Η δεύτερη ανάγνωση της έκθεσης της Κομισιόν από την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο εστιάζει σε δύο δομικά στοιχεία: Το πρώτο είναι η διατήρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη σε σχετικά υψηλά επίπεδα – 2,2% το 2019 και 2,3% για το 2020 – και η σταθερή πτωτική τάση που καταγράφεται στην ανεργία, γεγονός το οποίο ενισχύει και την ιδιωτική κατανάλωση.

Ads

Το δεύτερο στοιχείο είναι πως αυτή η θετική, πρώτη μεταμνημονιακή εικόνα, έρχεται σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που κινείται σε σχεδόν διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κομισιόν αναθεωρεί κάθετα την πρόβλεψή της για την γερμανική ανάπτυξη εφέτος, στο 1,1% από το 1,8% που έδινε το φθινόπωρο, ενώ για την Ιταλία αναμένει πλέον αύξηση του ΑΕΠ μόλις 0,2% από 1,2% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.

Η αντίθεση αυτή, σε συνδυασμό με την επισήμανση της Κομισιόν ότι η ελληνική ανάπτυξη παραμένει πλήρως εξαρτημένη από την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, διαμορφώνει στοιχεία προβληματισμού σε διπλό επίπεδο. Αφενός σε ό,τι αφορά την επίπτωση που μπορεί να έχει στις εξαγωγές – και κατ΄ επέκταση και στο ελληνικό ΑΕΠ – η διαγραφόμενη κάμψη στις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης και, αφετέρου ως προς το πώς μπορεί να επηρεάσει το όλο σχέδιο επιστροφής στις αγορές μια παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα, και επενδυτική επιφυλακτικότητα στην Ευρώπη.

Κατά την περσινή, τελευταία μνημονιακή χρονιά, οι εξαγωγές ήταν ο κύριος μοχλός στήριξης της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, όπως επισημαίνεται και στην έκθεση της Κομισιόν. Φέτος ο μοχλός αυτός έχει ήδη αντικατασταθεί από την ιδιωτική κατανάλωση κι ένα αρνητικό γύρισμα στις ευρωπαϊκές εξαγωγικές αγορές μπορεί να αφήσει την ελληνική οικονομία σε έναν μονοδιάστατο και απολύτως «εσωστρεφή» πυλώνα ανάπτυξης – πόσο μάλλον, αφού οι επενδύσεις παραμένουν ακόμη σε χαμηλά επίπεδα.

Ads

Στο δεύτερο σκέλος, εκείνο που αφορά τα επόμενα βήματα επιστροφής στις αγορές, η έκθεση της Κομισιόν θεωρείται κατ’ αρχάς ένα ισχυρό σήμα προς το Eurogroup, προκειμένου στη σύνοδο του Μαρτίου να εγκρίνουν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης την εκταμίευση προς την Αθήνα της πρώτης δόσης – ύψους 650 εκατομμυρίων ευρώ – από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες.

Η απόφαση αυτή με τη σειρά της, και με βάση τον ισχύοντα σχεδιασμό, θα αποτελέσει και το «διαβατήριο» για τη δεύτερη έξοδο της χρονιάς στις αγορές – μια έξοδο που οι έως τώρα πληροφορίες την τοποθετούν χρονικά περί τα μέσα Μαρτίου. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, το ισχυρότερο σενάριο είναι η έξοδος αυτή να γίνει με ένα επταετές ομόλογο μετά το πενταετές που εκδόθηκε τον περασμένο μήνα – μια προοπτική που ήδη έχει εξεταστεί ενδελεχώς από τον ΟΔΔΗΧ και έχει γίνει προεργασία από κοινού με τους πιθανούς αναδόχους.

Εναλλακτική εκδοχή που επίσης εξετάζεται είναι να διευρυνθεί το επταετές ομόλογο που εκδόθηκε πριν από περίπου έναν χρόνο, με παράλληλη αύξηση των εκδόσεων εντόκων γραμματίων. Αντιθέτως, εκτός «κάδρου» φαίνεται να βρίσκεται σ’ αυτή τη φάση τουλάχιστον η έκδοση δεκαετούς ομολόγου, καθώς κρίνεται πως οι συνθήκες στις αγορές διατηρούν ακόμη αυξημένο ρίσκο για μακροπρόθεσμο δανεισμό.

Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνεται από οικονομικούς παράγοντες, ο οδικός χάρτης της επιστροφής στις αγορές τελεί σε πλήρη συνάρτηση και με τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις – δηλαδή, τόσο τα χρονοδιαγράμματα όσο και οι επιλογές του ΟΔΔΗΧ μπορεί να αλλάξουν εάν τελικώς οι εθνικές εκλογές γίνουν τον Μάιο και όχι τον Οκτώβριο.