Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, κατηγορεί το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) πως, « από επιστημονικό γνωμοδοτικό όργανο» έχει μετατραπεί σε «εργαλείο υπεράσπισης πολιτικών επιλογών», έπειτα από την επιστολή 14 πρώην και νυν μελών του ΚΑΣ πριν από μερικές μέρες.

Ads

Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του ΚΑΣ, στην επιστολή τους, υποστήριζαν πως πρέπει , να υπάρξει απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων στο χώρο του σταθμού «Βενιζέλου», διαβεβαιώνοντας βέβαια ότι δε θα πληγούν τα αρχαία.

Σε απάντηση της συγκεκριμένης τοποθέτησης, το ΣΕΑ, ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η επιστημονική φωνή του ΚΑΣ σιγεί» καθότι, η εν λόγω επιστολή, αποτελεί « ευθεία βολή απέναντι στο κύρος, την ιστορία και την θεσμική υπόσταση του κορυφαίου επιστημονικού συμβουλίου για την πολιτική κληρονομιά της χώρας» , αναφέροντας παράλληλα ότι  «αρμοδιότητα του ΚΑΣ είναι να γνωμοδοτεί για την προστασία των αρχαιολογικών χώρων και των μνημείων, με βάση τα οριζόμενα στο Σύνταγμα, τον Αρχαιολογικό Νόμο και τις επιταγές της αρχαιολογικής επιστήμης. Η νομιμότητα ή μη της απόφασης που πάρθηκε για την τύχη των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου/Μετρό Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο του 2020, σε συνέχεια της περσινής γνωμοδότησης του Δεκεμβρίου, βρίσκεται υπό κρίση στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην ολομέλεια του οποίου έχουν κατατεθεί και όλα τα σχετικά Πρακτικά των συνεδριάσεων του ΚΑΣ».

«Αναρωτιόμαστε, εάν κατανοούν οι υπογράφοντες και υπογράφουσες το πλήγμα που επιφέρουν με την επιστολή αυτή στην ίδια την θεσμική υπόσταση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, αλλά και στην ατομική τους επιστημονική αυτοτέλεια και ακεραιότητα», δηλώνει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων.

Ads

Επίσης, ο ΣΕΑ, αφήνει « αιχμές» σχετικά με την « σκοπιμότητα της ανοιχτής επιστολής», οι οποίες μάλιστα αφορούν και τον « σκοπό της επίσκεψης της Υπουργού Πολιτισμού στην Πρόεδρο του ΣτΕ πριν από την εξέταση των αιτήσεών μας».

Ο ΣΕΑ παράλληλα, δηλώνει πως « εκφράζει τη λύπη του» για τα περί «αλλαγής κυβέρνησης» εξηγώντας πως «οι αλλαγές των κυβερνήσεων, όπως και οι πολιτικές πεποιθήσεις οποιουδήποτε, δεν απασχόλησαν ποτέ την επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με το θέμα και δεν θα έπρεπε να απασχολούν ούτε τα μέλη του ανώτατου επιστημονικού οργάνου του Νόμου 3028/02» δηλώνοντας παράλληλα έχει ταχθεί στην υπεράσπιση των αρχαιοτήτων όποια κι αν είναι η κυβέρνηση, με πλέον πρόσφατο παράδειγμα τον μεγάλο αγώνα ενάντια στο πέρασμα μνημείων και αρχαιολογικών χώρων στο Υπερταμείο».

Ολοκληρώνοντας την ανακοίνωση του, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων , δηλώνει ότι  «η επιστημονική ορθότητα και τεκμηρίωση των γνωμοδοτήσεων του Κεντρικού Αρχαιολογικού κρίνεται διαρκώς από την ακαδημαϊκή κοινότητα (στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό), τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τους ερευνητές αλλά και τους απλούς πολίτες, τη ζωή των οποίων οι γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ μπορούν να βλάψουν ή να βελτιώσουν. Κανείς δεν διαθέτει το αλάθητο ούτε βρίσκεται στο απυρόβλητο της κριτικής», ενώ επίσης, στην ανακοίνωση αναφέρεται πως «η πρωτοφανής αυτή επιστολή επαναφέρει στην επικαιρότητα  το διαχρονικό αίτημα του ΣΕΑ το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο να συγκροτείται με   ex officio μέλη και μέλη που ορίζονται με διαφάνεια και αξιοκρατία από τους επιστημονικούς τους φορείς υπό την προεδρία ανώτατου δικαστικού, ώστε να εξασφαλισθούν η θεσμική του λειτουργία, η αξιοπιστία του και η νηφάλια επιστημονική αντικειμενικότητα».