Η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος είναι το στοιχείο, και το ζητούμενο, πάνω στο οποίο εστιάζουν οι δημόσιοι προβολείς σ’ αυτά τα τελευταία 24ωρα πριν από την μάχη των ευρωεκλογών. Είναι ένα στοιχείο κρίσιμο για τις πολιτικές εντυπώσεις και τις περαιτέρω πολιτικές εξελίξεις, δεν είναι όμως το στοιχείο που θα καθορίσει – αποκλειστικά τουλάχιστον – το σκηνικό της επόμενης μέρας. Δύο ακόμη παράμετροι, το ποσοστό της αποχής και το ποσοστό που θα πάρει το πρώτο κόμμα, συμπληρώνουν τα τρία «κλειδιά» της ψήφου της Κυριακής, και αυτές οι παράμετροι έχουν κομβική θέση στα σενάρια που επεξεργάζονται καθημερινά πλέον οι δημοσκόποι και τα κομματικά επιτελεία ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας.

Ads

Στο μέτωπο της αποχής, το στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να την κρατήσει στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο και για την ΝΔ το ακριβώς αντίστροφο. Το πιο πρόσφατο ιστορικό προηγούμενο λέει ότι στις ευρωεκλογές του 2014 η αποχή έφθασε στο 40,67% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και, ενώ στις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ήταν στο 44,1%. Η υψηλή αποχή ευνοεί πάντα το πρώτο κόμμα, όπερ εάν δεν διαψευστούν εκ νέου οι δημοσκοπήσεις και δεν προκύψει ανατροπή, η ευνοημένη εν προκειμένω θα είναι η Νέα Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η μεγάλη μάχη για την Κουμουνδούρου είναι η αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ – η οποία ενισχύεται μεν αλλά με χαμηλούς ακόμη ρυθμούς – και πιθανό «όπλο» εδώ μπορεί να είναι η παράλληλη διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών που, λόγω τοπικού ενδιαφέροντος, θα προσελκύσει ακόμη και απογοητευμένους ψηφοφόρους στις κάλπες. Στον αντίποδα, στόχος της ΝΔ είναι να στρέψει όσο το δυνατόν περισσότερους από τους εναπομείναντες αναποφάσιστους στην αποχή, καθώς ελάχιστα έχει να περιμένει από την δεξαμενή των, απογοητευμένων μεν, αντιδεξιών δε στην πλειοψηφία τους, ψηφοφόρων.

Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά, και πάλι εάν δεν προκύψει δημοσκοπική ανατροπή, η Νέα Δημοκρατία θέλει πάσει θυσία να γράψει μπροστά τον αριθμό «3», δηλαδή το ποσοστό της να κινείται από το 30% και πάνω. Πρόκειται για έναν στόχο που, ανεξαρτήτως της δημόσιας ρητορικής περί «νίκης ακόμη και με μία ψήφο», έχει τεράστια σημασία για την αξιωματική αντιπολίτευση λόγω της προβολής του αποτελέσματος των ευρωεκλογών στις εθνικές εκλογές. Όπως δηλώνουν τα στελέχη της, για τη ΝΔ το μόνο επιθυμητό αποτέλεσμα στις εθνικές κάλπες είναι η αυτοδυναμία. Για να διαμορφώσει όμως ρεύμα υπέρ αυτού του αποτελέσματος πρέπει και στις ευρωεκλογές της επόμενης Κυριακής τα ποσοστά της να «δείχνουν» αυτοδυναμία, δηλαδή στο ιδανικό σενάριο να κινούνται κοντά στο 34%. Το 34% είναι το ποσοστό που δίνει αυτοδυναμία ακόμη κι εάν το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που θα μείνει εκτός Βουλής φθάσει στο 16%. Εδώ, ισχύει ο γενικός κανόνας ότι για κάθε μία μονάδα που μειώνεται το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων (των κομμάτων) που δεν συγκεντρώνουν το όριο του 3%) άλλο τόσο ανεβαίνει και ο «πήχης» για την αυτοδυναμία.

Προφανώς, πρόκειται για ποσοστά που δεν «πιάνονται» εύκολα και αυτό το γνωρίζουν καλά και στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ΝΔ, ανεξαρτήτως του κλίματος που φτιάχνουν εδώ και μήνες οι δημοσκοπήσεις. Οποιοδήποτε ποσοστό όμως κάτω από το 30% μπορεί, με το προεκλογικό κλίμα που διαμορφώθηκε από την Πειραιώς, να αποτελεί πολιτικό πρόβλημα για την ΝΔ, ενώ για τον ΣΥΡΙΖΑ οποιοδήποτε ποσοστό πάνω από το 26,56% που είχε πάρει στις ευρωεκλογές του 2014 αλλάζει άρδην τους όρους του παιχνιδιού υπέρ του Αλέξη Τσίπρα.

Ads

Το ίδιο ισχύει κι εάν το τρίτο «κλειδί» της ψήφου, η διαφορά μεταξύ των δύο, κινηθεί κάτω από το 5% – πόσο μάλλον εάν προκύψει το ντέρμπι και η προεκλογική ανατροπή που σταθερά προβλέπει ο πρωθυπουργός. Εξ αυτών και μόνον, μάλλον είναι προφανές και το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ορίστηκε εκ νέου χθες, σε σύσκεψη στην Πειραιώς, η προεκλογική τακτική και τα τρία βασικά μηνύματα της τελευταίας εβδομάδας πριν από τις κάλπες: «Όχι χαλαρή ψήφος, όχι χαμένη ψήφος, όχι ψήφος ίσων αποστάσεων»…