Tην «απόλυτη αντίρρησή του σε κάθε σχέδιο μετατροπής των μεγάλων δημόσιων Μουσείων (Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ) σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» δηλώνει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, συμπληρώνοντας ότι «δεν θα επιτρέψουμε την μετατροπή των δημόσιων Μουσείων σε κυβερνητικά υποχείρια», με αφορμή την επαναφορά του εν λόγω ζητήματος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ads

Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «στο εξής το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τα Αρχαιολογικά Μουσεία της Θεσσαλονίκης και του Ηρακλείου, το Βυζαντινό Μουσείο, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, από διευθύνσεις του υπουργείου Πολιτισμού που είναι σήμερα μετατρέπονται σε αυτοτελείς οντότητες, πάντα υπό την εποπτεία του. Είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, αλλά πλέον μπορούν να χαράσσουν αυτόνομη πολιτική, διαχειριζόμενα τα ίδια πόρους, αλλά και χορηγίες». Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο πολιτισμός ανθίζει όταν χειραφετείται και όχι όταν καθοδηγείται».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί «πολύ σημαντική την παρέμβαση του υπουργείου Πολιτισμού, η οποία αφαιρεί γραφειοκρατία και προσθέτει αυτοτέλεια στα μουσεία μας, στα μεγάλα, τα εμβληματικά μουσεία μας, όπως έχει ήδη εξάλλου συμβεί με το Μουσείο της Ακρόπολης».

Οι αρχαιολόγοι όμως έχουν αντίθετη άποψη. Με αφορμή την παρουσίαση του εν λόγω νομοσχεδίου από την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, στο υπουργικό συμβούλιο την Δευτέρα, ο ΣΕΑ τονίζει ότι «κανείς δε γνωρίζει λεπτομέρειες για το εν λόγω σχέδιο νόμου, αυτό όμως πια δυστυχώς δεν μας εκπλήσσει!». Και πρόσθέτει: «Σε συνέχεια της καταστροφικής πολιτικής που ψήφισε την αλλαγή όλου του άρθρου 45 του Αρχαιολογικού Νόμου για τα Μουσεία, με τροπολογία που ήρθε νύχτα στη Βουλή, σε συνέχεια της παράδοσης ελληνικών αρχαιοτήτων στο εξωτερικό για 50 χρόνια με το μανδύα του “δανεισμού”, τώρα έρχεται το επόμενο βήμα, ώστε όλες αυτές οι καταστροφικές ρυθμίσεις να καταλάβουν και τα μεγάλα δημόσια Μουσεία της χώρας.».

Ads

Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, με το σχέδιο της κυβέρνησης, τα μουσεία θα αποκτήσουν διορισμένα διοικητικά συμβούλια, θα λειτουργούν αυτόνομα και θα διαχειρίζονται κατά το δοκούν τα έσοδά τους, χωρίς, όπως ο νόμος ορίζει, να προσθέτουν τη συμβολή τους στον κορβανά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Στόχος της μετατροπής είναι «τα μουσεία αυτά, αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και marketing, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους με υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια», ενώ η οργάνωση και λειτουργία τους καθορίζεται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του υπουργού Πολιτισμού και οι πόροι του θα προέρχονται από τα εισιτήρια, τα αναψυκτήρια, την επιχορήγηση του υπουργείου, εκθέσεις, εκδηλώσεις, ξεναγήσεις, προβολή και εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού τους υλικού, από διεθνή και ευρωπαϊκά προγράμματα, δωρεές, χορηγίες, κληρονομίες, κληροδοσίες, κάθε είδους εισφορές.».

Ο ΣΕΑ υπενθυμίζει ότι «με ανακοίνωσή του ήδη την επομένη των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης είχε εκφράσει την έντονη αντίθεσή του στην απόσπαση των πολύ σημαντικών, ισχυρών και προβεβλημένων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και την διοικητική αυτονόμησή τους. Η απόσπασή τους από το σώμα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και η μετατροπή τους σε αυτοτελείς δομές διοικούμενες από διορισμένο διοικητικό συμβούλιο είναι πράξη ανακόλουθη και αντίθετη με την ίδρυση και λειτουργία τους ως ιστορικών υπηρεσιών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το πλούσιο έργο που παράγεται  από το εξειδικευμένο προσωπικό, την διαρκή σύνδεση και αλληλοτροφοδότηση από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και κυρίως τον δημόσιο, επιστημονικό και παιδευτικό τους ρόλο.

