Διαβάζοντας την εκτενή έκθεση της ανεξάρτητης αρχής «Συνήγορος του Πολίτη» με τίτλο «Από το ίδρυμα στην κοινότητα: εναλλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών και υποστήριξη οικογενειών», διαπιστώνει κανείς πως η Ελλάδα παραμένει μια χώρα ακατάλληλη -αν όχι επικίνδυνη- σε σχέση με την προστασία ευάλωτων παιδιών και ιδιαίτερα των κακοποιημένων. 

Ads

Η απουσία ειδικών δομών, η τραγική υποστελέχωση, η απουσία συνολικού θεσμικού πλαισίου και ειδικών προγραμμάτων, η αδυναμία παρεμβάσεων πρόληψης, παρακολούθησης και υποστήριξης ευάλωτων οικογενειών στην κοινότητα, οδηγούν τα παιδιά  στην ιδρυματοποίηση και στην αναβίωση του τραύματος στην περίπτωση των κακοποιημένων παιδιών, όπως έχουν διαπιστώσει παλιότερες εκθέσεις. 

Όλα αυτά, την ώρα που η κυβέρνηση ΝΔ, αρνείται να θέσει σε λειτουργία, ένα ολοκληρωμένο έργο που παραδόθηκε το 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση, τα Αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων – Σπίτια του Παιδιού. Ένα έργο που εκπόνησε το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων. Τα σπίτια είναι μισθωμένα, το επιστημονικό προσωπικό εκπαιδευμένο με χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, αλλά η κυβέρνηση σύμφωνα με καταγγελίες στο tvxs.gr κωφεύει, παρά τις ερωτήσεις για το εν λόγω ζήτημα της Ειδικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ που ελέγχει αυτή την περίοδο τη χώρα μας για την εφαρμογή ή μη της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που έχουμε υπογράψει από το 1992 δίχως να εφαρμόζουμε. 

Η νέα έκθεση 

Δήμος Αθήνας: Μπορούμε να εξυπηρετήσουμε 20 από τα 100 περιστατικά

Ads

Ο Συνήγορος του Πολίτη, μετά από διαβούλευση με το ΕΚΚΑ, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και τον ΣΚΛΕ, επιχείρησε το 2020 μία χαρτογράφηση των αναγκών και της μεθοδολογίας των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων 10, σε ό,τι αφορά την διενέργεια κοινωνικής έρευνας σε περιπτώσεις καταγγελιών κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών, λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ανήλικοι που τοποθετούνται σε δομές κλειστού τύπου έχουν απομακρυνθεί για τους λόγους αυτούς από τις οικογένειές τους.

Από την έρευνα της Αρχής προέκυψε, μεταξύ άλλων, αδυναμία των κοινωνικών υπηρεσιών για διενέργεια κοινωνικών ερευνών και συνεχιζόμενη παρακολούθηση των οικογενειών παιδιών σε κίνδυνο.

image

Οι 14 ερωτώμενοι Δήμοι λαμβάνουν κατά μέσο όρο (στο σύνολό τους) πάνω από 1000 εισαγγελικές εντολές ανά έτος. Από την έρευνα προέκυψε ότι, σε σύνολο 260 κοινωνικών λειτουργών και 45 ψυχολόγων που απασχολούνται στους 14 Δήμους που απάντησαν το ερωτηματολόγιο του Συνηγόρου, 42 κοινωνικοί λειτουργοί ασχολούνται με την διερεύνηση καταγγελιών κακοποίησης/παραμέλησης, δεδομένου ότι το προσωπικό είναι επιφορτισμένο με πολλές και διαφορετικές αρμοδιότητες και διαμοιρασμένο και σε άλλες υπηρεσίες των Δήμων (όπως σε ΚΑΠΗ, κέντρα κοινότητα, δημοτικούς παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς κ.α). 

image

Από τους ανωτέρω Δήμους, 4 ανέφεραν αδυναμία ή δυσκολίες συνεχιζόμενης παρακολούθησης και υποστήριξης των οικογενειών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απάντηση του μεγαλύτερου Δήμου της χώρας σύμφωνα με την οποία στην Αθήνα «η αρμόδια υπηρεσία εκτιμά ότι τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης σε βάθος χρόνου και θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν είτε αποκλειστικά από την Ομάδας Προστασίας Ανηλίκων του Δήμου, είτε συνδυαστικά με κάποια άλλη δομή κυμαίνονται ανάμεσα σε 70-100 ετησίως. Τα περιστατικά για τα οποία δύναται η Κοινωνική Υπηρεσία να συνεχίσει την παρακολούθηση στην πραγματικότητα δεν ξεπερνούν τα 20 ετησίως»!

Περαιτέρω, 6 από τους 14 δήμους, κρίνουν ότι το 50% ή περισσότερο από το 50% των περιπτώσεων χρήζουν συστηματικής παρακολούθησης σε βάθος χρόνου (Δ.Νίκαιας, Δ. Καβάλας, Δ. Βόλου Δ. Αθηναίων, Δ. Κερατσινιού, Δ. Αιγάλεω, Δ.Ηρακλείου, Δ. Κομοτηνής), 2 εξ αυτών αναφέρουν «μεγάλο αριθμό» (Δ. Βόλου) το 80% (Δ. Περιστερίου), ή και ότι οι περισσότερες υποθέσεις χρήζουν συνεχιζόμενης εποπτείας (Δ. Κομοτηνής).

image

Μολονότι από τα παραπάνω προκύπτει ότι σημαντικό ποσοστό των Δήμων (10 απότους 14) δηλώνει ότι διαθέτει τη δυνατότητα παρακολούθησης των οικογενειών σε συνέχεια της διερεύνησης, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αφορούν σε οικογένειες για τις οποίες έχει ήδη υποβληθεί καταγγελία κακοποίησης ή παραμέλησης και έχει εκδοθεί εισαγγελική εντολή για διενέργεια κοινωνικής έρευνας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ακολουθείται και από εισαγγελική εντολή για παρακολούθηση, περιπτώσεις δηλαδή όπου υπάρχουν de facto υπόνοιες ή που έχει διαπιστωθεί ότι παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο. 

Δεν αναφέρονται, ωστόσο, στο σύνολο των οικογενειών με σοβαρά ψυχο-κοινωνικά προβλήματα στην κοινότητα, οι οποίες χρήζουν παρακολούθησης και υποστήριξης για την διασφάλιση της προστασίας και των δικαιωμάτων των παιδιών και την πρόληψη της κακοποίησης και της ενδεχόμενης απομάκρυνσής τους, που υπερβαίνουν κατά πολύ τις καταγγελλόμενες
περιπτώσεις και η μεγάλη πλειονότητα των οποίων δεν παρακολουθείται και δεν υποστηρίζεται από καμία κοινωνική υπηρεσία. 

Ο κάθε δήμος έχει δικές του πρακτικές

Οι περισσότεροι (62%) Δήμοι ( Δ.Νίκαιας, Δ. Ρόδου, Δ. Ιωαννίνων, Δ. Αθηναίων, Δ. Ηρακλείου, Δ.Περιστερίου, Δ. Πάτρας) ανέφεραν ότι δεν προβαίνουν σε διερεύνηση χωρίς εντολή εισαγγελέα, και όταν κρίνεται ότι μια υπόθεση χρήζει παρέμβασης είτε καθοδηγούν τον αναφερόμενο προς την υποβολή καταγγελίας στην αρμόδια εισαγγελία, είτε διαβιβάζουν την καταγγελία σε αυτήν για την έκδοση εντολής διερεύνησης.

Διαφοροποιημένες ήταν οι πρακτικές και ως προς τη χρήση εργαλείων για την διερεύνηση καταγγελιών πιθανής κακοποίησης-παραμέλησης. Ειδικότερα, 4 από τους 14 Δήμους δεν χρησιμοποιούν εξειδικευμένα εργαλεία ή πρωτόκολλα (Δ. Ρόδου, Δ. Καβάλας, Δ. Πάτρας, Δ. Βόλου). Ο Δ. Ρόδου αναφέρει «Ημιδομημένη συνέντευξη ερωτήσεων βάσει περιστατικού» ενώ ο Δ. Πάτρας «Ο κάθε κοινωνικός λειτουργός καταγράφει τα στοιχεία κατά την κρίση του». Οι υπόλοιποι 10 Δήμοι αναφέρουν ως πιο συχνά χρησιμοποιούμενο εργαλείο το Πρωτόκολλο Διαγνωστικής Εκτίμησης Κακοποίησης-Παραμέλησης του ΙΥΠ ). Στις περισσότερες ωστόσο περιπτώσεις, η χρήση του εν λόγω πρωτοκόλλου εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του επαγγελματία. 

Διαφοροποιήσεις και προβλήματα, αναδείχθηκαν και ως προς την ύπαρξη εμπιστευτικής επικοινωνίας με τηλεομοιοτυπία (φαξ) για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της εκάστοτε οικογένειας και των παιδιών. Αξιοσημείωτο είναι ότι 2 Δήμοι δεν διαθέτουν ούτε εμπιστευτικό φαξ, ούτε εμπιστευτικό πρωτόκολλο, ούτε εντεταλμένο υπάλληλο για τη διαχείριση των εγγράφων αυτών (Δήμοι Αιγάλεω και Γλυφάδας). 

Συμπέρασμα: Ύπαρξη σοβαρού κενού στο πεδίο της παιδικής προστασίας στην χώρα μας

Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, επισημαίνεται ως σοβαρό κενό στο πεδίο της  παιδικής προστασίας στην χώρα μας, η απουσία δομών/ξενώνων άμεσης υποδοχής, ή πρόβλεψης για την επείγουσα αναδοχή των παιδιών που απομακρύνονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον με τον χαρακτήρα του επείγοντος, λόγω κακοποίησης, παραμέλησης ή άλλων σοβαρών προβλημάτων. Ως συνέπεια, τα παιδιά αυτά, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και κρίσιμη για αυτά περίοδο, και ενώ δεν χρήζουν νοσηλείας, εισάγονται και παραμένουν συχνά επί μακρό χρονικό διάστημα σε παιδιατρικές ή παιδοψυχιατρικές κλινικές, ή ακόμη και σε μονάδες ενηλίκων γενικών νοσοκομείων, οι οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν στις σύνθετες ανάγκες υποστήριξής τους – μέχρι να καταστεί εφικτή η λήψη απόφασης από τον εισαγγελέα για την ανάθεση της επιμέλειας και της φροντίδας τους, που συνήθως αφορά την τοποθέτησή τους σε ίδρυμα. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι να μην εξαντλούνται, και συνήθως να μην διερευνώνται καν, οι δυνατότητες ανεύρεσης κατάλληλης εναλλακτικής φροντίδας (π.χ. μέσω αναδοχής) πριν την τοποθέτηση σε δομή κλειστού τύπου, και το παιδί να υφίσταται τις τραυματικές επιπτώσεις της μακράς παραμονής του αρχικά στο νοσοκομείο και στη συνέχεια σε ίδρυμα. 

Ολόκληρη η έκθεση: