Η παρέμβαση Μέρκελ έφερε αποφόρτιση. Τα τουρκικά πολεμικά φέρονται – κατα την γερμανική εκδοχή τουλάχιστον – να πήραν τον δρόμο της επιστροφής προς τον ναύσταθμο του Ακσάζ, το Oruc Reis παραμένει, προσώρας τουλάχιστον, στο λιμάνι της Αττάλειας, και στα ανοιχτά του Καστελόριζου βρίσκονται μόνον οι ελληνικές φρεγάτες. Κατά την γλαφυρή περιγραφή της Bild, την Τρίτη το βράδυ η Μέρκελ σταμάτησε την ελληνοτουρκική σύγκρουση: «Τηλεφώνησε, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, στον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν και στον Έλληνα Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, προκειμένου να μεσολαβήσει μεταξύ των δύο βαριά οπλισμένων και έτοιμων για καβγά. Με επιτυχία! Ο τουρκικός πολεμικός στόλος άλλαξε πορεία και έπλευσε προς την αντίθετη κατεύθυνση…».

Ads

Διαβάστε επίσης: Μυστική συμφωνία Βερολίνου: Ρήτρα τύπου Ιμίων και όλη η τουρκική ατζέντα στο τραπέζι

Κατά την ρεαλιστική ανάγνωση έμπειρων διπλωματών επί των όσων έγιναν τα τελευταία 24ωρα, «ο Ερντογάν ήρθε, είδε, πήρε και απήλθε. Μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον». Εκείνο που πήρε, κατά τις ίδιες πηγές, είναι δύο κρίσιμα διπλωματικά χαρτιά για το μεγάλο γεωπολιτικό παζάρι της Μεσογείου – την ανακοίνωση του Στέητ Ντηπάρτμεντ περί «αμφισβητούμενων υδάτων» με την οποία η Ουάσιγκτον αποδέχεται ουσιαστικά το «γκριζάρισμα» ελληνικής υφαλοκρηπίδας και την προτροπή της Κομισιόν για προσφυγή στην Χάγη. Κι ενδεχομένως να πήρε και, αγνώστου μέχρι στιγμής περιεχομένου, γερμανικές διαβεβαιώσεις για ένα νέο πλαίσιο διαλόγου στην ανατολική Μεσόγειο.

Την συνέχεια της ιστορίας, άλλωστε, μάλλον δεν την γράφει το πρωτοσέλιδο της Bild αλλά τα όσα είπε χθες ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών Κρίστοφερ Μπούργκερ: «Δεν επιθυμούμε», δήλωσε, «καμία κλιμάκωση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αντιθέτως, θέλουμε να υπάρχει συνετός διάλογος».

Ads

Εν ολίγοις, η υψηλή θερμότητα των τελευταίων ημερών περί το Καστελόριζο επιβεβαιώνει ότι η στρατηγική επιδίωξη του Ερντογάν δεν είναι να κάνει πόλεμο στο Αιγαίο. Στόχος του είναι, όπως τονίζεται από διπλωματικούς κύκλους «η μεγάλη διαπραγμάτευση και η μεγάλη μοιρασιά» – είτε πρόκειται για συνεκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων, είτε για την οριοθέτηση ΑΟΖ από θέση ισχύος και με περιορισμένη επήρεια για τα ελληνικά νησιά. Και όλες οι εξελίξεις από την στιγμή που η Γερμανία ανέλαβε την προεδρία της Ε.Ε. δείχνουν πως και το Βερολίνο θα σπρώξει πάση δυνάμει προς την κατεύθυνση αυτού του διαλόγου.

Διπλωματικοί παράγοντες πέριξ του Μαξίμου και σύμβουλοι στρατηγικής του πρωθυπουργού δεν έχουν κρύψει πως βλέπουν θετικά μια τέτοια διαπραγμάτευση. Και έγκυρες πληροφορίες λένε πως το ιδανικό σενάριο για το Μαξίμου θα ήταν μία φόρμουλα διαλόγου με την συμμετοχή και του ευρωπαϊκού παράγοντα – μια φόρμουλα, την οποία η κυβέρνηση θα ήθελε να παρουσιάσει ως διπλωματική επιτυχία μετατροπής του ελληνοτουρκικού ζητήματος σε ευρωτουρκικό. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι προ της τουρκικής NAVTEX είχαν κυκλοφορήσει σενάρια ακόμη και για πενταμερή με την συμμετοχή Μητσοτάκη, Ερντογάν, Μέρκελ, Μακρόν και φον ντερ Λάιεν.

Δεν πρόκειται απαραιτήτως για αρνητική προοπτική – υπό την προϋπόθεση να έχει προηγουμένως οριοθετηθεί το τι σημαίνει αυτός ο «συνετός διάλογος» γερμανικής πατρότητας. Με ποια ατζέντα θα γίνει, ποια θέματα θα μπουν στο τραπέζι, ποιες υποχωρήσεις είναι διατεθειμένη να κάνει η ελληνική πλευρά.

Η Άγκυρα, από την δική της πλευρά, έχει δείξει ήδη απολύτως καθαρά τι θέλει να συζητήσει: Τα πάντα – από το Αιγαίο και το «ζήτημα των νησιών» έως το θέμα της μειονότητας στην Θράκη. Τα είπε όλα ανοιχτά ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραίμ Καλίν, μία ημέρα πριν από την τουρκική NAVTEX, καίτοι ελάχιστοι του έδωσαν σημασία στην Ελλάδα: «Εμείς», είπε στο τουρκικό NTV, «κατ’ αρχάς πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα επιλύσουμε στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού. Το ζήτημα του Αιγαίου, το ζήτημα των νησιών, την υφαλοκρηπίδα, το ζήτημα των θαλάσσιων αρμοδιοτήτων, το θέμα των ερευνών και γεωτρήσεων στις αμφιλεγόμενες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Το θέμα της εκλογής μουφτή στην Ελλάδα, το ζήτημα του τζαμιού στην Ελλάδα και όλα τα άλλα ζητήματα. Εμείς μπορούμε να τα λύσουμε άνετα με την Ελλάδα.»

Εάν η ελληνική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να συζητήσει όλα ή κάποια από αυτά τα θέματα, βρισκόμαστε ενώπιον μείζονος στροφής στο βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής που ορίζει ως μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά την υφαλοκρηπίδα και τις θαλάσσιες ζώνες. Εάν όχι, για την κυβέρνηση πρέπει να υπάρχει ζήτημα με τις τελευταίες διπλωματικές θέσεις και προτροπές τόσο του Στέητ Ντηπάρτμεντ όσο και της Ευρώπης – από τα «αμφισβητούμενα ύδατα» έως τον διάλογο για τα «χωρικά ύδατα» στον οποίο είχε αναφερθεί από την Αγκυρα ο ύπατος εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ.

Εχει ενδιαφέρον εάν όλα αυτά θα τα αποσαφηνίσει ο πρωθυπουργός στις σημερινές του συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς. Όπως έχει επίσης ενδιαφέρον εάν η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί αναλάβει το εγχείρημα ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου στην παρούσα συγκυρία βασιζόμενη αποκλειστικά στις ίδιες πολιτικές της δυνάμεις – εάν θεωρεί πως, αφενός διαθέτει την λαϊκή εντολή για να το κάνει και, αφετέρου, την αναγκαία κοινοβουλευτική δύναμη για να το στηρίξει…