Tέσσερις σημαντικούς κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν μεσοπρόθεσμα την ελληνική οικονομία εντοπίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στην έκθεσή του για το δεύτερο τρίμηνο του 2022.

Ads

Ως βασική αιτία διάβρωσης των πραγματικών εισοδημάτων το Γραφείο χαρακτηρίζει τον πληθωρισμό.

Παράλληλα, αναφέρεται στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 7,7%, ωστόσο σημειώνεται ότι υπάρχουν εστίες αβεβαιότητας και κινδύνων για την ελληνική οικονομία, οι οποίες είναι –εκτός του υψηλού πληθωρισμού– οι αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση, καθώς και οι πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης.

Ειδικότερα, στην έκθεση, αφού καταγράφονται ορισμένα θετικά στοιχεία (μειωμένο ποσοστό ανεργίας, μικρό πρωτογενές πλεόνασμα τον Ιούλιο) και υπενθυμίζεται η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ και η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία, επισημαίνονται οι εξής κίνδυνοι:

Ads
  • Ο πρώτος κίνδυνος προέρχεται από τον πληθωρισμό, με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βούλης να θέτει το δίλημμα αναφορικά με την αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων ώστε να καλύψουν τις αυξήσεις των τιμών. Όπως σημειώνει, «από τη μια πλευρά, η γενικευμένη αύξηση των μισθών (πέρα από την άνοδο του κατώτατου μισθού) θα ανατροφοδοτούσε τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ από την άλλη πλευρά η μη αύξησή τους περιορίζει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Θα πρέπει, επομένως, να σταθμιστούν οι συνέπειες και να ληφθεί μέριμνα ώστε να αποτραπούν οι εισοδηματικές απώλειες, ιδίως στους χαμηλόμισθους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα υπάρξει πληθωριστική ανατροφοδότηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας».
  • Ο δεύτερος κίνδυνος προέρχεται από την αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στον υψηλό πληθωρισμό. Σύμφωνα με το Γραφείο, «ενώ τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν σε μια συντονισμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους, η ΕΚΤ προχώρησε πρόσφατα σε δεύτερη αύξηση του βασικού της επιτοκίου, ευθυγραμμιζόμενη με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομιών. Η μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής μετά από μια μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ιδιαίτερα αρνητική θα είναι η επίπτωση σε χώρες με υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η Ελλάδα, που μέχρι πρότινος ήταν σχετικά ευνοημένες από τον υψηλό πληθωρισμό, παρά την πρωτοβουλία της ΕΚΤ μέσω του Μηχανισμού Προστασίας Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (Transmission Protection Instrument – TPI)».
  • Ο τρίτος κίνδυνος «συνδέεται με τις αβεβαιότητες για την πορεία της οικονομίας εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης, που ενδεχομένως να αποθαρρύνουν καταναλωτικές αλλά και επενδυτικές αποφάσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό και να επιβραδύνει την ανοδική πορεία της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα. Στο ίδιο πλαίσιο μια ενδεχόμενη ταχύτερη επιβράδυνση των οικονομιών των κύριων εμπορικών εταίρων αναμφίβολα θα επιδρούσε αρνητικά στις εμπορικές και ταξιδιωτικές εισπράξεις».
  • Ο τέταρτος κίνδυνος «είναι πολιτικός και συνδέεται με τις πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στις ερχόμενες εκλογές. Μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια θα εντείνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και πιθανότατα θα αποθαρρύνει την επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από κάθε πλευρά». Σύμφωνα με το Γραφείο, είναι «απαραίτητο να επιτευχθεί ένα ελάχιστος βαθμός συναίνεσης στους βασικούς άξονες της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μην εγείρονται αμφιβολίες για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατά την προεκλογική και μετεκλογική περίοδο».