Την περασμένη Πέμπτη σ΄ ένα ταξίδι με αυτοκίνητο από τη Θεσσαλονίκη στη Λάρισα και στη συνέχεια κατά την πολύωρη παραμονή μας στο Δικαστικό Μέγαρο, έγινα η σκιά μερικών συγγενών θυμάτων του εγκλήματος των Τεμπών.

Ads

Σημασία είχε να καταγράψω τις αντιδράσεις τους πριν και μετά τη συνάντησή τους με τον εφέτη ανακριτή Λάρισας, να τους ακούσω off the record, να αποτυπώσω την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων που η ζωή τους βίαια και με τραγικό τρόπο άλλαξε εκείνο το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Είναι γονείς αδικοχαμένων παιδιών, που φαίνεται ότι εκφράζουν τα αιτήματα μιας μαζικής κοινωνικής αντιπολίτευσης, η οποία αντιτίθεται στην κυβερνητική πολιτική και δεν φαίνεται να εκπροσωπείται από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.

Και μάλιστα σε μια στιγμή ιδιαίτερα κρίσιμη, καθότι:

-Οξύνεται η πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση να βρίσκεται σε θέση άμυνας, αν όχι πανικού με αιχμή του δόρατος το έγκλημα των Τεμπών.

Ads

-Ο εφέτης ανακριτής Λάρισας, Σωτήρης Μπακαϊμης, για μια ακόμη φορά μπήκε στο στόχαστρο της κριτικής, αφού πριν δώσει εντολή για να διερευνηθεί η γνησιότητα των τριών βίντεο που δείχνουν την εμπορική αμαξοστοιχία λίγα λεπτά πριν τη σύγκρουση, δεν αναζήτησε ούτε τον υπάλληλο της εταιρίας ασφάλειας, Interstar, που φέρεται να τα αποθήκευσε, ούτε φρόντισε να διερευνήσει από πού αντιγράφηκαν αυτά τα βίντεο.

-Ο ίδιος χαρακτήρισε ανακριτικό έργο την πραγματογνωμοσύνη για τη γνησιότητα των βίντεο, γνωρίζοντας ότι έτσι θα αποκλειστεί από τη διαδικασία η συμμετοχή τεχνικών που θα όριζαν οι οικογένειες θυμάτων και οι νομικοί τους σύμβουλοι δεν θα είχαν τη δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης των δικαστικών πραγματογνωμόνων.

-Η ανάρτηση της Μαρίας Καρυστιανού κατά του εφέτη ανακριτή με τίτλο «Σταματήστε να μπαζώνετε τη δικογραφία» προκάλεσε ρήγμα στους κόλπους της δικαιοσύνης. Η ηγεσία του Αρείου Πάγου (πρόεδρος Ιωάννα Κλάπα, εισαγγελέας Γεωργία Αδειλίνη) «μάλωσε» όσους ασκούν κριτική στη δικαιοσύνη, ενώ η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα, άσκησε έντονη κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

-Πληθαίνουν οι εκθέσεις ανεξάρτητων οργανισμών που διαπιστώνουν συρρίκνωση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα και οι δημοσκοπήσεις (Metron Analysis, Real Polls) που δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν έχει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη.

-Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες θα πραγματοποιηθούν συλλαλητήρια σε όλη τη χώρα με τη συμμετοχή αυτή τη φορά της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ που έχουν κηρύξει πανελλαδική απεργία στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

«Γίναμε ερευνητές, νομομαθείς και ό,τι άλλο θέλεις»

Στο κάδρο αυτού του ιδιότυπου ρεπορτάζ, που έγινε ενώ έτρεχε το ρεπορτάζ, βρέθηκαν ο Παύλος Ασλανίδης, ένας άλλος συγγενής θύματος, ιδιαίτερα δραστήριος στην αποκάλυψη της αλήθειας, που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του, ας τον ονομάσω Ξ., και η Μαρία Καρυστιανού.

Η πρώτη εντύπωση ήταν ότι ο Παύλος, η Μαρία, ο Ξ. είναι άνθρωποι με θάρρος, που «πατούν με τα δύο πόδια πάνω στη γη». Δεν είχαν αυταπάτες για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά δεν περίμεναν ό,τι ακολούθησε.

Και όταν αυτό έγινε αντιληπτό ήδη από τις πρώτες εβδομάδες, έπνιξαν τον πόνο τους και το πένθος μεταμορφώθηκε σε δύναμη ψυχής.

