Σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία στις δημόσιες αναπαραστάσεις περί των διεθνών εξελίξεων κυριαρχούν το φάσμα της ρευστότητας που συνοδεύει τις επιλογές Τραμπ, τα ερωτήματα για την επόμενη φάση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και ιδίως η πλήρης απαξίωση της ανθρώπινης ζωής και του διεθνούς δικαίου στη Γάζα, η αναζωπύρωση της έντασης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν ήρθε να εντείνει τις ανησυχίες για μια παγκόσμια αστάθεια. Εντέλει, οι κλιμακούμενες εχθροπραξίες σταμάτησαν μετά από τέσσερις μέρες, στις 10 Μαΐου.

Ads

Όμως ο ιδιότυπος συνδυασμός εδαφικών διεκδικήσεων και κινήματος αυτοδιάθεσης στο Κασμίρ με την πυρηνική αντιπαράθεση δεν προοιωνίζεται διευθέτηση της ινδο-πακιστανικής σύγκρουσης στο παρόν πλαίσιο.

Η στρατικοποιημένη ινδο-πακιστανική αντιπαλότητα

Οι δύο χώρες αποτελούν επισήμως από το 1998 πυρηνικές δυνάμεις, γεγονός που έχει καταστήσει πολύ πιο επικίνδυνο το διακύβευμα της διαμάχης τους. Σύμφωνα με μια (ρεαλιστική) θεώρηση, πυρηνική ισορροπία –με εκάστη χώρα να διαθέτει περί τις 170 πυρηνικές κεφαλές– συμβάλλει στην αμοιβαία αποτροπή. Όμως, σε αντίθεση με την περίπτωση ΗΠΑ – ΕΣΣΔ, η συνθήκη Ινδίας και Πακιστάν δεν είναι ενός «μη πολέμου», αλλά μιας στρατικοποιημένης έντασης που περιοδικά εκδηλώνεται με επίκεντρο την περιοχή του Κασμίρ. Στους ινδο-πακιστανικούς πολέμους (1947-48, 1965, 1971, 1999) πρέπει κανείς να προσθέσει δεκάδες ένοπλες διασυνοριακές εντάσεις και τις μεγάλες τρομοκρατικές  επιθέσεις στην Ινδία (2001, 2008 και την πρόσφατη) που έφεραν τις δύο χώρες στα πρόθυρα γενικευμένης σύρραξης.

Οι δύο χώρες είναι «οπλισμένες σαν αστακοί», δαπανώντας  πάνω από το 2,5% του ΑΕΠ τους για στρατιωτικούς σκοπούς. Το μεγαλύτερο οικονομικό και πληθυσμιακό μέγεθος της Ινδίας της επιτρέπει να διατηρεί μια υπεροπλία σε συμβατικά μέσα· σε κάθε περίπτωση, η κούρσα εξοπλισμών έχει καταστήσει τους δύο στρατούς από τους ισχυρότερους στον κόσμο.

Ads

Η πυρηνική διάσταση και η εν γένει στρατιωτικοποίηση έχουν αναμφίβολα δημιουργήσει μια αυτοτελή δυναμική κλιμάκωσης. Παρ’ όλα αυτά, η διένεξη για το Κασμίρ και το αποσχιστικό κίνημα εκεί συνιστούν τους κύριους τροφοδότες της αντιπαλότητας.

Κασμίρ: Εδαφικές διεκδικήσεις, κίνημα αυτοδιάθεσης και διεθνές δίκαιο

Η περίπτωση του Κασμίρ παραμένει μια από τις παλαιότερες ανεπίλυτες εδαφικές διαμάχες της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ η περιοχή  αποτελεί μια από τις πλέον «θερμές ζώνες» στον κόσμο, ούσα κατακλυσμένη από ένοπλες δυνάμεις.

Ο τερματισμός της βρετανικής αποικιοκρατίας (1947) οδήγησε στη δημιουργία των δύο κρατών· το Πακιστάν συγκροτήθηκε ρητά ως πατρίδα των μουσουλμάνων της ινδικής χερσονήσου, ενώ η Ινδία, παρά την ινδουιστική πλειοψηφία της, πρόβαλε την εικόνα ενός πολύ-κοινοτικού κράτους. Με αυτό το επιχείρημα επιδίωξε την υπαγωγή του πλειοψηφικά μουσουλμανικού Κασμίρ στη δική της δικαιοδοσία. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης για το Κασμίρ (1947-48) ήταν να καταλάβει η Ινδία το μεγαλύτερο τμήμα του, με ένα μικρότερο να ελέγχεται από το Πακιστάν.

