Μετά τον νέο εργασιακό νόμο που θεσπίζει μεταξύ άλλων την απλήρωτη υπερωριακή εργασία, η κυβέρνηση έχει ήδη δώσει στη διαβούλευση την «ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά», που εν πολλοίς συνίσταται στη μετατροπή του συστήματος επικουρικής σύνταξης από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό. Πρόκειται για ένα σύστημα που έχει εγκαταληφθεί από δεκάδες κρατών επειδή «τα έβαζε μέσα» αλλά και για ένα σύστημα που έρχεται να αλλάξει τη φύση της ιδιότητας του εργαζόμενου-ασφαλισμένου.

Ads

Όπως εξηγεί στο tvxs.gr ο διδάσκων και ερευνητής της Κοινωνικής Ασφάλισης στο Πάντειο, Βαγγέλης Κουμαριανός, ο νέος εργαζόμενος-ασφαλισμένος που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα του 2021 υπό συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας θα καλείται στο εξής με την επιλογή του ανάμεσα στα τρία προφίλ (συντηρητικό, ισορροπημένο, επιθετικό) να επιδεικνύει, όχι απλά συνετή αλλά, πετυχημένη επενδυτική συμπεριφορά σε μια διαρκή προσπάθεια συγκέντρωσης ενός ποσού για την επικουρική του σύνταξη. Τονίζει μάλιστα ότι η κυβέρνηση στο νομοσχέδιο εγγυάται το ύψος των ονομαστικών εισφορών αλλά όχι συγκεκριμένο ύψος σύνταξης.

Ακολουθεί η συνέντευξη με τον κ. Κουμαριανό.

Εφόσον η κυβέρνηση προβλέπει την εγγύηση των ονομαστικών εισφορών (μαζί με τον πληθωρισμό), ποιός είναι ο κίνδυνος σε επίπεδο ασφαλισμένου από τη μετατροπή του συστήματος επικουρικής ασφάλισης από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό; Υπάρχει κάποιο κακό σενάριο κατά το οποίο ο ασφαλισμένος μπορεί να χάσει τις ονομαστικές του εισφορές;

Ads

Η κοινωνική ασφάλιση παρέχει κοινωνικά δικαιώματα προστασίας και ασφάλειας από μια σειρά κινδύνους, όπως τα γηρατειά, η ασθένεια, η ανεργία. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα που θέλει να φτιάξει η κυβέρνηση μετατρέπει το κοινωνικό δικαίωμα στη σύνταξη σε περιουσιακό δικαίωμα, το οποίο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα εις βάρος των συμφερόντων των εργαζόμενων.

Πρώτα απ’ όλα, στο ύψος της σύνταξης. Η εγγύηση της ονομαστικής αξίας των εισφορών δεν σημαίνει ότι εγγυάται κανένα ύψος επικουρικής σύνταξης. Κάθε άλλο. Υπόσχεται ότι κάθε εργαζόμενος θα χτίζει το δικό του συνταξιοδοτικό κεφάλαιο και ότι το ύψος της σύνταξης συνδιαμορφώνεται από την ηλικία συνταξιοδότησης και το προσδόκιμο ζωής. Κανείς δε μας διασφαλίζει ότι το ατομικό κεφάλαιο θα είναι επαρκές για να απορροφήσει την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, θα χρειάζεται ταυτόχρονα να δουλεύουμε περισσότερο για να πάρουμε χαμηλότερες κατά κανόνα συντάξεις. Γι΄αυτό και το νέο μοντέλο εγγυάται το ονομαστικό κεφάλαιο και όχι μια ελάχιστη σύνταξη.

Δεύτερον, υπάρχει ο συστημικός κίνδυνος των αγορών, ειδικά σε μία εξαιρετικά αρνητική συγκυρία για την παγκόσμια και ελληνική οικονομία, αλλά και ανεξάρτητα από τη συγκυρία αυτή. Όταν οι επενδύσεις των ασφαλιστικών ταμείων γίνονται τίτλοι χωρίς αντίκρυσμα, όπως συνέβη με τα αντίστοιχα συνταξιοδοτικά προγράμματα στις ΗΠΑ κατά την κρίση του 2008,
η ελληνική και η διεθνής εμπειρία μας επιτρέπει να προβλέψουμε ότι θα κληθούμε να πληρώσουμε μέσω της φορολογίας μας το «εγγυημένο» κεφάλαιό μας, όπως το εγγυάται το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αν το εγγυάται ακόμα το χρονικό σημείο που ο καθένας και η καθεμιά θα συνταξιοδοτηθεί.

Τρίτον, θα μπορούσε να δει κάποιος και μια απόπειρα αποπροσανατολισμού του εργαζόμενου-ασφαλισμένου από την ταξική του θέση. Όταν προσδοκά υπερ-αποδόσεις από τις χρηματαγορές για να πετύχει καλύτερη σύνταξη για τα γηρατειά του, ασυνείδητα αναζητά τις πιο ανταγωνιστικές αγορές και επιχειρήσεις που επιτυγχάνουν να αποσπούν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι υπεραξίας από την εργασία στην εγχώρια ή διεθνή αγορά. Αντί ο εργαζόμενος να προσπαθεί να βελτιώσει τη θέση του μέσα από εργατικές διεκδικήσεις και συλλογικές διαδικασίες, θα πριμοδοτεί επιχειρήσεις που αυξάνουν το μερίδιο κέρδους των μετόχων μειώνοντας το κόστος εργασίας. Άρα με τον τρόπο αυτό θα στρέφεται εναντίον της κοινωνικής του τάξης. Ο αποπροσανατολισμός αυτός έχει εντοπιστεί από τη διεθνή βιβλιογραφία στα Ολλανδικά συνδικάτα μετά την κρίση του 2008.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως η μετατροπή του συστήματος της επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό γίνεται για να μειωθεί ο κίνδυνος που προκύπτει επί των συντάξεων από το δημογραφικό πρόβλημα.

Ως δημογραφικό πρόβλημα ορίζουμε δύο βασικές δημογραφικές εξελίξεις που συναντάμε στο σύνολο των ανεπτυγμένων οικονομιών. Η πρώτη είναι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η δεύτερη η μείωση των γεννήσεων. Αυτές οι δύο τάσεις δημιουργούν αυξημένες ανάγκες δαπανών σύνταξης και υγείας και δημιουργούν πρόβλημα χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης στο βαθμό που φθίνει ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας, δηλαδή οι βασικοί χρηματοδότες.

Η επιλογή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, όμως, δεν λύνει το δημογραφικό, δεν αυξάνει τις γεννήσεις, δεν μειώνει το προσδόκιμο ζωής. Αυτό που κάνει είναι να μεταφέρει τον κίνδυνο, το κόστος δηλαδή χρηματοδότησης από το συλλογικό στο ατομικό. Το βασικό πρόβλημα με αυτή την επιλογή είναι ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν, ή λαμβάνονται υπόψη πολύ λιγότερο, ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων, αποκλεισμού, φτώχειας. Η αρχή της ανταπόδοσης του «ό,τι δώσεις, θα πάρεις» λειτουργεί εις βάρος των επισφαλώς εργαζόμενων, των outsiders της αγοράς εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι οξύνονται οι κοινωνικές ανισότητες, εισοδηματικές, οι ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων. Επίσης, η εργασιακή φτώχεια ανακυκλώνεται ως συνταξιοδοτική φτώχεια.

Η συλλογική αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης δεν είναι εύκολη. Αλλά τουλάχιστον επιτρέπει να αναζητήσουμε συνολικά ως κοινωνία νέους τρόπους χρηματοδότησης και νέους τρόπους προστασίας και επιτρέπει να ανανεώνουμε διαρκώς ένα κοινωνικό συμβόλαιο προστασίας των «αδικημένων».

Μπορεί ένας εργαζόμενος-ασφαλισμένος να έχει καλή επίβλεψη της διαχείρισης των εισφορών του στο πεδίο των κινητών αξιών (μετοχές, ομόλογα κτλ); Για να επιλέξει στην αρχή και να επιλέγει κατά τη διάρκεια της εργασιακής του ζωής ανάμεσα στα τρία προφίλ (συντηρητικό, ισορροπημένο και επιθετικό) δε θα χρειαστεί υποστήριξη από κάποιο σύμβουλο επενδύσεων; Αυτό δεν συνεπάγεται ένα κόστος;

Εάν ισχύσει η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση από το 2022, το συνταξιοδοτικό κεφάλαιο κάθε νέου ασφαλισμένου θα αποτελεί αντικείμενο επενδυτικής πολιτικής, με δική του ευθύνη. Θα έχει την επιλογή επενδυτικού προφίλ και, όπως καταλαβαίνετε, η ατομική επιλογή συνεπάγεται ατομική ευθύνη. Αυτό σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος πρέπει να δείξει την «σωστή» συμπεριφορά. Να είναι υπεύθυνος, προνοητικός, «όσο πρέπει» προσεκτικός και «όσο πρέπει» ριψοκίνδυνος. Το Πόρισμα του Υπουργείου 2019 για την μεταρρύθμιση αυτή, έλεγε χαρακτηριστικά ότι θα πρέπει να μας γίνεται σαφές πως χαμηλό ρίσκο στη αρχή του εργασιακού βίου θα συνεπάγεται ελάχιστη σύνταξη και αντίστοιχα, υψηλό ρίσκο αντενδείκνυται όταν πλησιάζουμε στη σύνταξη.

Καλούμαστε να γίνουμε χρηματοοικονομικά εγγράμματοι (financial literacy). Τη δεκαετία του ’50 έπρεπε να μάθουμε γράμματα, τη δεκαετία του ’90 έπρεπε να μάθουμε computer, και εδώ και μία δεκαετία ο ΟΟΣΑ μας καλεί να μάθουμε να αξιολογούμε χρηματοοικονομικά προϊόντα ως βασική ατομική δεξιότητα.

Στις αδιαφανείς διεθνείς χρηματαγορές και στην Ελλάδα των «δομημένων ομολόγων» μόνο ως καφκική δοκιμασία μπορεί να γίνει αντιληπτή αυτή η απαίτηση.

Στην Ελλάδα του 2021, όπου οι νέοι εργαζόμενοι βρίσκονται σε καθεστώς διαρκούς εργασιακής ανασφάλειας και οι απολαβές τους είναι ιδιαίτερα χαμηλές σε σχέση με το κόστος ζωής, το να μπαίνει η ασφάλιση σε ένα επισφαλές περιβάλλον όπως αυτό των κινητών αξιών, δε συνιστά αντίφαση; Μιλάμε πλέον για τον εργαζόμενο-μικροεπενδυτή;

Αν το καλοκαίρι του 1999 παρατηρούσαμε στην παραλία τον κόσμο να διαβάζει τις σομόν σελίδες με τις αποδόσεις του Χρηματιστηρίου, σήμερα, η καθημερινότητα είναι πολύ πιο ζοφερή. Στην Ελλάδα, συγκριτικά με την ΕΕ των 27, έχουμε τη μεγαλύτερη ανασφάλεια για την επάρκεια εισοδήματος κατά τα γεράματα. Η εργασία γίνεται ολοένα και πιο επισφαλής και κακοπληρωμένη, ενώ το 13% των εργαζομένων βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.

Σύμφωνα, όμως, με το νομοσχέδιο για την νέα επικουρική σύνταξη, ο 23χρονος που γεννήθηκε το 1999 και εργάζεται delivery (με το κόκκινο ή το μπλε κουτί στο μηχανάκι), περιμένοντας στο παγκάκι του πάρκου να έρθει κάποια ιντερνετική παραγγελία, θα μπορεί σύμφωνα με τον υφυπουργό να ενημερώνεται για την εξέλιξη των αποδόσεων των επενδύσεων του στο smartphone.

Μέσω αυτής της απόλυτης αντιστροφής των όρων και της πραγματικότητας ο εργαζόμενος που κινδυνεύει ταυτίζεται με τον επενδυτή που ρισκάρει. Ακόμα χειρότερα, ο εργαζόμενος-μικροεπενδυτής, όπως είπατε, πρέπει κάθε χρόνο και για 40 χρόνια δουλειάς να διαλέγει το βαθμό επενδυτικού ρίσκου του συνταξιοδοτικού του πακέτου και να υφίσταται τις συνέπειες των «επενδυτικών» επιλογών του, ενώ προβλέπεται η ασυλία των διαχειριστών των επενδύσεων του νέου Ταμείου.