Η Μαρία Καρυστιανού, η χαροκαμένη μητέρα των Τεμπών, έγινε το σύμβολο ενός μαζικού κινήματος που ζητά να αποδοθεί δικαιοσύνη. Το ίδιο και ο Παύλος Ασλανίδης και άλλοι/ες που θεώρησαν ότι το πένθος δεν είναι προσωπική τους υπόθεση.

Παρότι, όμως, βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της δημοσιότητας και τα ΜΜΕ τους «ηρωοποίησαν», ιδιαίτερα μετά τις ογκώδεις διαδηλώσεις, οι ίδιοι δεν έχουν καμία έπαρση.

Κανείς δεν τους υποκίνησε, ούτε και τα κίνητρά τους ήταν οικονομικά, όπως υπονόησε ο πολύς Άδωνις Γεωργιάδης. Ούτε και έχουν πολιτικές φιλοδοξίες, όπως μου λένε. Αντίθετα, εδώ και δύο χρόνια βιώνουν δύσκολες καταστάσεις.

Υποχρεώθηκαν να γίνουν ερευνητές, να μάθουν τον Ποινικό Κώδικα και να διαχειριστούν μόνοι τους επικοινωνιακά ένα ζήτημα που βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας.

Για τους ίδιους στα Τέμπη δεν συνέβη απλά ένα δυστύχημα, ούτε πολύ περισσότερο  ατύχημα. Έγινε ένα έγκλημα που έχει δράστες, φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς. «΄Ο,τι και να γίνει, θα μάθουμε την αλήθεια» συμπληρώνουν με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση.


Ο Αχιλλέας Μιχόπουλος, από τους πρώτους ερευνητές που μίλησε για το ενδεχόμενο η εμπορική αμαξοστοιχία να μετέφερε αρωματικούς υδρογονάνθρακες, και βρίσκεται στο πλευρό τους, υπογραμμίζει ότι «μια σοφή διοίκηση, είτε πρόκειται για την κυβέρνηση, είτε για μια εταιρία φροντίζει μέσα από τη διερεύνηση να εντοπίσει τα προβλήματα και να βελτιώσει όλα τα συστήματα που έχουν καταρρεύσει…

..Μια κακή διοίκηση προσπαθεί να επιρρίψει την ευθύνη όσο γίνεται πιο χαμηλά για να μην εισπράξει τις συνέπειες των επιλογών της».

Οι παραλείψεις της δικαιοσύνης και οι κυβερνητικές ευθύνες

Στις συνεντεύξεις τους σε κανάλια και ραδιοφωνικούς σταθμούς καθ΄ οδόν και στη διάρκεια της παραμονής μας στη Λάρισα, ακούω τους συνομιλητές μου να υπογραμμίζουν ακόμη μια φορά τις παραλείψεις  του εφέτη ανακριτή:

την αποδοχή της πραγματογνωμοσύνης για τα αίτια της πυρόσφαιρας που ο ίδιος ο ανακριτής ανέθεσε σε μη-ειδικούς, ενώ αποδείχθηκε αντι-επιστημονική (για την έκρηξη ευθύνονταν δήθεν τα έλαια σιλικόνης).

Την αποδοχή της παράλειψης των ιατροδικαστών να διενεργήσουν εξετάσεις από τις οποίες θα προέκυπτε η ύπαρξη χημικών (πτητικών υδρογονανθράκων) στις σορούς των νεκρών παιδιών.

Την άρνηση μέχρι πρότινος να κατασχέσει τους σκληρούς δίσκους που περιείχαν κρίσιμο βιντεοληπτικό υλικό για τις δύο αμαξοστοιχίες.

Την άρνηση να καλέσει κρίσιμους μάρτυρες (πυροσβέστες, χειριστές γερανών, κ.ά.) που βρέθηκαν στον τόπο της τραγωδίας και παρουσίασαν στη συνέχεια προβλήματα υγείας.

Την αποδοχή μονταρισμένων ηχητικών από την επικοινωνία των σταθμαρχών, που αποδείχτηκαν άσχετα με την υπόθεση, χωρίς να διατάξει έρευνα για το ποιος και γιατί έκανε το μοντάζ.

Ο Παύλος, η Μαρία, οι άλλοι συγγενείς των θυμάτων, όπως και οι νομικοί και τεχνικοί τους σύμβουλοι που αφιλοκερδώς προσφέρουν τις γνώσεις και τον χρόνο τους, είναι σαφές ότι θέλουν να κρατήσουν ψηλά στην επικαιρότητα το έγκλημα των Τεμπών  ακόμη κι αν επαναλαμβάνουν πράγματα γνωστά.