»Ζητήθηκε πολλές φορές από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ να γίνει δημόσιος διάλογος για αυτές τις προθέσεις. Ζητήθηκε να παρουσιάσει τα στοιχεία που δείχνουν αν τα δημόσια Μουσεία ανταποκρίνονται ή όχι στο ρόλο τους. Ζητήθηκε να παρουσιάσει τα στοιχεία για δήθεν οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των μεγάλων Μουσείων. Η πολιτική ηγεσία ποτέ δεν παρουσίασε τέτοια στοιχεία γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν.

»Αντιθέτως, μέσα στην κρίση της πανδημίας, με τα κλειστά μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, φάνηκε ξεκάθαρα ότι κανένα Μουσείο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την στήριξη του δημοσίου! Το Μουσείο της Ακρόπολης (ΝΠΔΔ) εισπράττει παχυλές χρηματοδοτήσεις, το Μουσείο Μπενάκη (ΝΠΙΔ) καταφεύγει σε χορηγίες, πλειστηριασμούς και περίεργες συνεργασίες για να επιβιώσει, κι όλα αυτά παρά την επίσης μεγάλη κρατική χρηματοδότηση. Θέλουν να μετατρέψουν και τα μεγάλα δημόσια Μουσεία σε υποχείρια της εκάστοτε κυβέρνησης, με διορισμένα ΔΣ, με πιέσεις για “δανεισμούς” αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, με πιέσεις για “εκδηλώσεις” και “γκαλά” που θα επιβάλλονται από τους ισχυρούς προστάτες της εκάστοτε κυβέρνησης στο όνομα των “ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων”.

»Οι κιβωτοί της μοναδικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται από ίδια έσοδα. Όπως όλα τα δημόσια αγαθά, πρέπει να παραμείνουν στο δημόσιο και να συνεχίσουν να επιτελούν τον πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και μορφωτικό τους ρόλο για όλους τους πολίτες.

»Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος χάριν του ελληνικού λαού. Η αρμοδιότητα αυτή δεν δύναται να εκχωρηθεί.».

Και καταλήγει: «Δηλώνουμε ότι οι προθέσεις της Κυβέρνησης θα μας βρουν αντιμέτωπους όλους. Καλούμε όλους τους εργαζόμενους στο ΥΠΠΟΑ, τους εργαζόμενους στον πολιτισμό, όλους τους πολίτες, να σταθούμε απέναντι στην καταστροφική πολιτική που ετοιμάζεται να ακυρώσει τον δημόσιο χαρακτήρα των αρχαιοτήτων και των Μουσείων και να μετατρέψει τα πάντα σε ιδιωτικά καταστήματα.».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟ, δηλώνει ότι θα «αντιταχθούμε απέναντι στους καταστρεπτικούς για την πολιτιστική κληρονομιά σχεδιασμούς” και επισημαίνει τις “δυσμενείς επιπτώσεις” που θα έχει η υλοποίηση της κυβερνητικής εξαγγελίας, τόσο “στην υπόσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στην προστασία και την ανάδειξη των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς που διαχειρίζονται τα μουσεία, όσο και στους ίδιους τους εργαζόμενους σε αυτά».

Καταδεικνύει ότι «η επιλογή αυτή υπονομεύει τον δημόσιο χαρακτήρα των μουσείων, αποδυναμώνει τον επιστημονικό και παιδευτικό τους ρόλο, θέτει σε κίνδυνο την επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωσή τους και ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας τους με τον διορισμό, για παράδειγμα, εξωυπηρεσιακών παραγόντων στα Δ.Σ., κατά τη βούληση του εκάστοτε υπουργού».

Η Πανελλήνια Ένωση Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων επαναλαμβάνει την αντίθεσή της στη μετατροπή του διοικητικού καθεστώτος των μουσείων και ζητάει άμεση ενημέρωση και συνάντηση με την υπουργό, δηλώνοντας ότι «οποιαδήποτε αλλαγή εργασιακών σχέσεων και αμοιβών στους αρχαιοφύλακες στα συγκεκριμένα μουσεία θα μας βρει σφόδρα αντίθετους, είτε είμαστε κλειστά είτε ανοιχτά».