Από το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης καταψηφίστηκε, την Τρίτη, το νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τον Εθνικό Μηχανισμό Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, Αναδιάρθρωση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος. Υπέρ τάχθηκαν μόνο οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, με τις ψήφους των οποίων και εγκρίθηκε.

Ads

Τα πυρά της αντιπολίτευσης επικεντρώθηκαν στο ότι το νομοσχέδιο δεν αντιμετωπίζει τη γραφειοκρατική διάρθρωση της Πολιτικής Προστασίας, δεν επιτυγχάνει τον συντονισμό και την οργάνωση των συναρμόδιων φορέων, «θολώνει» τις αρμοδιότητες – είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ξεκαθαρίζεται ούτε καν ποιος αποφασίζει για την κλιμάκωση του επιπέδου ετοιμότητας για τη διαχείριση κρίσεων – δεν εμπλέκει την επιστημονική κοινότητα στη διαχείριση έκτακτων καταστάσεων ή στη διαδικασία για την κήρυξη έκτακτης ανάγκης, ενώ υποβαθμίζει το Επιχειρησιακό Κέντρο της Πολιτικής Προστασίας το οποίο πλέον θα υπάγεται στο Πυροσβεστικό Σώμα, υπονομεύοντας, έτσι, την ευρύτητα των αρμοδιοτήτων του Κέντρου.

Χαρακτηριστική της ανορθολογικής προσέγγισης του νέου νόμου στον συντονισμό της Πολιτικής Προστασίας – που οδηγεί στην ενίσχυση της γραφειοκρατίας – είναι η πρόβλεψη μετακλητών συντονιστών στις Περιφέρειες, αντί της οργάνωσης του συστήματος της πολιτικής προστασίας από τα κάτω, δηλαδή πρωτίστως σε τοπικό επίπεδο, στους Δήμους και σε περιφερειακό επίπεδο, όπως ζητούν και οι αυτοδιοικητικοί φορείς.

Επίσης, αντί της γενναίας κρατικής χρηματοδότησης προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του μηχανισμού της Πολιτικής Προστασίας, ο νόμος προβλέπει απόρρητα κονδύλια και συγκεντρωτική διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων, αλλά αφήνει ποινικά υπεύθυνους για τη διαχείριση τους Δήμαρχους και τους Περιφερειάρχες.

Ads

Ωστόσο, η κυβέρνηση αγνόησε, κατά την σύνταξη του νομοσχεδίου, όχι μόνο την επιστημονική κοινότητα και κάθε συναρμόδιο φορέα, μην προχωρώντας σε ουσιαστική διαβούλευση σε ένα θέμα το οποίο είναι μείζον, αλλά και την ίδια την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, στη σχετική έκθεση της οποίας επισημαίνονται πολλά ζητήματα που άπτονται και του Συντάγματος. Σταχυολογώντας κάποια από αυτά, η Εφημερίδα των Συντακτών επισημαίνει, πως χαρακτηριστικότερο δείγμα αντισυνταγματικότητας είναι το άρθρο 33 του νομοσχεδίου όπου, προκειμένου να «βολευτούν οι ημέτεροι», στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι «[σ]τα Γραφεία, Τμήματα και Διευθύνσεις Συντονισμού της Γενικής Γραμματείας ΠΠ προΐστανται, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα ΠΠ, υπάλληλοι οι οποίοι επιλέγονται […] με αποκλειστικό κριτήριο την εμπειρία τους στο αντικείμενο της προς κάλυψη θέσης».

Με αυτή τη διάταξη, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας, δημιουργείται προβληματισμός «ως προς την εφαρμογή των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, οι οποίες θεμελιώνονται σε σειρά συνταγματικών διατάξεων, […] δεδομένου ότι δεν φαίνεται να καταλείπεται εν προκειμένω πεδίο συνεκτίμησης και των λοιπών προσόντων, γνώσεων και ικανοτήτων που συγκροτούν την προσωπική αξία του υποψηφίου».

Απόκλιση η οποία μπορεί να γίνει, όπως αναφέρεται, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή εισάγεται «με τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου και περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, μέτρο, από την άποψη της εντάσεως, της εκτάσεως και της χρονικής των διάρκειας».

Καταλήγει μάλιστα η έκθεση ως εξής: «Συνεπώς, μπορεί ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, […] υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας».

Αντισυνταγματικότητα παρουσιάζεται όμως και στο εδάφιο α’ της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου (33) όπου αναφέρεται ότι:

«Οι αρμοδιότητες, λειτουργικά, διοικητικά και οργανωτικά θέματα και κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στα Γραφεία Τμήματα και τις Διευθύνσεις της Γενικής Διεύθυνσης Συντονισμού καθορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος».