Πρέπει να τονιστεί ότι, από πλευράς διεθνούς δικαίου, δεν αναγνωρίζονται οι κατειλημμένες αυτές περιοχές ως νόμιμα εδάφη των δύο χωρών. Συναφώς, παραμένει ανεφάρμοστη, εδώ και σχεδόν 80 χρόνια, η Απόφαση 47 (1948) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, βάσει της οποίας το ζήτημα εντέλει θα επιλυόταν με ένα δημοψήφισμα, στο οποίο οι κάτοικοι θα επέλεγαν μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας. Το Πακιστάν, θεωρώντας ότι η μουσουλμανική πλειοψηφία της περιοχής τού εξασφαλίζει ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα, υποστηρίζει διαχρονικά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

Στο τμήμα του Κασμίρ που ελέγχεται από την Ινδία και αποτελεί έκτοτε την εστία της διαμάχης δόθηκε το 1952 ειδικό καθεστώς με περισσότερες εξουσίες από άλλα ινδικά κρατίδια. Η επικύρωση της συμφωνίας από μια τοπική συνέλευση τότε αποτελεί το βασικό επιχείρημα της Ινδίας εναντίον της διενέργειάς δημοψηφίσματος και εν γένει της «διεθνοποίησης» του ζητήματος. Η διευρυμένη αυτονομία, ωστόσο, έμεινε κενό γράμμα·  η κεντρική κυβέρνηση επέβαλε τις βουλές της μέσω εκλογικών παρατυπιών, προσεταιρισμού τμημάτων των τοπικών ελίτ («co-opted rule») και αστυνομοκρατίας, με εξαίρεση μια περίοδο περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Η διάχυτη δυσαρέσκεια του μουσουλμανικού πληθυσμού εκδηλώθηκε σε εξέγερση το 1989· η επόμενη δεκαετία σημαδεύτηκε από μια υψηλής έντασης σύγκρουση, με δεκάδες χιλιάδες θύματα και όξυνση των σχέσεων μεταξύ μουσουλμάνων και ινδουιστών. Οι ένοπλες οργανώσεις επιδίωκαν την ενσωμάτωση στο Πακιστάν ή την ανεξαρτησία. Ενώ η αρχικά κύρια αποσχιστική οργάνωση είχε περισσότερο έναν εδαφικό εθνικιστικό χαρακτήρα, σταδιακά επικράτησαν ριζοαπαστικές ισλαμιστικές/φονταμενταλιστικές ομάδες. Μετά το τέλος της μαζικής φάσης της αποσχιστικής σύγκρουσης, έμειναν (όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις) τέτοιες ακραίες οργανώσεις να συνεχίζουν την ένοπλη δράση με περιοδικές – συχνά τρομοκρατικού τύπου – επιθέσεις. Το 2019 το κυβερνών κόμμα BJP, κυριος εκφραστής του ινδουιστικού εθνισμού, κατήργησε και τυπικά το ειδικό καθεστώς αυτονομίας  του Κασμίρ.

Εξέλιξη και χαρακτηριστικά της πρόσφατης κρίσης

Η κλιμάκωση της πρόσφατης ινδο-πακιστανικής σύγκρουσης ξεκίνησε από μια τρομοκρατική επίθεση στις 22 Απριλίου στο Κασμίρ, η οποία οδήγησε στο θάνατο 25 ινδουιστών τουριστών. Η Ινδία θεωρεί παγίως το Πακιστάν υποκινητή ή/και σπόνσορα  ισλαμιστικών οργανώσεων όπως αυτή που (θεωρείται πως) διεξήγαγε την επίθεση· αν και η στήριξη από το Πακιστάν οργανώσεων στο Κασμίρ είναι επιβεβαιωμένη, ο βαθμός εμπλοκής του σε τέτοιες επιθέσεις δεν είναι πάντα σαφής. Σε κάθε περίπτωση, ακολούθησαν δύο εβδομάδες κλιμακούμενης εθνικιστικής και ευθέως επιθετικής ρητορικής εκ μέρους αξιωματούχων των (συντηρητικών) κυβερνήσεων των δύο χωρών, και στις 7 Μαΐου η Ινδία εξαπέλυσε την προεξοφλούμενη επίθεσή της.

Πολλές πτυχές των εχθροπραξιών και του τερματισμού τους παραμένουν ασαφείς, εν μέσω και της αντικρουόμενης προπαγάνδας. Οι στόχοι της ινδικής επίθεσης ήταν τόσο υποδομές που χρησιμοποιούν ισλαμιστικές οργανώσεις, όσο και στρατιωτικές – κυρίως αεροπορικές – εγκαταστάσεις. Το Πακιστάν από την πλευρά του, το οποίο καταγγέλλει το θάνατο δεκάδων αμάχων, προσπάθησε να ανταποδώσει, αλλά πιθανότατα με μικρή επιτυχία. Η κατάρριψη όμως ενός, ως φαίνεται, ή τεσσάρων, όπως ισχυρίζεται το ίδιο, μαχητικών αεροσκαφών της Ινδίας θεωρείται το μείζον στρατιωτικό του επίτευγμα.

