Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί το Προεδρικό Διάταγμα 18/2018 του Κώστα Γαβρόγλου για τον οργανισμό του υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κρίνοντας ότι είναι συνταγματική η αφαίρεση από τον εν λόγω οργανισμό, της «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης», δηλαδή της θρησκευτικής αγωγής των νέων. Αυτή είναι η είδηση. Η ερμηνεία όμως της απόφασης εμφανίζει ποικιλία στους θεσμικούς αποδέκτες της.

Ads

Οι ήξεις αφήξεις εξελίξεις

«Μία σημαντική ημέρα για την ενίσχυση των διακριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας» σχολίασε ο πρώην υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου, κατά τον οποίο «η απόφαση αυτή δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για την αφαίρεση του τίτλου “Θρησκευμάτων” από τον πλήρη τίτλο του Υπουργείου Παιδείας, όπως είναι σε όλα τα αντίστοιχα Υπουργεία των χωρών της Ευρώπης. Κυρίως, όμως, παρέχει τις δυνατότητες για να συζητήσουμε νηφάλια την παραπέρα ενίσχυση των διακριτών ρόλων της Πολιτείας και Εκκλησίας».

Ως θετική χαρακτηρίζει ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς «επιβεβαιώνει την ανάγκη η αρμοδιότητα για τα θρησκεύματα να μεταφερθεί σε άλλο υπουργείο, πχ στο υπουργείο Εσωτερικών, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές  χώρες. Για τη μεταφορά αυτή χρειάζεται μόνο πολιτική βούληση». Ωστόσο, όπως προσθέτει «ας ελπίσουμε ότι η νέα θετική νομολογία του ΣτΕ με την οποία διαχωρίζεται η θρησκευτική αγωγή από το υπουργείο Παιδείας, θα σταθεροποιηθεί προς όφελος των δημοκρατικών δικαιωμάτων στη χώρα μας. Πάντοτε, ωστόσο, ενεδρεύουν τα παραδικαστικά-παραθρησκευτικά  κυκλώματα στο χώρο της δικαιοσύνης, σε μια περίοδο μάλιστα που οι συντηρητικοί άνεμοι απειλούν δικαιώματα στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, προβάλλοντας ψευδεπίγραφα θέματα “ταυτότητας”».

Ads

Θετική είναι όμως η απόφαση και σύμφωνα με την Ιερά Σύνοδο, η οποία χαρακτηρίζει «επιπόλαιες τις ανακοινώσεις ότι δήθεν το ΣτΕ έκρινε ως συνταγματική την αφαίρεση της θρησκευτικής αγωγής από τους σκοπούς του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων» και διευκρινίζει «προς λήξη των παρανοήσεων πως το ΣτΕ έκρινε ότι η παράλειψη αναφοράς του σκοπού αυτού στο Διάταγμα δεν αποτελούσε παράβαση του Συντάγματος, όχι επειδή επιτρέπεται η αφαίρεση της θρησκευτικής αγωγής από την εκπαίδευση, αλλά επειδή αρκεί ότι η θρησκευτική αγωγή ήδη προβλέπεται στο Σύνταγμα (16 παρ. 2) και στον νόμο 1566/1985, ώστε δεν απαιτείτο η επανάληψή της στο διάταγμα οργάνωσης των υπηρεσιών του ΥΠΕΘ. Συνεπώς αντίθετα με όσα διαδόθηκαν χωρίς κατανόηση του σκεπτικού της, η απόφαση 210/2020 του ΣτΕ δεν έκρινε ότι παύει να εντάσσεται στους σκοπούς της δημοκρατικής παιδείας υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, για το περιεχόμενο της οποίας σε ό,τι αφορά τα τέκνα ορθοδόξων χριστιανικών οικογενειών, έχει εκδώσει κατά τα τελευταία έτη αποφάσεις η Ολομέλεια του ΣτΕ (660/2018, 926/2018, 1749/2019 και 1750/2019)».

Χρειάζεται επίσης να θυμηθούμε πως τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα πάλι με απόφαση του ΣτΕ, «σκοπός των Θρησκευτικών είναι η επιδίωξη της ανάπτυξης της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές». «Όσοι ανήκουν σε άλλο θρήσκευμα ή είναι άθεοι», σύμφωνα με τους συμβούλους της Επικρατείας, «έχουν το δικαίωμα να απαλλαγούν από το μάθημα με μοναδική επίκληση θρησκευτικών λόγων συνείδησης».

Μένουμε Ευρώπη;

Συμπέρασμα; Το κράτος και οι Θεσμοί του στη χώρα έχουν συνέχεια. Παράλληλα όμως οι Ευρωπαϊκού θεσμοί κρατούν τα δημοκρατικά/προοδευτικά όρια ή προσχήματα. Στις 31 Οκτωβρίου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανακοίνωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση αποκάλυψης πεποιθήσεων για την απαλλαγή από τη θρησκευτική εκπαίδευση στο σχολείο είναι αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Εμμεση αλλά σαφή καταδίκη των πολιτικών της υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως, συνιστά και η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις ερωτήσεις του ευρωβουλευτή Στέλιου Κούλογλου σχετικά με την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία.

Η αρμόδια Επίτροπος, Μαρίγια Γκάμπριελ, απάντησε εξ ονόματος της Επιτροπής στον Έλληνα ευρωβουλευτή, ότι «η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» όπως και τα προσωπικά δεδομένα των μαθητών, τονίζοντας: Σύμφωνα με τον γενικό κανονισμό για την προστασία των δεδομένων, τα δεδομένα που αποκαλύπτουν θρησκευτικές πεποιθήσεις ανήκουν σε ειδική κατηγορία δεδομένων, η επεξεργασία των οποίων καταρχήν απαγορεύεται, εκτός και αν δικαιολογείται βάσει μίας από τις περιοριστικά προβλεπόμενες παρεκκλίσεις. Κατά την εφαρμογή του κανονισμού, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται στον Χάρτη».

Στη μάχη αυτή των ιδεών όμως, διότι περί μάχης ιδεών πρόκειται, οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν είναι μόνο οι προβεβλημένες και το ιδεολογικό/θεολογικό ζήτημα είναι πιο περίπλοκο από όσο οι περισσότεροι νομίζουμε. Πόσοι ξέρουν για παράδειγμα ότι η αντιπαράθεση αυτή περί ορθόδοξης θρησκευτικής συνείδησης και αποστολής του μαθήματος των θρησκευτικών διεξάγεται με πάθος και στο εσωτερικό της εκκλησίας και ειδικά των θεολόγων. 

image

Ο καθηγητής Θεολογίας του ΕΚΠΑ και μέλος του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός», Δημήτρης Μόσχος, μιλά στο tvxs, αλλά δεν λέει αυτά που πολλοί θα περιμένουν

Το θεολογικό πρόβλημα

«Η προσφυγή της Εκκλησίας της Ελλάδος στο ΣτΕ κατά τη γνώμη μου ήταν μέσα στο πνεύμα των καιρών που θέλει να  κλείσει κάθε τρύπα και να τερματιστεί κάθε υπόνοια που προκλήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ότι το υπουργείο Παιδείας απομακρύνεται από το ρόλο του θρησκευτικού παιδαγωγού. Και απορριπτόμενη όμως η προσφυγή δεν αλλάζει κάτι, στο βαθμό που προβλέπεται και καλύπτεται από ανώτερες διατάξεις του Συντάγματος. Όπως έγινε και στο ζήτημα των θρησκευτικών, η προσπάθεια να πετύχουμε μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατοχύρωση της παρουσίας της ορθόδοξης πίστης και της εκκλησίας στο δημόσιο χώρο μέσα από μηχανισμούς, δηλαδή να ζητήσουμε ένα ορθόδοξο μάθημα, ένα ορθόδοξο υπουργείο Παιδείας, μια ορθόδοξη οργάνωση των θεσμών ενέχει σοβαρούς κινδύνους να μας οδηγήσει στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Εάν τραβήξουμε κι άλλο το σκοινί, θα σπάσει και νομίζω ότι αυτό αρχίζει να το αντιλαμβάνεται και η Ιεραρχία. Διότι για παράδειγμα το μάθημα των θρησκευτικών έπαψε να είναι ανοικτό όπως οφείλει και να απευθύνεται αυστηρά σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως ορθόδοξοι. Αντί λοιπόν η χριστιανική πίστη και μέσω του μαθήματος των θρησκευτικών να έλκει παιδιά, αντίθετα να αποκλείει και αντί η εκκλησία να κατοχυρώνει την παρουσία της στο δημόσιο χώρο τελικά να την περιορίζει και να τη συρρικνώνει. Εφόσον λοιπόν η απόφαση του ΣτΕ παρότι είναι απορριπτική δεν αλλάζει κάτι, όπως διευκρινίζει και η Ιερά Σύνοδος, τότε γιατί έπρεπε να γίνει;».

Σε ό,τι αφορά δε την απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών, αυτό που πετυχαίνει τελικά, σύμφωνα με τον Δ. Μόσχο είναι «να χωρίζονται οι μαθητές σε ορθόδοξους και άλλους, το οποίο ούτε παιδαγωγικό είναι, αλλά και ξανανοίγει ζητήματα που είχαν κλείσει. Στο τέλος θα καταφέρουμε αντί η εκκλησία να αποτελεί ανοικτή αγκαλιά για όλο τον κόσμο να καταλήξει σε ένα οροθετημένο γκέτο δεδηλωμένων μελών. Αυτό είναι ένα σοβαρό θεολογικό πρόβλημα».

Ο πολιτικός παράγοντας

Αυτή όμως η αγωνία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της σημερινής υπουργού Παιδείας για ενίσχυση της ορθόδοξης συνείδησης μοιάζει να ξεφεύγει από το θεολογικό ζητούμενο και την ουσία του και να παρακολουθεί την ευρύτερη πολιτική κατάσταση. Είναι πράγματι έτσι ή υπάρχει άλλη εξήγηση; «Έχετε δίκιο, έτσι είναι. Σίγουρα ο πολιτικός παράγοντας και η συντηρητική στροφή που παρατηρείται στην κοινή γνώμη παίζει καθοριστικό ρόλο» υποστηρίζει ο Δ. Μόσχος. «Από την εποχή που επιχειρούσαμε με αυτοπεποίθηση να ενσωματώσουμε καθετί καινούργιο ή διαφορετικό έχουμε γυρίσει πίσω σε καταστάσεις όπου η αυτοπεποίθηση έχει αντικατασταθεί με το φόβο και η ενσωμάτωση με την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό. Το ευρωπαϊκό όραμα αποδείχτηκε απατηλό και οδήγησε σε φοβικές και απομονωτικές πολιτικές προσεγγίσεις και απαντήσεις. Τέτοιες είναι οι απαντήσεις στο προσφυγικό για παράδειγμα και ανάλογες είναι σε όλα τα κοινωνικά ζητήματα. Δημιουργείται λοιπόν ένα άκρως συντηρητικό πολιτικό περιβάλλον και αυτό δυστυχώς καθορίζει τις αποφάσεις και του υπουργείου Παιδείας και της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και του ΣτΕ, κ.λπ. Το θέμα μοιραία γίνεται ιδεολογικό».

Και γιατί «καίγεται» η κυβέρνηση, το υπουργείο Παιδείας, η Νίκη Κεραμέως για την ορθόδοξη πίστη; «Είναι θέμα πολιτικής. Πρόκειται για τη διαχείριση ενός συμβολικού κομματιού που δημιουργεί έδαφος άσκησης εξουσίας. Ορίζοντας τι σημαίνει ξένος, τι σημαίνει Έλληνας, διανέμοντας ταυτότητες, διαμορφώνεις ιδεολογία και ασκείς εξουσία. Αυτό συμβαίνει και με την πολιτική και με την θρησκευτική ηγεσία. Και αυτό είναι το πρόβλημα. Πρώτα από όλα η εκκλησία ως σώμα χριστού που έρχεται με το ευαγγέλιο να κηρύξει την αγάπη δεν είναι δυνατόν να έχει μέλημά της την άσκηση εξουσίας και την πολιτική. Αλλά δυστυχώς αυτό συμβαίνει».

