Με πιο πρόσφατο περιστατικό τη διάψευση από την Καθημερινή των ισχυρισμών της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού για το Oruc Reis, εντείνεται ο προβληματισμός σε όλο το πολιτικό φάσμα για όσα συμβαίνουν και όσα επιδιώκει η κυβέρνηση, πέρα από τη συστηματική της διγλωσσία. 

Ads

Από τη μία με τις κινήσεις της, όπως οι μυστικές συναντήσεις με τον Ερντογάν και η Συμφωνία με την Αίγυπτο που απεμπολεί κυριαρχικά δικαιώματα και κινείται σε μια λογική διαλόγου για όλα τα θέματα που ανατρέπει τις «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής διπλωματίας. Από την άλλη σε επίπεδο ρητορικής και επικοινωνίας επιχειρεί να παρουσιάσει μια «ανυποχώρητη» στάση απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα για εσωτερική κατανάλωση. 

Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, επί τρεις μέρες το Oruc Reis έκανε έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και η ελληνική πλευρά ισχυρίζεται ότι τις εμποδίζει, κάνοντας… θόρυβο. Οι αντιφάσεις, όπως επισημαίνεται, είναι πολλές όπως το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός  στο πρόσφατο διάγγελμά του αναφέρεται σε προκλήσεις αλλά την ίδια ώρα ισχυρίζεται ότι το τουρκικό ερευνητικό δεν έχει ποντίσει καλώδια. Άρα σε τι συνίσταται η πρόκληση, και γιατί η Ελλάδα ζητά την παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα; Για να είμαστε πιο ακριβείς, ούτε καν η υφαλοκρηπίδα είναι οριοθετημένη αλλά σε κάθε περίπτωση αν δεν γίνονται έρευνες, πρόκειται για ένα σκάφος που πλέει σε διεθνή ύδατα. 

Φανερή και μυστική διπλωματία

Παράλληλα, η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει στο εσωτερικό ακροατήριο εικόνα «στήριξης» των εταίρων και συμμάχων απέναντι στις τουρκικές πορκλήσεις  όταν, αντιθέτως, σε επίσημο επίπεδο έχουν «γκριζάρει» τις επίμαχες περιοχές δημιουργώντας προϋποθέσεις διαλόγου με όλα τα θέματα στο τραπέζι, σε αντίθεση με όσα πάγια υποστηρίζει πάγια η Αθήνα για μία και μοναδική διαφορά με την Τουρκία, αυτή της υφαλοκρηπίδας. Αν κάποιος κοιτάξει πίσω από τις γενικόλογες αποδοκιμασίες, η ΕΕ για πρώτη φορά προτρέπει την Ελλάδα να κάτσει στο τραπέζι. 

Ads

Οι φανερές και μυστικές συζητήσεις υπό το συντονιστικό ρόλο της Γερμανικής Προεδρίας είναι το άλλο μεγάλο «αγκάθι». Ο επικεφαλής σύμβουλος του Ερντογάν, ουσιαστικά ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από τον Πρόεδρο, Ιμπράημ Καλίν σημειώνει ότι οι δύο πλευρές είχαν ήδη συμφωνήσει σε μια σειρά από ζητήματα και η καθοριστική συνάντηση έχει αναβληθεί μετά τη συμφωνία με Ελλάδας – Αιγύπτου.  Την οποία κάποιοι μετριοπαθείς τοποθετούν σε λανθασμένο χρονικο σημείο. 

Το ερώτημα που κυριαρχεί είναι αν οι εκατέρωθεν προκλήσεις, εντάσσονται σε μια στρατηγική αμοιβαίας ικανοποίησης του εσωτερικού ακροατηρίου, ενώ στην πράξη η συμφωνία που, στο τέλος της διαδρομής, οδηγεί σε συνεκμετάλλευση, είναι δεδομένη και προς αυτή την κατεύθυνση πιέζουν οι «σύμμαχοι και εταίροι». Αυτήν φαίνεται να «προετοιμάζει» η πρόσφατη συμφωνία με την Αίγυπτο παρά τη φαινομενική τουρκική αντίδραση. 

Αναζητείται  εθνική στρατηγική

Η κυβέρνηση έχει επικριθεί ότι κινήθηκε βεβιασμένα αποδεχόμενη τη μειωμένη επήρεια των ελληνικών νησιών στη χάραξη ΑΟΖ ενώ η αντιπολίτευση ζητά επιμόνα σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, προκειμένου να υπάρξει συνεννόηση και χάραξη ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει ούτε σε επίπεδο δηλώσεων ούτε σε επίπεδο κινήσεων, ποια είναι η στρατηγική της χώρας απέναντι στην κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας.

Παράλληλα, από το ΣΥΡΙΖΑ έχει προταθεί η σύγκληση Συνόδου Κορυφής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί στον πιο επίσημο τόνο και έμπρακτα η στήριξη της ΕΕ στην τουρκική προκλητικότητα και όχι μέσω ανέξοδων δηλώσεων. Αντιθέτως, η κυβέρνηση εξάντλησε την παρέμβασή της με τη σύγκληση του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών, το οποίο θα αρκεστεί σε μια γενικόλογη αποδοκιμασία ρητορικού επιπέδου αλλά δεν μπορεί να προωθήσει καμία ουσιαστική απόφαση με πολιτικό βάρος.

Όπως, άλλωστε, αναφέρει σε σειρά αναρτήσεών του ο Βαγγέλης Αντώναρος, επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσει και να απλουστεύσει, δηκτικά, το μήνυμα του πρωθυπουργού στο διάγγελμά του, αυτό είναι: «Βρε καρντάσια μην το παρατραβάτε το σκοινί για να μπορέσουμε επιτέλους να αρχίσουμε τον διάλογο που έχουμε (προ)συμφωνήσει».