Η δημόσια κοινοποίηση βιωμάτων και απόψεων που διαμορφώνουν, λειτουργεί για τους ίδιους εκτονωτικά, γνωρίζοντας ότι απευθύνονται σ΄ ένα κοινό που τους συμπαραστέκεται.

Ακόμη κι αν αντιλαμβάνονται ότι τα κανάλια θέλουν να γεμίσουν τον τηλεοπτικό τους χρόνο και υπάρχει ο κίνδυνος της κόπωσης στην κοινή γνώμη, έχουν μια «εμμονή». Να μάθουν τι πραγματικά συνέβη. Για αυτούς θα είναι μία λύτρωση.

Θεωρούν, όμως, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, ότι η κυβέρνηση και η ελληνική δικαιοσύνη δεν κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων.

Και «βγαίνουν στον αέρα» μόνον live, γιατί φοβούνται το κόψιμο-ράψιμο, τις μονταζιέρες.

(EUROKINISSI)

Οι ίδιοι δεν έχουν καμία αμφιβολία για τις ευθύνες της κυβέρνησης στην κατάρρευση του σιδηροδρομικού δικτύου και των συστημάτων ασφαλείας τη στιγμή που ο τότε αρμόδιος υπουργός κατακεραύνωνε στη Βουλή όσους έθεταν θέμα ασφάλειας.

Ή την καθυστέρηση στην υλοποίηση της σύμβασης 717 και του τρόπου που διορίστηκε ο σταθμάρχης Λάρισας.

Ή ακόμη το μπάζωμα στον τόπο της τραγωδίας με αποτέλεσμα να θαφτούν ή/και να χαθούν κρίσιμα στοιχεία.

Για όλους αυτούς τους λόγους είναι οργισμένοι και μιλούν για συγκάλυψη του εγκλήματος.

Το ίδιο λένε και οι δικηγόροι τους, έγκριτοι νομικοί, ορισμένοι με μεγάλη εμπειρία στο πολιτικό γίγνεσθαι και στις δικαστικές αίθουσες, οι οποίοι είναι πεπεισμένοι ότι «πάνε να κουκουλώσουν το θέμα. Για αυτό και επείγονται να κλείσουν τη δικογραφία».

Το αδιαπέραστο τείχος

Το θέμα, όμως, δεν είναι μόνον αυτό. Εάν, δηλαδή, η ανακριτική διαδικασία προχωρά γρήγορα, οπότε η Δικαιοσύνη κινδυνεύει να κατηγορηθεί για κουκούλωμα.

Ή, εάν προχωρά αργά, οπότε καθυστερεί η απόδοση δικαιοσύνης.

Το θέμα είναι ότι ανεξάρτητα από τους ρυθμούς του ανακριτικού έργου και τις μέχρι τώρα παραλείψεις του εφέτη ανακριτή, ο ίδιος εξακολουθεί να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να έχει απέναντί του τους συγγενείς των θυμάτων και να προκαλεί τις αντιδράσεις των νομικών τους συμβούλων.

Σ΄ αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν όλοι οι παρευρισκόμενοι στον διάδρομο έξω από το γραφείο του εφέτη ανακριτή.

Ο Ξ. μου δίνει να διαβάσω το συμπληρωματικό υπόμνημα του Παύλου Ασλανίδη με το οποίο ζητά την εκταφή της σορού του γιου του προκειμένου να γίνει τοξικολογική εξέταση για να διερευνηθούν τα πραγματικά αίτια του θανάτου του.

Ο Παύλος είναι ανάστατος. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του είναι τραβηγμένα.

Τι πιο επώδυνο για έναν πατέρα να προβεί σε αυτήν την ενέργεια;

Το κάνει, όμως, γιατί θέλει να μάθει πώς και από τι πέθανε ο γιος του, ο Δημήτρης.

Πριν μερικούς μήνες ανάλογη αίτησή του είχε απορριφθεί και τώρα, σε 5-6 σελίδες χαρτί με νομικούς όρους και επιχειρήματα βάση του Ποινικού Κώδικα, ο άνθρωπος αυτός διεκδικεί εκ νέου το αυτονόητο δικαίωμά του.

Ο Παύλος φοβάται ότι ακόμη μια φορά θα βρει μπροστά του την απόρριψη, την άρνηση.

Στο γραφείο του εφέτη ανακριτή βρίσκεται ο δικηγόρος του για να καταθέσει το αίτημα. Η συζήτηση είναι έντονη. Εκείνη την ώρα το τηλέφωνο του κ. Μπακαϊμη χτυπά. Είναι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου…

Μόλις γίνεται γνωστό, τα σχόλια έξω στον διάδρομο πάλι φουντώνουν. Η αγανάκτηση, η οργή χτυπούν κόκκινο.