Επισημαίνει, λοιπόν, η υπηρεσία ότι «η διάταξη εγείρει ζήτημα συμβατότητας προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος» και πως «γεννάται προβληματισμός ως προς
τη συνταγματικότητα της παρεχόμενης σε άλλο, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανο της Διοίκησης εξουσιοδότηση, προς ρύθμιση των ανωτέρω θεμάτων, ιδίως των αρμοδιοτήτων και λειτουργικών, διοικητικών και οργανωτικών ζητημάτων, τα οποία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως λεπτομερειακά, ειδικότερα ή τεχνικά, κατά τα προαναφερθέντα».

Εκτός Συντάγματος αναφέρεται ότι κινείται και το άρθρο 188 όπου προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 1 παρ. 7 του Ν. 3938/2011 και να χορηγούν οι αρμόδιες δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές «κατόπιν σχετικού αιτήματος του Συνηγόρου του Πολίτη», αντίγραφα εγγράφων της ποινικής διαδικασίας στον Συνήγορο του Πολίτη. «Συμφώνως προς το άρθρο 96 του Συντάγματος», τονίζεται στην έκθεση, «η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι ανήκει στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. Μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας, […] αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διερεύνηση των εγκλημάτων έχουν οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, κατά τα διαλαμβανόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για αυτόν τον λόγο, εξάλλου, διοικητικά όργανα μπορούν να διενεργούν μόνο προκαταρκτική εξέταση. […]

»Συνεπώς, η ίδρυση παράλληλης αρμοδιότητας διερεύνησης εγκλημάτων από τον Συνήγορο του Πολίτη δεν συνάδει προς τα άρθρα 96 και 26 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, πρέπει να διαγραφούν οι φράσεις: “Οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι και οι αρμόδιες δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές χορηγούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Συνηγόρου του Πολίτη, αντίγραφα εγγράφων ή εκθέσεων της ποινικής προδικασίας ή διαδικασίας, για υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, προς εφαρμογή του παρόντος άρθρου” και “Η έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας είναι ανεξάρτητη από τυχόν παράλληλη εξέλιξη ποινικής δίκης ή διαδικασίας”».

Μεγάλη έλλειψη καταγράφεται από την επιστημονική υπηρεσία της Βουλής σχετικά με το άρθρο 53 που αναφέρεται στα απόρρητα κονδύλια που εγγράφονται στον προϋπολογισμό της ΓΓΠΠ με απόφαση του γενικού γραμματέα Π.Π. και τη γνώμη της Επιτροπής Ειδικών Δαπανών της Γενικής Γραμματείας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει, αναφέρεται στην έκθεση, εφόσον δεν συμπληρωθεί το άρθρο με τη σχετική διαδικασία που προβλέπεται και έχει ρυθμιστεί στον Κανονισμό της Βουλής για το υπουργείο Εξωτερικών. Ετσι για να περάσει η συγκεκριμένη διάταξη και για την ΓΓΠΠ στα πρότυπα του υπουργείου Εξωτερικών θα πρέπει το άρθρο να συμπληρωθεί, τονίζεται. Εκτός όμως από τα προβλήματα που εντοπίζει η επιστημονική υπηρεσία στο νομοσχέδιο σε σχέση με την ελληνική νομοθεσία, διαπιστώνει ότι ο «νομοθέτης», δηλαδή η κυβέρνηση, φαίνεται να παραβλέπει και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Συγκεκριμένα, ενίσταται η επιστημονική υπηρεσία με το άρθρο 54 που δίνει τη δυνατότητα στην ΓΓΠΠ «να συνάπτει νέες συμβάσεις ή/και να τροποποιεί ισχύουσες συμβάσεις έργων, εργασιών, υπηρεσιών και προμηθειών κατά την απόλυτη κρίση της και προς άμεση αντιμετώπιση της ανάγκης αυτής κατά παρέκκλιση κάθε πρόβλεψης του ν. 4412/2016 (Α’ 147), όπως εκάστοτε ισχύει».

Επισημαίνει λοιπόν η υπηρεσία στην έκθεσή της ότι: «Η διάταξη, εισάγοντας παρέκκλιση από τις ρυθμίσεις του ν. 4412/2016, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η Οδηγία 2014/24/ΕΕ σχετικώς με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (L 94/65), λαμβανομένων υπόψη των ορίων του άρθρου 5 του ν. 4412/2016 (άρθρο 4 της Οδηγίας), εγείρει ζητήματα συμβατότητας προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου».

Αναγνωρίζεται βέβαια στην έκθεση ότι προβλέπεται εξαίρεση όμως, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, η προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 54 «δεν φαίνεται να εναρμονίζεται προς τις προϋποθέσεις» της εξαίρεσης.