Η παύση των εχθροπραξιών στις 10 Μαΐου φαίνεται να ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών διεθνών πιέσεων στα δύο κράτη, ανακοινώθηκε όμως (με τη γνωστή μετριοπάθειά του) από τον Αμερικανό πρόεδρο. Φαίνεται ότι και οι δύο αντιμαχόμενοι επιθυμούσαν μια τέτοια εξέλιξη· ίσως η μη χρήση χερσαίων δυνάμεων να αποτελεί σχετική ένδειξη.

Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης ήταν η εκτεταμένη χρήση drones και από τους δύο στρατούς, επιβεβαιώνοντας τον καταλυτικό ρόλο αυτής της τεχνολογίας όχι μόνο για τις μεθόδους αλλά και τον ίδιο τον χαρακτήρα του σύγχρονου πολέμου (βλέπε Ουκρανία). Αναμένεται λοιπόν η κούρσα των εξοπλισμών να συνεχιστεί με επίκεντρο αυτές τις τεχνολογίες.

Ένα δεύτερο καινούριο στοιχείο της σύγκρουσης είναι η στρατηγική απόφαση της ινδικής κυβέρνησης να απαντά στρατιωτικά σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Το είχε πράξει σε μικρότερη κλίμακα το 2019, τη στιγμή που προηγούμενες ινδικές κυβερνήσεις είχαν επιδείξει αυτοσυγκράτηση. Πιο ανησυχητική για το μέλλον της ινδο-πακιστανικής αντιπαράθεσης είναι πιθανώς η ίδια η επιλογή (και η σχετική επιτυχία) της Ινδίας να πλήξει στόχους όχι μόνο κοντά στη γραμμή της εκεχειρίας στο Κασμίρ (δηλαδή σε μη διεθνώς αναγνωρισμένα πακιστανικά εδάφη, όπως συνήθως συνέβαινε ως τώρα), αλλά και βαθύτερα, σε de jure  πακιστανικά εδάφη.

Ανάγκη ενός νέου διεθνούς πλαισίου επίλυσης συγκρούσεων;

Υπερασπιστές της παγκόσμιας τάξης που προέκυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρονται και στη ριζική μείωση των βίαιων εδαφικών αλλαγών που τη χαρακτηρίζουν. Παρότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να επιστρατεύσει στοιχεία προς υποστήριξή του, υποτιμά δύο εξίσου εμπειρικά βάσιμες παρατηρήσεις. Πρώτον, το ότι η σκοτεινή πλευρά αυτής της σχετικής σταθερότητας είναι η εκδήλωση εκατοντάδων ενδοκρατικών συγκρούσεων, μεγάλο μέρος των οποίων (μεταξύ 1/3 και 1/2) έχουν ως επίδικο την εθνική αυτοδιάθεση. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις, αυτές οι συγκρούσεις (κυρίως σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής) είτε «σιγοκαίουν» επί δεκαετίες είτε διευθετούνται μη ισορροπημένα, συντελώντας έτσι στη διαιώνιση ποικίλων εσωτερικών ανισοτήτων (οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών). Οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές από αυτές τις χώρες σχετίζονται άμεσα και με τέτοιες συγκρούσεις και τις επιπτώσεις τους. Δεύτερον, παρότι είναι σχετικά ολιγάριθμες, οι συγκρούσεις εκείνες που έχουν στον πυρήνα τους το σύμπλεγμα αυτοδιάθεσης – εθνικής ταυτότητας – εδάφους και διεθνοποιούνται αποκτούν έναν εξαιρετικά σοβαρό και αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα.

Πέραν του Κασμίρ, οι περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Παλαιστίνης υποστηρίζουν αυτή τη διαπίστωση. Βασική πρόκληση για τη διεθνή κοινότητα είναι η διευθέτηση αυτών των διενέξεων με βάση την ισότιμη εφαρμογή αξιών που η ίδια, σε τελική ανάλυση, έχει θεσπίσει, επί τη βάσει υποσχέσεων που η ίδια έχει δώσει. Από τη στιγμή που η εφαρμογή αυτών των αρχών έχει καταστεί, ως φαίνεται, αδύνατη, μάλλον έχει έρθει η ώρα για μια συναινετική, αυθεντικά πολυμερή αλλά και ριζική αλλαγή του υπάρχοντος διεθνούς πλαισίου επίλυσης συγκρούσεων.

* Θωμάς Γούμενος, διεθνολόγος, διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 26ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ.