Τα καταστήματα κατά μήκος του κεντρικού δρόμου της Λάππα, ενός μικρού χωριού στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, διαφέρουν από τα καταστήματα που θα συναντούσε κανείς σε άλλες επαρχιακές περιοχές της Ελλάδας. Οι επιγραφές στα λιγοστά καταστήματα – καφετέριες, σουβλατζίδικα, φούρνοι – γραμμένες στα ελληνικά, μπλέκονται με άλλες επιγραφές καταστημάτων στα μπενγκάλι. Οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων, που κατάγονται από το Μπαγκλαντές, γνωρίζουν καλά τις ανάγκες των καταναλωτών τους: την κοινότητα δηλαδή των χιλιάδων ομοεθνών τους μεταναστών εργατών γης, που ζουν στην περιοχή και εργάζονται στα χωράφια με τις φράουλες.

Ads

Υπάρχουν άνθρωποι, σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, που φοβούνται ότι οι τοπικοί πληθυσμοί θα «αλλοιωθούν» από την άφιξη προσφύγων και μεταναστών. Υπάρχει μια περιοχή, ωστόσο, όπου αυτή η «στρέβλωση» έχει ήδη συμβεί, αλλά είναι μια καλοδεχούμενη αλλαγή και εδώ και χρόνια έχει γίνει αναγκαία. Η περιοχή αυτή είναι η Μανωλάδα, στην Πελοπόννησο.

Δίπλα στα ελληνικά μαγαζιά, τα εγκαταλελειμμένα σπίτια του χωριού και τις διώροφες κατοικίες με τις μεγάλες αυλές, έχει αναπτυχθεί μια κοινότητα, αποτελούμενη από ανθρώπους που ζουν σε ερειπωμένες αγροικίες και αυτοσχέδιους καταυλισμούς, καλά κρυμμένους από τους κεντρικούς δρόμους. Zουν ως επί το πλείστον χωρίς χαρτιά, αόρατοι για το ελληνικό κράτος. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Αλί.

Ο λόγος που ο έφηβος από το Μπαγκλαντές και περίπου 10.000 μετανάστες εργάτες έχουν έρθει στην περιοχή είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες η παραγωγή φράουλας αυξήθηκε ραγδαία. Το 2012 κάλυπτε 12.000 στρέμματα και σήμερα εκτιμάται ότι έχει ξεπεράσει τα 15.000 στρέμματα.

Ads

Η Μανωλάδα φιλοξενεί πάνω από το 90% της συνολικής παραγωγής φράουλας στην Ελλάδα, η οποία διατίθεται σχεδόν εξ ολοκλήρου για εξαγωγή. Σε πρόσφατη έκθεσή του, ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς της περιοχής, ο Γιάννης Αρβανιτάκης, κάνει λόγο για ένα «αποκλειστικά εξαγώγιμο προϊόν», προσθέτοντας ότι «μόνο το 4% της παραγωγής» προορίζεται για την ελληνική αγορά.

Ο «κόκκινος χρυσός», όρος που επινόησε ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου, αναφέρεται σε μια βιομηχανία αξίας δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, η οποία αναπτύσσεται συνεχώς. Σύμφωνα με την Ένωση Εξαγωγέων Φρούτων & Προϊόντων, κάθε χρόνο οι εξαγωγές φράουλας της περιοχής σπάνε το ρεκόρ της προηγούμενης χρονιάς.

Το 2020 η παραγωγή ανήλθε σε 54.967 τόνους (αξίας 71,7 εκατ. ευρώ), σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 2019, που ήταν 45.178 τόνοι (55,4 εκατ. ευρώ). Το 2021, η παραγωγή και οι εξαγωγές του «κόκκινου χρυσού» αναμένεται να ξεπεράσουν αυτές του 2020. Και οι παραγωγοί εκτιμούν ότι μέχρι το 2025, οι καλλιέργειες φράουλας στην περιοχή θα καλύπτουν 25.000 στρέμματα.

Εκτιμάται ότι ο λόγος της επιτυχίας της βιομηχανίας φράουλας είναι το φράγμα στον Πηνειό ποταμό, που κάνει το έδαφος της Μανωλάδας τόσο γόνιμο. Ένα άλλο βασικό συστατικό ωστόσο είναι το φθηνό εργατικό δυναμικό.

Μέχρι πριν από περίπου 15 χρόνια, στη Μανωλάδα, το εργατικό δυναμικό αποτελούνταν από Αλβανούς, Ρουμάνους, Βούλγαρους και Αιγύπτιους εργάτες γης. Έκτοτε, ενώ ένας μικρός αριθμός Βουλγάρων και Ρουμάνων εξακολουθεί να φτάνει στην αρχή κάθε περιόδου, η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών γης είναι από το Μπαγκλαντές και σε μικρότερο βαθμό από το Πακιστάν. Οι Μπαγκλαντεσιανοί είναι πολύ φθηνότεροι από τους Βαλκάνιους προκατόχους τους, καθώς αρκούνται σε ημερομίσθιο 24 ευρώ, για επτάωρη εργασία, έναντι 35-40 ευρώ για τις άλλες εθνικότητες.

Η σχέση που έχει εδραιωθεί μεταξύ της παραγωγής φράουλας και του εργατικού δυναμικού που την εξασφαλίζει, είναι τόσο έντονη, ώστε η πλειοψηφία των εργατών γης από το Μπαγκλαντές στη Μανωλάδα προέρχεται από την ίδια πόλη, το Σιλέτ, η οποία βρίσκεται στο βορειοανατολικό Μπαγκλαντές. Εκτός αυτού, παρατηρείται το φαινόμενο τω εργατών γης «δεύτερης γενιάς». Για παράδειγμα, νέοι άνδρες που ήρθαν στη Μανωλάδα για να συναντήσουν τους πατεράδες τους που εργάζονταν στην περιοχή για χρόνια, ή άνθρωποι όπως ο Αλί που ήρθε για να βρει τον θείο του, αφού του είπε ότι «εδώ υπάρχει δουλειά».

Κατά την περίοδο της καλλιέργειας υπολογίζεται ότι έως και 9.000 εργάτες γης εργάζονται έξι ημέρες την εβδομάδα στα θερμοκήπια. Οι συνθήκες στέγασης στις οποίες ζουν οι περισσότεροι από αυτούς δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα θερμοκήπια που τους περιβάλλουν.

Οι καταυλισμοί είναι διάσπαρτοι ανάμεσα σε απέραντες εκτάσεις με φράουλες. Οι «τοίχοι» των κτιρίων είναι κατασκευασμένοι με τα ίδια πλαστικά φύλλα (που χρησιμοποιούνται για τα θερμοκήπια), ενισχυμένα με κουβέρτες. Στον καταυλισμό που επισκέφτηκε το voxeurop, περισσότεροι από 100 άνθρωποι ζούσαν σε δεκάδες αυτοσχέδια κτίρια. Οι περισσότεροι κοιμούνται σε παλέτες, τοποθετημένες σε δύο σειρές σε κάθε πλευρά του χώρου. 

Στα περισσότερα μέρη του καταυλισμού, η μυρωδιά είναι αποπνικτική, καθώς η τουαλέτα είναι μια τρύπα στο έδαφος. Δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό και όσοι ζουν στον καταυλισμό πρέπει να πλένονται στην ύπαιθρο. Έτσι το χειμώνα είναι συχνά άρρωστοι, ενώ αν δεν μπορούν να εργαστούν, δεν λαμβάνουν το μεροκάματό τους. Δύο στάβλοι λειτουργούν ως κουζίνες και υπάρχουν τέσσερις δεξαμενές νερού προστατευμένες κάτω από ένα στέγαστρο. Υπάρχει ένα αυτοσχέδιο τζαμί, όπου κάποιοι από τους εργάτες πηγαίνουν κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά, με καθαρά ρούχα, για να προσευχηθούν.

Οι εργάτες δεν έχουν επαφή με τα αφεντικά τους. Σπάνια ξέρουν το όνομά τους – αν τους έχουν πει μάλιστα το πραγματικό. Ωστόσο έχουν επαφή με τους διαμεσολαβητές. Συνήθως, είναι άνθρωποι που ζουν στη Μανωλάδα εδώ και χρόνια, που ξεκίνησαν ως εργάτες γης, μιλούν ελληνικά ως ένα βαθμό και έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών. Δεν εργάζονται πλέον στα χωράφια. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορεί κανείς να τους βρει στα μίνι μάρκετ του χωριού να πίνουν ενεργειακά ποτά ή να παραγγέλνουν προμήθειες για τον καταυλισμό, οι οποίες αγοράζονται με πίστωση και πληρώνονται πάντα στο τέλος κάθε μήνα.

Αυτοί διατηρούν στενούς δεσμούς με τους τοπικούς παραγωγούς. Όταν τελειώνει η σεζόν, δεν ταξιδεύουν σε άλλες περιοχές όπως οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, αλλά παραμένουν στη Μανωλάδα για να βοηθήσουν σε άλλες εργασίες. Ένας μικρός παραγωγός της περιοχής δήλωσε ότι χωρίς αυτούς δε γίνεται τίποτα. Αυτοί λαμβάνουν όλους τους μισθούς των εργαζομένων και στο τέλος του μήνα τους μοιράζουν τα χρήματα, κρατώντας 1 ευρώ την ημέρα από τα 24 ευρώ την ημέρα που λαμβάνει ο καθένας.

Για παράδειγμα, ένας εργοδότης απασχολεί περίπου 20 εργάτες γης στα χωράφια του και δεν είναι σε θέση να τους συντονίσει και να επικοινωνήσει μαζί τους μόνος του. Λέει απλώς στον διαμεσολαβητή πόσα άτομα χρειάζεται και εκείνος φροντίζει για τα υπόλοιπα – πηγαίνει στον καταυλισμό και συγκεντρώνει τους εργάτες που χρειάζεται. Είναι εξαιρετικά σπάνιο οι εργάτες γης που ζουν στον ίδιο καταυλισμό να εργάζονται στον ίδιο εργοδότη. Κατά τη διάρκεια της σεζόν, ανάλογα με τις ανάγκες και τα διαθέσιμα ημερομίσθια, μπορούν να απασχοληθούν σε περισσότερους από έναν παραγωγούς.

