«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή και θα πρέπει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της, σεβόμενη τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. Όλα εξαρτώνται από την πολιτική βούληση. Είμαι πεπεισμένος ότι η σημερινή κρίση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ξεπεραστεί, αλλά με βαθιές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα», δήλωσε χθες, σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν.

Ads

Τελικά, κύριε γενικέ διευθυντά, η παγκόσμια οικονομία βγαίνει από το τούνελ; Τα χειρότερα είναι πίσω μας;

«Χάρη στα δισεκατομμύρια δολάρια που διοχετεύθηκαν στο χρηματοπιστωτικό τομέα για την τόνωση των οικονομιών, μπορώ να πω ότι ναι, τα χειρότερα είναι πίσω μας.

Με τη βοήθεια επίσης της μείωσης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, η επανάληψη της μεγάλης ύφεσης του 1929 απεφεύχθη και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Ads

Διότι τώρα μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη. Θέλω, ωστόσο, να τονίσω ότι δεν πρέπει να βιαστούμε να πανηγυρίσουμε για την έξοδο από την κρίση μιας και, αν η κατάσταση βελτιωθεί στο επίπεδο της οικονομίας, από κοινωνικής πλευράς δεν είμαι αισιόδοξος.

Η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνει έως το δεύτερο εξάμηνο του 2010, αφού μεταξύ της ανάκαμψης της οικονομίας και της ανάκαμψης της απασχόλησης μεσολαβεί πάνω – κάτω ένας χρόνος. Με άλλα λόγια, για το μισθωτό που έχασε τη δουλειά του το Δεκέμβριο του 2009, η κρίση δεν θα είναι πίσω του αλλά μπροστά του».

Αυτό σημαίνει κοινωνική κρίση, παρά την οικονομική ανάκαμψη; Δεν είναι παράξενη, τουλάχιστον φαινομενικά, μια τέτοια εξέλιξη;

«Θέλω να επαναλάβω εκ νέου και προς κάθε κατεύθυνση ότι η διαχείριση της συγκυρίας είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Από τη μία δεν πρέπει να σταματήσουν οι κρατικές προσπάθειες τόνωσης της οικονομίας -διότι, με δεδομένο ότι η ιδιωτική ζήτηση είναι εξαιρετικά χαμηλή, υπάρχει πάντα η απειλή για μία δεύτερη ”βουτιά” της οικονομίας.

Από την άλλη, κάθε χώρα χρειάζεται πράγματι να εκτιμήσει το σχέδιο εξόδου της από την κρίση, αφού οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να μπορούν να προγραμματίσουν τη μελλοντική τους πορεία.

Από τον προγραμματισμό αυτό θα εξαρτηθούν και οι κοινωνικές εξελίξεις. Οι τελευταίες, όμως, θα χρειαστεί να αναλύονται με διαφορετικά κριτήρια από ό,τι στο παρελθόν.

Το παγκόσμιο οικονομικό τοπίο κυριολεκτικά μεταμορφώνεται και αυτό το γεγονός συνιστά τεράστια πρόκληση για πολιτικούς, συνδικαλιστές, νέους και ηλικιωμένους».

Μπορεί η διαφαινόμενη ανάκαμψη να γίνει πιο ισχυρή καθ’ οδόν;

«Όχι κατ’ ανάγκην -πράγμα που θέτει το ζήτημα των νέων κινήτρων της ανάπτυξης. Βέβαια, η κρίση μπορεί να βοηθήσει στην εξισορρόπηση ορισμένων κρίσιμων ισορροπιών, ιδίως του αμερικανικού ελλείμματος και του κινεζικού πλεονάσματος.

