Με διαφορετικές προσεγγίσεις και προτάσεις για την επόμενη μέρα υποδέχθηκαν τα κόμματα τη σημερινή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης επί της προσφυγής που κατέθεσε η ΠΓΔΜ εναντίον της χώρας μας για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ το 2008.

Ads

ΝΔ: Η Ελλάδα δεν πρέπει να μετακινηθεί από τις κόκκινες γραμμές
 

Η Ελλάδα δεν πρέπει να μετακινηθεί από τις κόκκινες γραμμές που έχουν διακηρυχθεί ήδη και περιλαμβάνουν εκτός των άλλων και το erga omnes, δηλαδή μια ονομασία έναντι όλων για κάθε χρήση, τονίζει σε δήλωσή του ο τομεάρχης Εξωτερικής Πολιτικής της ΝΔ Πάνος Παναγιωτόπουλος, σχολιάζοντας την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που ελήφθη μετά την προσφυγή των Σκοπίων.

Ο κ. Παναγιωτόπουλος επισημαίνει πως η κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει άμεσα στην επικοινωνιακή επίθεση του κ. Γρούεφσκι, αναδεικνύοντας το πραγματικό περιεχόμενο της απόφασης και καλεί την ΠΓΔΜ να κάνει τα επιβαλλόμενα βήματα που θα οδηγήσουν στη συνεννόηση και τη συμφωνία εγκαταλείποντας την πολιτική της αδιαλλαξίας και του ακραίου εθνικισμού.

Σύμφωνα με τον τομεάρχη της ΝΔ, η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης θα γίνει αντικείμενο πολλαπλών αναγνώσεων και περισσότερων ερμηνειών και διαστρεβλώσεων και επισημαίνει πως η απόφαση δεν υπεισέρχεται καθόλου στο θέμα της ονομασίας που αποτελεί το όχημα της αλυτρωτικής προπαγάνδας των Σκοπίων.

Ads

Ο κ. Παναγιωτόπουλος τονίζει πως το Δικαστήριο παροτρύνει τα δύο μέρη να εμπλακούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ καλώντας τα Σκόπια να εγκαταλείψουν την αδιάλλακτη στάση τους ενώ αν και δέχεται τον ισχυρισμό της ΠΓΔΜ ότι η Ελλάδα παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία, ξεκαθαρίζει πως απορρίπτει το δεύτερο αίτημα των Σκοπίων, τονίζοντας ότι δεν θεωρεί απαραίτητο να διατάξει τη χώρα μας να μην επαναλάβει παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον.

Τέλος, ο κ. Παναγιωτόπουλος δηλώνει πως οι εξελίξεις θα κριθούν τόσο στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων σήμερα στις Βρυξέλλες, όσο και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 7 και 8 Δεκεμβρίου.
 
Δημοψήφισμα προτείνει ο Γιώργος Καρατζαφέρης
 
Τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ονομασία της ΠΓΔΜ πρότεινε ο πρόεδρος του ΛαΟΣ, Γ. Καρατζαφέρης, τονίζοντας ότι πρέπει να βρεθεί μία λύση που δεν θα προσβάλλει την ιστορία μας. Τάχθηκε κατά μίας σύνθετης ονομασίας και επανέλαβε ότι αν υπάρχει όνομα «Μακεδονία» για τα Σκόπια, το κόμμα του θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση.
 
Αναφερόμενος στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σημείωσε: «Δεν είναι μία ευχάριστη κατάσταση γιατί μας βρίσκει σε μία οδυνηρή θέση». Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM επέρριψε ευθύνες στα δύο μεγάλα κόμματα, λέγοντας: «Είμαστε σε μία ήττα που οφείλεται σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ».
 
Σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό προτείνουν ΚΚΕ και ΣΥΝ
 
«Όργανο προώθησης των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων, δικαιολόγησης επεμβάσεων και πολέμων και βαρύνεται με φρικτά εγκλήματα σε βάρος των λαών, τα τελευταία 20 χρόνια, μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης», χαρακτηρίζεται από το ΚΚΕ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε ανακοίνωση που εξέδωσε με αφορμή την απόφαση που εκδόθηκε επί της προσφυγής της ΠΓΔΜ κατά της Ελλάδας.
 
«Ωστόσο, η συγκεκριμένη απόφαση, η οποία κρίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση παραβίασε το άρθρο 11 της ενδιάμεσης συμφωνίας, επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά το πόσο αδιέξοδη ήταν η τακτική της ονοματολογίας, που διαχρονικά υπερασπίστηκαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, με τη στήριξη των εθνικιστικών κύκλων», προστίθεται στην ανακοίνωση του ΚΚΕ.
 
Παράλληλα, «επαναλαμβάνει για άλλη μια φορά πως η λύση για την ειρήνη και την ασφάλεια των λαών δεν βρίσκεται σε ενδιάμεσες συμφωνίες, υπό την χειραγώγηση των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ούτε στις διαβουλεύσεις μέσα στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και στα δικαστήρια», συνεχίζει η ανακοίνωση. «Η λύση βρίσκεται στην κοινή αντιιμπεριαλιστική πάλη των λαών, στην παραδοχή της πραγματικότητας: πως η Μακεδονία είναι ένας μεγάλος γεωγραφικός χώρος που διαμελίστηκε με τους βαλκανικούς πολέμους και κανένας δεν μπορεί να έχει την αποκλειστική χρήση του ονόματος και των παραγώγων του. Έτσι, αν περιλαμβάνεται στο όνομα της γειτονικής χώρας το όνομα Μακεδονία ή και κάποιο από τα παράγωγά του, αυτό θα πρέπει να έχει γεωγραφικό προσδιορισμό, γιατί σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να δοθεί «λαβή» για να ανακινηθούν διεκδικήσεις».
 
Τέλος σημειώνει πως «απαιτείται αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές ενώσεις, για το αδυνάτισμά τους, για ανατροπή των σχεδιασμών τους, γιατί ακόμη κι αν υπάρξει μια ικανοποιητική συμφωνία για το όνομα, αυτή δεν είναι ικανή από μόνη της να αποτρέψει τους κινδύνους για τους λαούς που προκύπτουν από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή μας, από την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων».
  
Από την πλευρά του Συνασπισμού, σε ανακοίνωση του γραφείου Τύπου χαρακτηρίζεται αδιέξοδη η ελληνική εξωτερική πολιτική που επί δεκαετίες εφαρμόζεται στο θέμα της ΠΓΔΜ.
 
Αναφορικά με την απόφαση του Δικαστηρίου επισημαίνεται πως «σοβαρή πολιτική ευθύνη φέρουν και οι δύο αρχηγοί των κομμάτων της παρούσας κυβέρνησης κ.κ. Παπανδρέου και Σαμαράς, διότι έχασαν ουσιαστικές ευκαιρίες τις δύο περασμένες δεκαετίες, προωθώντας μια αδιέξοδη εξωτερική πολιτική, όχι μόνο στο θέμα της ονομασίας της γείτονος αλλά και σε ζητήματα στρατηγικής αντίληψης της περιφερειακής και ηπειρωτικής συνεργασίας».
 
Ο ΣΥΝ, σύμφωνα με την ανακοίνωση, «συνεχίζει να θεωρεί ότι το όλο θέμα της ονομασίας αλλά και κυρίως οι διμερείς σχέσεις των δυο χωρών οφείλουν να στηρίζονται σε μια ολοκληρωμένη απόφαση στο πλαίσιο του ΟΗΕ, βασισμένη σε μια αμοιβαία αποδεκτή σύνθετη ονομασία της ΠΓΔΜ με γεωγραφικό προσδιορισμό».
 
«Ιδιαιτέρως ανησυχητική η απόφαση» για τη Δημοκρατική Συμμαχία

Από την πλευρά της, η πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμμαχίας Ντόρα Μπακογιάννη, με δήλωσή της επισήμανε ότι το δικαστήριο αρνήθηκε να ασχοληθεί με την ουσία της διαφοράς, υποστηρίζοντας ότι «η εξέλιξη αυτή δεν είναι θετική, αλλά ούτε και ιδιαιτέρως ανησυχητική».

Όπως σημείωσε «στη σημερινή κατάσταση, άλλωστε, συνετέλεσαν οι φανατισμοί και οι πατριδοκαπηλίες του 1990-1991 και η πλήρης εγκατάλειψη του ζητήματος -με τις εκατό και πλέον αναγνωρίσεις που ακολούθησαν- από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μεταξύ 1995 και 2004».

Συνεχίζοντας, η κ. Μπακογιάννη τόνισε ότι «η εθνική θέση που εκφράστηκε από την ελληνική κυβέρνηση μετά το 2007 για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων, είναι μία καθαρή θέση στην οποία η χώρα μας πρέπει να επιμείνει και το μήνυμα αυτό να δοθεί άμεσα προς κάθε κατεύθυνση, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Δημοκρατική Αριστερά: Ενώπιον των ευθυνών τους οι κυβερνήσεις Ελλάδας και ΠΓΔΜ

Για απόφαση που θέτει τις κυβερνήσεις Ελλάδας και ΠΓΔΜ, μπροστά στις ευθύνες τους έκανε λόγο ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτης Κουβέλης. Μάλιστα, κάλεσε τις κυβερνήσεις των δυο χωρών «να παραμερίσουν και να καταδικάσουν τις επικίνδυνες εθνικιστικές και αλυτρωτικές εξάρσεις από όπου κι αν προέρχονται, να προχωρήσουν το ταχύτερο στην υιοθέτηση αμοιβαίας αποδεκτής ονομασίας, ώστε να συνυπάρχουν αρμονικά στους διεθνείς οργανισμούς, να αναπτύξουν επωφελή πολυδιάστατη και για τις δύο χώρες συνεργασία».

Για ταπεινωτικά αδιέξοδα έκαναν λόγο οι Οικολόγοι – Πράσινοι

Οι Οικολόγοι Πράσινοι με ανακοίνωσή τους επισήμαναν ότι «δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που οι εθνικές πλειοδοσίες οδηγούν τη χώρα σε ταπεινωτικά αδιέξοδα» και συνεχίζουν λέγοντας πως «η προσήλωση ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ στο εμπόριο εθνικής υπερηφάνειας για εσωτερική κατανάλωση και ψήφους, ενίσχυσε τον εθνικισμό στη γειτονική χώρα και οδήγησε την ελληνική εξωτερική πολιτική στα ίδια χάλια με την ελληνική οικονομία».

Όσον αφορά στα δεδομένα της απόφασης του Δικαστηρίου, τόνισαν ότι «θα πρέπει να σταθμιστούν με νηφαλιότητα και να ληφθούν υπόψη για τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής για τις σχέσεις μας με την ΠΓΔΜ. Είναι όμως αμφίβολο αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση που στηρίζεται ακριβώς από τα κόμματα που ευθύνονται για τη σημερινή ταπείνωση».

Παράλληλα, υπογράμμισαν ότι οι Οικολόγοι Πράσινοι εξακολουθούν να θεωρούν «δίκαιη μια λύση κοινά αποδεκτής σύνθετης ονομασίας στο πλαίσιο συνολικότερων μέτρων αμοιβαίας εμπιστοσύνης», τονίζοντας, όμως, ότι «κάθε εθνικισμός κάνει ζημιά πρώτα στη δική του χώρα».