Ένας άλλος συγγενής θύματος αποφασίζει να μη συναντήσει τον εφέτη ανακριτή, γιατί φοβάται …τον εαυτό του. Δεν θέλει να αυτοδικήσει. Όμως οι ψυχικές του αντοχές έφτασαν στα όρια.

Νωρίτερα οι φωνές της Μαρίας Καρυστιανού είχαν ακουστεί μέχρι έξω στον διάδρομο.

Κατά τη συνάντησή της με τον κ. Μπακαϊμη, μέσα στο γραφείο του, παρουσία του δικηγόρου της και ενός πατέρα θύματος, ο εφέτης ανακριτής επιβεβαίωσε ότι έχει 649.000 αρχεία, ηχητικά και βίντεο, 392 GB, από τις κινήσεις των δύο αμαξοστοιχιών στις 28 Φεβρουαρίου, τα οποία είχαν κατασχεθεί δύο εβδομάδες αργότερα και ο ίδιος δεν τα έχει ακόμη εντάξει στη δικογραφία.

Ο λόγος; Άγνωστος.

«Αν είναι δυνατόν!! Δύο χρόνια περιμένουμε και δεν κάνατε τίποτε. Τί-πο-τε» λέει.

Σε άλλες περιπτώσεις οι τρεις δικαστικοί αστυνομικοί που βρίσκονται έξω από το γραφείο του ανακριτή, ακούγοντας όλη αυτή τη φασαρία, θα είχαν επέμβει. Όμως δεν το κάνουν.

Ίσως γιατί και αυτοί αντιλαμβάνονται ότι «κάτι πάει στραβά».

Η συνέχεια είναι γνωστή.  Η Μαρία Καρυστιανού κατέθεσε μήνυση εναντίον του εφέτη ανακριτή Λάρισας και κατά παντός εμπλεκόμενου προκειμένου να διερευνηθεί γιατί το υλικό αυτό δεν έχει συμπεριληφθεί στη δικογραφία.

Προς το παρόν είναι άγνωστο εάν ο κ. Μπακαϊμης θα ζητήσει την αυτοεξαίρεσή του από την υπόθεση των Τεμπών. Εάν θα συμβεί κάτι άλλο που θα καθυστερήσει τη διαδικασία, ή εάν «θα κλείσει τη δικογραφία πολύ σύντομα», όπως άκουσα να λέγεται.

Σε κάθε περίπτωση η επιβεβαίωση της ύπαρξης τόσων εκατοντάδων χιλιάδων αρχείων που βρίσκονται από τον Ιούνιο του 2023 στο γραφείο του ανακριτή δημιουργεί νέα ερωτηματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης.

Για τη Μαρία, τον Παύλο, τον Ξ. που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του, για όλους τους συγγενείς των θυμάτων και τους δικηγόρους τους που συνάντησα, ένα πράγμα είναι πλέον βέβαιο.

Τα όσα λέγονται περί συγκάλυψης και οι δήθεν συνωμοσιολογίες δεν είναι προϊόν κάποιας προπαγάνδας εξωθεσμικών κέντρων που υπονομεύουν τη δημοκρατία, που απεργάζονται την πτώση της κυβέρνησης, που αμφισβητούν το ρόλο της Δικαιοσύνης και θέλουν να στήσουν λαϊκά δικαστήρια.

Τα όσα λέγονται περί συγκάλυψης πολιτικών και ενδεχομένως ποινικών ευθυνών από την πλευρά της κυβέρνησης στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα που έγιναν αντιληπτά από τη συντριπτική πλειοψηφία των απλών ανθρώπων.

Για αυτό ξεχύθηκαν στους δρόμους σε ένδειξη αλληλεγγύης.

Για τον ίδιο λόγο η διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών, στο βαθμό που αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της συρρίκνωσης του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα, αναδείχθηκε σε μείζον θέμα αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.

Το διακύβευμα δεν είναι η εργαλειοποίηση ενός πολύνεκρου δυστυχήματος, όπως υποστηρίζει η Νέα Δημοκρατία, αλλά η υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών, η απόδοση δικαιοσύνης.

Τα ερωτήματα, οι εικασίες, ακόμη και οι συνωμοσιολογίες τροφοδοτούνται από τη σιωπή.

Όχι από την αναζήτηση της αλήθειας.

  • Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.