«H τήρηση του προϋπολογισμού και ο δρόμος της δημοσιονομικής σταθερότητας αποτελούν αταλάντευτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση», είναι το πρώτο σχόλιο που κάνουν πηγές του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σχετικά με την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ορίζει ότι οι συντάξεις δικαστών και εισαγγελέων πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από το 2012, δηλαδή πριν τις περικοπές του δευτέρου μνημονίου και τον νόμο Κατρούγκαλου.

Ads

Αυτό που αναφέρουν κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών είναι πως αν ισχύουν οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν, καθώς δεν είναι στη διάθεση του υπουργείου αυτό καθ’ αυτό το κείμενο της απόφασης, η απόφαση φαίνεται να αφορά μόνο όσους έχουν κάνει προσφυγή.

«Φαίνεται λοιπόν ότι δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα γενίκευσης και επομένως ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί μοιάζει να είναι αναντίστοιχος με το περιεχόμενο της απόφασης» σημιεώνουν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ που επικαλείται δήλωση υψηλόβαθμου παράγοντα του ΥΠΟΙΚ.

Ελεγκτικό Συνέδριο: «Επιστρέφουν» στα προ μνημονίων επίπεδα οι συντάξεις δικαστών

Με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στα επίπεδα προ του 2012 επανέρχονται οι συντάξεις των δικαστικών λειτουργών.

Ads

Επί της ουσίας δικαιώθηκαν από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι συνταξιούχοι για τις περικοπείσες συντάξεις τους και επανέρχονται στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012.

Συγκεκριμένα, η απόφαση 1330/2023 αφορά μόνο τους συνταξιούχους δικαστές που είχαν προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Για τους υπόλοιπους θα πρέπει να ληφθεί κυβερνητική απόφαση.

Ειδικότερα, οι σύμβουλοι του Ανώτατου Δικαστηρίου έκριναν ότι εφαρμοστέες για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων των πρώην δικαστών, εισαγγελέων και μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) είναι οι προϊσχύσασες διατάξεις του «νόμου Κατρούγκαλου» (νόμος 4387/2016)

Τι αναφέρει η ανακοίνωση του Ε.Σ.:

«Η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ’ όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου (Μισθοδικείου), που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία.Μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης για επανακανονισμό της σύνταξης του εκκαλούντος δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.

Εφαρμοστέες για τον κανονισμό της σύνταξης του εκκαλούντος είναι οι προϊσχύσασες του ν. 4387/2016 διατάξεις, ενώ το καταβλητέο ποσό της σύνταξής υπόκειται μόνο στις περικοπές και τις κρατήσεις που δεν αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από το ως άνω ειδικό Δικαστήριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Αρμόδιο για τον καθορισμό του χρονικού σημείου έναρξης των αποτελεσμάτων απόφασης επί τρίτων προσώπων, στα οποία εκτείνεται κατά το Σύνταγμα η δικαιοδοσία του, είναι το ειδικό κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστήριο.

Το ζήτημα της συμπερίληψης στις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξιμων αποδοχών, του ποσού της αποζημίωσης λόγω της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ανήκει, ως εκ της φύσης του ζητήματος και ενόψει του ότι δεν έχει αυτό επιλυθεί με απόφασή του, στην αρμοδιότητα του ως άνω ειδικού Δικαστηρίου».