Το μάθημα των θρησκευτικών σε έναν κόσμο που αλλάζει

Υπάρχει όμως αντίλογος στο εσωτερικό της εκκλησίας και ειδικά των θεολόγων που έχουν και την εκπαίδευση στα χέρια τους; «Είναι γεγονός ότι οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί πάντοτε είχαν έναν ιδιαίτερο ρόλο διότι δεν υπαγόντουσαν υπηρεσιακά, οικονομικά, θεσμικά κ.λπ στην διοικούσα εκκλησία, δεν ελέγχονται λοιπόν αυτή, παρά μόνο με τρόπο πνευματικό στο βαθμό που είναι χριστιανοί ορθόδοξοι θεολόγοι. Οπότε υπήρχε πάντα και μια αίσθηση ότι οι θεολόγοι κάνουν τα δικά τους αλλά και μια περίεργη αντιμετώπιση. Για τους έξω από την εκκλησία οι θεολόγοι είναι κάποιοι συντηρητικοί εκπαιδευτικοί και για τους μέσα στην εκκλησία είναι κάποιοι προοδευτικοί. Και για τα μέσα ενημέρωσης υπάρχει το στερεότυπο του συντηρητικού θεολόγου. Στην πραγματικότητα, δυστυχώς, η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, η οποία συμμετείχε στην τελευταία προσφυγή, είναι ένας συνδικαλιστικός χώρος που φτιάχτηκε τη δεκαετία του 1960 κι εμφάνισε εδώ και πολλά χρόνια σημάδια αρτηριοσκληρωτικής κατάστασης, δεν ερχόταν σε επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο ενώ υπήρχε και ανελευθερία στο εσωτερικό της Ένωσης. Έτσι πολλοί συνάδελφοι αποφάσισαν και δημιούργησαν έναν δεύτερο σύλλογο, με την επωνυμία “καιρός για την αναβάθμιση του θρησκευτικού μαθήματος”».

«Ο σύνδεσμός μας βλέπει τη διδασκαλία των θρησκευτικών ως ένα μάθημα ανοιχτό στις σύγχρονες εξελίξεις, στη σύγχρονη συζήτηση για τον κόσμο, ως έναν χώρο συνύπαρξης όλων των παιδιών, που συμβάλει στην ανάπτυξη και την ωρίμανση της θρησκευτικής συνείδησης, με σεβασμό σε κάθε θρησκεία, με αναστοχασμό για την κάθε θρησκεία και ταυτόχρονα στη γνώση του ελληνικού πολιτισμού που σε μεγάλο βαθμό έχει σημαδευτεί από την ορθόδοξη πίστη. Δηλαδή όταν έρχεται ένα παιδί από άλλη χώρα, με άλλη ταυτότητα να μπορεί να κατανοήσει την κοινωνία στην οποία έχει βρεθεί αλλά και οι άλλοι μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα αυτό το παιδί. Το αν θα γίνουν ορθόδοξοι χριστιανοί δεν είναι δουλειά των θρησκευτικών να το απαντήσει. Το μάθημα λοιπόν να διδάσκει την ορθόδοξη χριστιανική πίστη αλλά με έναν τρόπο ανοικτό σε άλλες πίστεις και άλλους πολιτισμούς, απαραίτητο για να καταλάβουμε τον κόσμο που μας περιβάλει σήμερα. Έτσι τα παιδιά που έρχονται στην Ελλάδα να κατανοούν τον πολιτισμό της ώστε να μπορέσουν να ζήσουν με γνώση και σεβασμό, άρα καλύτερα, και παράλληλα εμβαθύνοντας και στη δική τους πίστη, αν δεν γίνουν ορθόδοξοι, παραμένοντας αυτό που είναι ή επιλέγουν να είναι, με γνώση και αλληλοσεβασμό. Διαφορετικά, διαχωρίζοντας και μάλιστα μικρά παιδιά με βάση τη θρησκεία τους αναπαράγονται, μίση, φόβοι και στρεβλώσεις».

Το υπουργείο Παιδείας γνωρίζει την ύπαρξη και την άποψή σας; «Γνωρίζει και είχαμε κατά καιρούς επικοινωνία και με την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην κυρία Κεραμέως έχουμε καταθέσει τις απόψεις μας, τα αιτήματά μας, έχουμε κοινοποιήσει διαβήματα, αλλά από εκεί και πέρα είναι θέμα πολιτικής βούλησης και επιλογών».