Στις ΗΠΑ βλέπουμε ενθαρρυντικά σημάδια: το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, που είχε σχεδόν μηδενιστεί, έχει φθάσει στο 5% και ορισμένοι ειδήμονες προβλέπουν πως θα φθάσει και στο 10%.
Αυτά είναι εξαίρετα νέα για την μείωση των ελλειμμάτων. Από την άλλη, ποιος θα αντικαταστήσει τον καταναλωτισμό των Αμερικανών στο ρόλο της ατμομηχανής της παγκόσμιας ανάπτυξης;

Μερικοί προσβλέπουν στους καταναλωτές των αναδυόμενων κρατών -αρκούν, όμως, αυτοί, με δεδομένο ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ εκπροσωπεί το 25% του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος;

Επιπλέον, η δομή της ζήτησης στις αναδυόμενες χώρες είναι πολύ διαφορετική. Κινδυνεύουμε άραγε να δούμε να μειώνεται η ζήτηση για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας; Όλα αυτά είναι ανοικτά ζητήματα και αυτός είναι ο λόγος που είναι ζωτικής σημασίας να υιοθετήσουν οι αναπτυγμένες χώρες φιλόδοξες πολιτικές ανάπτυξης της καινοτομίας».

Στη βάση των εκτιμήσεών σας, ποιος θα είναι για την παγκόσμια οικονομία ο ρόλος της Ασίας γενικά και της Κίνας ιδιαίτερα;

«Όπως έχω υπογραμμίσει, για το 2010 η παγκόσμια ανάπτυξη θα ξεπεράσει το 3,1%. Θα είναι όμως άνιση. Η Ασία, με εξαίρεση την Ιαπωνία, θα παίζει ρόλο ατμομηχανής. Θα γνωρίσει αύξηση πάνω από 7% και στο επίπεδο αυτό ελλοχεύουν κίνδυνοι.

Τόσο η Κίνα, που θα φθάσει το 8% και πλέον άνοδο, όσο και οι άλλες ασιατικές χώρες, θα πρέπει να υιοθετήσουν προσωρινά μέτρα ελέγχου των κεφαλαίων για να αποφευχθούν νέες φούσκες.

Ήδη η Ασία γνωρίζει μία πολύ σημαντική εισροή κεφαλαίων, η οποία ανεβάζει εκρηκτικά τις τιμές των ακινήτων, ιδιαιτέρως στη Σιγκαπούρη, στο Χονγκ-Κονγκ και στις μεγάλες κινεζικές πόλεις».

Δηλαδή, υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί μία κρίση ανάλογη με την αντίστοιχη στις ΗΠΑ ή στην Ιαπωνία πριν από μία εικοσαετία;

«Αυτή η προοπτική ανησυχεί σοβαρά τους υπεύθυνους στην Ασία, που ψάχνουν να βρουν πώς να διαχειριστούν αυτές τις ροές και τις επιπτώσεις τους στα επιτόκια, στην εσωτερική ζήτηση, στη χρηματοοικονομική ισορροπία και στον κίνδυνο δημιουργίας φούσκας ενεργητικών στοιχείων.

Το ΔΝΤ προτείνει στους υπεύθυνους αυτούς να χαμηλώσουν τα επιτόκια να αυξήσουν τα αποθέματά τους ή να ακολουθήσουν μία λιγότερο ευνοϊκή φορολογική πολιτική».

Και η Κίνα τι πρέπει να κάνει στο πλαίσιο αυτής της ευνοϊκής για την Ασία συγκυρίας;

«Οικονομίες όπως η Κίνα, που έχουν υψηλά κεφαλαιακά αποθέματα, ήτοι πολύ πλεονασματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, είναι ζωτικό να ενισχύσουν την εσωτερική ζήτηση και να εφαρμόσουν πολιτική υψηλών αποδόσεων σε επενδύσεις που απευθύνονται στις υποδομές, στην εκπαίδευση, στην “πράσινη” τεχνολογία.
Αν θέλουμε να δούμε μία παγκόσμια επανεξισορρόπηση της ζήτησης, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τα μεσοπρόθεσμα θεμελιώδη μεγέθη».

Και με το γιουάν τι πρέπει να γίνει;

«Η υποτίμησή του είναι ενοχλητική. Σε αρκετές χώρες, μία συναλλαγματική ανατίμηση είναι η απάντηση – ”κλειδί”, ιδιαιτέρως δε όταν παρατηρούνται υποτιμημένες συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Στην Ασία, πολλά νομίσματα είναι υποτιμημένα και ιδιαιτέρως έναντι του ευρώ. Το φαινόμενο επιδρά αρνητικά στις προσπάθειες για επανεξισορρόπηση της παγκόσμιας οικονομίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, στο ΔΝΤ πιστεύουμε ότι πρέπει να ενδυναμωθεί το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, γιατί αυτό θα είναι ένα πολύτιμο συμπλήρωμα στην επιθυμητή επανεξισορρόπηση της ζήτησης».

Και η Ευρωζώνη, μέσα σε όλα αυτά; Μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λειτουργεί χωρίς να υπάρχει πίσω της μία ενιαία πολιτική εξουσία;

«Η Ευρωζώνη βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αλλά δεν νομίζω ότι απειλείται η συνοχή της. Με αφορμή την κρίση, όμως, δίνεται η ευκαιρία να γίνει ένα ακόμη βήμα προς τα εμπρός, προς την οικοδόμηση και μίας πολιτικής Ευρώπης.

Ας μην ξεχνάμε ότι στις ΗΠΑ, με αφορμή την κρίση του 1930, η κεντρική εξουσία ενισχύθηκε σημαντικά και η Αμερική απέκτησε τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που μέχρι τότε έλειπε.

Στην Ευρώπη, ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς κοινή οικονομική πολιτική είναι κάτι το πολύ επικίνδυνο. Γι’ αυτό κρίνω ότι οι χώρες μέλη της Ευρωζώνης πρέπει να μεταβιβάσουν στις Βρυξέλλες το μέγιστο μέρος της ευθύνης των δημοσιονομικών τους αποφάσεων».

Αυτό δεν γίνεται τώρα με την Ελλάδα;

«Όχι ακριβώς. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή και πρέπει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της. Πρέπει βεβαίως να σεβαστεί και τις υποχρεώσεις της, οι οποίες απορρέουν από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη.

Όμως, μία συντονισμένη οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη δεν μπορεί να οικοδομηθεί όταν υπάρχουν φωτιές που πρέπει να σβήσουν. Το μέλλον του ευρώ εξαρτάται από την ικανότητα της πολιτικής μας κοινότητας να συνεργάζεται πραγματικά και διαρκώς».

Απαιτείται πολιτική βούληση
Πιστεύετε ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει από την κρίση;

«Όλα εξαρτώνται από την πολιτική βούληση. Είμαι πεπεισμένος ότι η σημερινή κρίση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ξεπεραστεί, αλλά με βαθιές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα».

Αναγκαία η αύξηση των πόρων

Γιατί ζητάτε περαιτέρω αύξηση των πόρων του ΔΝΤ, την ώρα που αποσπάσατε ήδη άνω των 500 δισ. δολαρίων (343 δισ. ευρώ);

«Είναι βασικό να μπορεί το ΔΝΤ να παίξει το ρόλο του της ύστατης βοήθειας, της τελευταίας λύσης των κρατών για να αποκτήσουν ρευστότητα. Σήμερα, όμως, βλέπουμε πως πολλά κράτη έχουν δημιουργήσει ισχυρά εθνικά ταμεία προκειμένου να αντιμετωπίσουν μελλοντικές κρίσεις.

Μόνον η Βραζιλία, έχει αποταμιεύσει 200 δισ. δολάρια (137 δισ. ευρώ). Θεωρώ ότι είναι λογικό να υποθέτουμε πως αυτά τα χρήματα θα απέδιδαν πολλαπλάσια αν επενδύονταν σε αναπτυξιακούς σκοπούς.

Αλλά για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να υπάρχει ένας διεθνής “ασφαλιστικός” οργανισμός, όπως το ΔΝΤ, ένα είδος κοινού ταμείου, μιας παγκόσμιας ασφάλισης που θα απέτρεπε τις ατομικές και δαπανηρές λύσεις.

Για τον σκοπό αυτό, το ΔΝΤ θα χρειαστεί περισσότερους πόρους από όσους διαθέτει σήμερα. Θα χρειαστεί, επίσης, να εμπιστεύονται τυφλά όλες οι κυβερνήσεις τον οργανισμό αυτόν, προκειμένου να του αναθέσουν το ρόλο του πολέμιου της κερδοσκοπίας -και αυτό είναι κάτι που με απασχολεί τούτο τον καιρό. Ιδού ένα σχέδιο για μία νέα αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας που βρίσκω επιθυμητό».