πυλώνες του μετεμφυλιακού οικονομικού συστήματος, η δημοσιονομική σταθερότητα αποσταθεροποιήθηκε επί δικτατορίας.

Το εξωτερικό ισοζύγιο ήταν ισοσκελισμένο και με την δικτατορία διευρύνθηκε το έλλειμμα. Δεύτερη μακροοικονομική ανισορροπία. Αύξησε πολύ τις επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές. Το αναπτυξιακό όμως αποτέλεσμα δεν ήταν ανάλογο. Αν βάλουμε και το 74 ο μέσος όρος ανάπτυξης, χαμηλότερος από την προηγούμενη 12ετία, παρά τις ψηλότερες επενδύσεις. Γιατί;

Ή οι επενδύσεις ήταν της συμφοράς σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, ήταν κακής ποιότητας, ή η Δικτατορία δεν συνειδητοποίησε ότι οι αναπτυξιακές δυνατότητες του μετεμφυλιακού μοντέλου, είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Άλλα πράγματα έπρεπε να γίνουν κι όχι το μοντέλο έντασης του κεφαλαίου.

Πάταγε γκάζι με άλλα λόγια στις επενδύσεις και έδινε όλο και λιγότερο στην ανάπτυξη της οικονομίας».

Στην ημερίδα μίλησαν επίσης οι καθηγητές – καθηγήτριες: Φρ. Κουτεντάκης, Πεπελάση Ιωάννα, Νικολακάκης Μιχάλης, Διακουλάκη Δανάη, Καλογήρου Γιάννης.