Οι εργάτες γης είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν 30-40 ευρώ το μήνα ως ενοίκιο στον διαμεσολαβητή, χρήματα που συνήθως πηγαίνουν στον ιδιοκτήτη του χωραφιού. Ωστόσο, όταν ο μικρός παραγωγός ερωτήθηκε για αυτό το ενοίκιο, απάντησε ότι δεν έχει λάβει ποτέ τέτοιο.

Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στην περιοχή έγιναν για πρώτη φορά ευρέως γνωστές το 2007, όταν ξέσπασε πυρκαγιά σε έναν καταυλισμό, αποκαλύπτοντας τις πρόχειρα χτισμένες κατασκευές. Όμως το γεγονός που έφερε τη διεθνή προσοχή στην κατάσταση στη Μανωλάδα συνέβη το 2013.

Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, περίπου 150 εργάτες από το Μπαγκλαντές, οι οποίοι απασχολούνταν στα χωράφια με τις φράουλες, κατέβηκαν σε απεργία και απαίτησαν να τους καταβληθούν οι καθυστερημένοι μισθοί τους. Ο εργοδότης τους, ο Νίκος Βαγγελάτος, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή εδώ και λίγα χρόνια αλλά κατείχε σημαντικό ποσοστό της συνολικής παραγωγής μέσω συμβολαιακής γεωργίας, αρνήθηκε να τους πληρώσει.

Όταν έγινε προσπάθεια από τον εργοδότη να προσλάβει άλλους εργάτες γης για να τους αντικαταστήσει, 150 από τους απλήρωτους μετανάστες εργάτες συγκεντρώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν. Οι προϊστάμενοί τους αρχικά τράπηκαν σε φυγή, για να επιστρέψουν με καραμπίνες. Ένας από τους επόπτες άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας 30 Μπαγκλαντεσιανούς.

Το περιστατικό έγινε πρωτοσέλιδο διεθνώς και δημοσιεύματα περιέγραψαν τη βιομηχανία στη Μανωλάδα ως «ματωμένες φράουλες». Ακολούθησε διεθνές μποϊκοτάζ. Έκτοτε, οι φράουλες που καλλιεργούνται στην περιοχή δεν προωθούνται πλέον ως προερχόμενες από τη «Μανωλάδα» (που αποτελούσε σήμα ποιότητας) αλλά από την «Ηλεία» (το νομό όπου βρίσκεται η Μανωλάδα).

Το 2017, η υπόθεση εκδικάστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) και ο κατηγορούμενος επόπτης καταδικάστηκε, το 2019, σε μειωμένη ποινή φυλάκισης οκτώ ετών, η οποία μπορεί να εξοφληθεί με 5 ευρώ την ημέρα.
 
Για την πλειονότητα των Μπαγκλαντεσιανών στη Μανωλάδα, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με όσα τους είχαν υποσχεθεί οι διακινητές πριν φτάσουν στην Ελλάδα: οι περισσότεροι εξακολουθούν να μην έχουν τα χαρτιά που τους είχαν υποσχεθεί, οι μισθοί είναι σημαντικά χαμηλότεροι και πολλοί σκοπεύουν να μείνουν εδώ μόνο μέχρι να αποφασίσουν ποιο θα είναι το επόμενο βήμα τους.

Συχνά, όσοι παίρνουν χαρτιά φεύγουν από την περιοχή- κάποιοι ανοίγουν το δικό τους κατάστημα σε μια πόλη ή εργάζονται ως λαντζιέρηδες σε εστιατόρια. Ωστόσο, μέχρι να πάρουν τα χαρτιά τους, προτιμούν να παραμείνουν εδώ, όπου γνωρίζουν ότι η αστυνομία -η οποία είναι ανεκτική απέναντι στους εργάτες που εξασφαλίζουν την παραγωγή «κόκκινου χρυσού» στην περιοχή – δεν θα τους ενοχλήσει. Μπορεί να μην γνωρίζουν πολλά για την Ελλάδα, αλλά ξέρουν ότι αν συλληφθούν από την αστυνομία κάπου έξω από την περιοχή της Μανωλάδας, μπορεί να καταλήξουν σε Κέντρο Κράτησης και γνωρίζουν ότι μπορεί να κρατηθούν εκεί έως και 18 μήνες. Οπότε, όπως λένε, «εδώ είναι καλύτερα».

* Με πληροφορίες από το Voxeurop / Το αρχικό ρεπορτάζ του Σταύρου Μαλιχούδη δημοσιεύθηκε στο Solomon και αναδημοσιεύθηκε από το Voxeurop