Μέχρι και το Συμβούλιο της Ευρώπης πρόκειται να απασχολήσει ο τρόπος διαχείρισης των προστατευόμενων μαρτύρων στην υπόθεση Novartis.

Ads

«Το Συμβούλιο της Ευρώπης μας ενημέρωσε ότι αυτή η υπόθεση θα συμπεριληφθεί σε έκθεση αξιολόγησης της Ελλάδας. Εμείς από την πλευρά μας θα απευθυνθούμε ξανά τόσο στο συμβούλιο όσο και στην Ελλάδα και στις ελληνικές αρχές ώστε να ζητήσουμε μεγαλύτερη προστασία, δεδομένου ότι η κατάσταση στην Ελλάδα έχει φτάσει σε πολύ κρίσιμο σημείο» δήλωσε στο Documento ο Στίβεν Κον, Αμερικανός δικηγόρος εξειδικευμένος στο ζήτημα της προστασίας μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος.

Όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, η διεθνής πείρα από σκάνδαλα όπως τα LuxLeaks και τα Paradise Papers αναδεικνύουν τον κομβικό ρόλο των πληροφοριοδοτών δημόσιου συμφέροντος (whistleblowers), ενώ, η προστασία τους συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως θεμελιώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

Στη δήλωσή του στο Documento ο Στίβεν Κον σημειώνει πως «πρόκειται ξεκάθαρα για αντίποινα ως μια προσπάθεια συγκάλυψης έκνομων πράξεων». «Συνιστά παράβαση της Σύμβασης Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά του Συμβουλίου της Ευρώπης, την οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει, καθώς και της πρόσφατης ευρωπαϊκής οδηγίας για την προστασία μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος την οποία η Ελλάδα έχει επίσης αποδεχθεί. Είναι μια προσπάθεια (της επιτροπής) να παρενοχλήσει, να εκφοβίσει και να ασκήσει αντίποινα εναντίον των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος, κάτι που αποτελεί συνήθη πρακτική. Οποιοσδήποτε θέλει να συγκαλύψει ένα έγκλημα έχει συμφέρον, κίνητρο να ασκήσει αντίποινα εναντίον των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος. Αυτό δεν πλήττει μόνο τους μάρτυρες δημόσιου συμ φέροντος αλλά λειτουργεί αποτρεπτικά και στην πρόθεση άλλων μαρτύρων να αποκαλύψουν αποδεικτικά στοιχεία για περιστατικά διαφθοράς.

Ads

»Οι πράξεις της επιτροπής δεν έχουν νομική βάση. Η ζημιά που προκαλείται από τις πράξεις της υπερβαίνει κατά πολύ οποιοδήποτε πιθανό όφελος. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους και την οδηγία της ΕΕ που έχει γίνει αποδεκτή από την Ελλάδα, αυτού του είδους η συμπεριφορά απαγορεύεται. Είναι θεμελιώδης αρχή ότι οι μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος πρέπει να διατηρούν το δικαίωμά τους στην εμπιστευτικότητα.

»Το Συμβούλιο της Ευρώπης μας ενημέρωσε ότι αυτή η υπόθεση θα συμπεριληφθεί σε έκθεση αξιολόγησης της Ελλάδας. Εμείς από την πλευρά μας θα απευθυνθούμε ξανά τόσο στο συμβούλιο όσο και στην Ελλάδα και στις ελληνικές αρχές ώστε να ζητήσουμε μεγαλύτερη προστασία, δεδομένου ότι η κατάσταση στην Ελλάδα έχει φτάσει σε πολύ κρίσιμο σημείο.

»Το Συμβούλιο της Ευρώπης απαγορεύει στα κράτη-μέλη και στους υπογράφοντες να προβούν σε αντίποινα ενάντια στους μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος. Οπότε εάν το συμβούλιο δεν επιβάλει κυρώσεις σε όσους παραβιάζουν αυτές τις προδιαγραφές, είναι σαν αυτές οι αρχές να μην έχουν νομική ισχύ. Τώρα που η ΕΕ θα εκδώσει οδηγία για την προστασία των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος φαίνεται ότι η Ελλάδα θα πρέπει να καταστεί υπόλογη στην ΕΕ και εμείς από την πλευρά μας θα υποβάλουμε επίσημο αίτημα γι’ αυτό».

Η Στεφανί Ζιμπό, Γαλλίδα σύμβουλος επικοινωνίας και μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος σημειώνει ότι «σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις ηπείρους, μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος διώκονται και υφίστανται αντίποινα επειδή το όνομά τους συνδέεται με κάποια καταγγελία ή διαρροή στον Τύπο. Ο “Τζον Ντόου”, το πρόσωπο που έβγαλε στη δημοσιότητα τα Panama Papers, αποτελεί εξαίρεση, καθώς κανείς δεν γνωρίζει ποιος κρύβεται πίσω από την κωδική αυτή ονομασία.

»Ο μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος δεν είναι σαν τους ήρωες του Χόλιγουντ. Ο μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος ζει στην επισφάλεια της ψυχολογικής βίας και της απομόνωσης, τον τραβούν στα δικαστήρια, καμία εταιρεία δεν θέλει να τον προσλάβει, η οικογένειά του καταρρέει και τα παιδιά του διατρέχουν σοβαρούς κινδύνους. Κανείς δεν μιλά γι’ αυτά τα παιδιά, τα οποία απουσιάζουν πάντα από τις ιστορίες των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος. Μαθαίνουμε στα παιδιά μας να λένε την αλήθεια, αλλά τα παιδιά των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος υποφέρουν άμεσα από τα ψέματα των διοικήσεων, των κυβερνήσεων και των πολυεθνικών εταιρειών. Το χειρότερο πράγμα που έχει να αντιμετωπίσει ένα μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος είναι να βλέπει τα παιδιά του να εγκαταλείπονται στην τύχη τους, στον βαθύ πόνο του και στην αδυναμία τους να κατανοήσουν γιατί οι γονείς τους αντιμετωπίζονται ως ο υπ’ αριθμός ένα εχθρός του κράτους. Επειδή ο καθένας και η καθεμιά από εμάς υποφέρουμε από τη διαφθορά και από διεφθαρμένα μυαλά, πρέπει όσοι λέμε την αλήθεια να χαίρουμε προστασίας. Το ίδιο ισχύει και για τους μάρτυρες Novartis».

Ο Μπράντλεϊ Μπέρκενφελντ, Αμερικανός μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος και πρώην τραπεζίτης λέει στο Documento ότι «αυτά τα ζητήματα είναι πολύ σημαντικά για την προστασία των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος και όχι μόνο για τους ίδιους τους μάρτυρες αλλά και εν γένει για τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική. Ο κόσμος πρέπει να αισθάνεται άνετα με την κυβέρνησή του, να γνωρίζει ότι δεν καταπατά τα δικαιώματα των πολιτών. Είναι σημαντικό οι νόμοι για την προστασία των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος να τεθούν παντού σε ισχύ. Με την ιστορία που έχει η Ελλάδα, η οποία από την αρχαιότητα θέσπιζε νομικούς κανόνες τους οποίους ο κόσμος χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα, έπειτα από χιλιάδες χρόνια θα έπρεπε να είναι πρωτοπόρα και να περνάει νόμους που βοηθούν την ελληνική κοινωνία.

»Ολος ο κόσμος κοιτάζει την Ελλάδα, η οποία μπορεί να είναι περήφανη για την ιστορία της αλλά αυτό που συμβαίνει την παρούσα στιγμή δεν είναι περήφανη στιγμή για τη χώρα.

»Οι νόμοι που θα έπρεπε να θεσπιστούν για το ζήτημα των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος πρέπει να κινούνται σε τρεις άξονες, οι οποίοι είναι πολύ απλοί. Ο πρώτος είναι η προστασία τους από αντίποινα, παρενοχλήσεις, εκφοβισμό κ.λπ. Ο δεύτερος είναι να εξασφαλίζεται ότι θα διεξάγεται έρευνα για όσα καταγγέλλονται από μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος. Το τρίτο είναι να προφυλάσσεται η ανωνυμία τους. Αυτό είναι κρίσιμο. Αυτά τα τρία σημεία είναι κρίσιμα όσον αφορά τους νόμους που σχετίζονται με τους μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, και εκπλήσσομαι που η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει θεσπίσει τέτοιους νόμους ώστε να προστατεύσει τους πολίτες της.

»Η προσπάθεια αποκάλυψης των στοιχείων ταυτότητας των μαρτύρων είναι πρωτάκουστο γεγονός και σίγουρα είμαι σοκαρισμένος από αυτές τις εξελίξεις. Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να ασχολείται με την αποκάλυψη της ταυτότητας των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος. Ο λόγος που το κάνουν είναι ξεκάθαρος: προσπαθούν να υπονομεύσουν και να εκφοβίσουν αυτούς τους μάρτυρες, κάτι που θα έπρεπε να είναι παράνομο.

»Νομίζω ότι οι αποκαλύψεις μου στις αμερικανικές αρχές εκ του αποτελέσματος μεταμόρφωσαν μια βιομηχανία αξίας 1 τρισ., η οποία ήταν η βιομηχανία των ελβετικών τραπεζών που για χρόνια έκλεβαν – και έκλεβαν και την ελληνική κυβέρνηση. Ακόμη περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς και Ελληνες πολίτες είχαν τραπεζικούς λογαριασμούς στην ελβετική UBS. Εκανα τις αποκαλύψεις προκειμένου να βοηθήσω την ελληνική κυβέρνηση δίνοντας κατάθεση στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον. Ακόμη περιμένω από τις ελληνικές δικαστικές αρχές να αποδείξουν στον κόσμο και στους πολίτες τους ότι όντως αποδίδουν δικαιοσύνη. Δυστυχώς, αυτή η έρευνα ξεκίνησε το 2016, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που βοήθησα τις ελληνικές αρχές και δεν έχω δει ακόμη τίποτε σε σχέση με τη δίωξη της UBS και των πελατών της. Και η ερώτηση για τους Ελληνες πολίτες είναι: γιατί; Ενδιαφέρομαι ακόμη να βοηθήσω την ελληνική κυβέρνηση εάν ενδιαφέρεται κι εκείνη και κυρίως θέλω να βοηθήσω τους Έλληνες πολίτες».

Ο δικηγόρος Νίκος Δ. Δρακουλάκος λέει ότι «ο θεσμός του “προστατευόμενου μάρτυρα” εισήχθη στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρ. 9 του ν. 2928/2001 και προβλέπεται σήμερα στο άρ. 218 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ενώ ο θεσμός του “μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος”, για τα αδικήματα της δωροδοκίας/ δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων και υπαλλήλων, εισήχθη με τον ν. 4254/2014 και προβλέπεται στο άρ. 47 του ΚΠΔ.

»Αρμόδιες να αποδώσουν σε κάποιον μάρτυρα τις ως άνω δύο ιδιότητες είναι μόνο οι εισαγγελικές αρχές, συγκεκριμένα ο εισαγγελέας διαφθοράς και ο εποπτεύων την Εισαγγελία Διαφθοράς αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Και μόνο αυτές δύνανται να τις άρουν. Δυνατότητα αποκάλυψης των πραγματικών στοιχείων του προστατευόμενου μάρτυρα υφίσταται και κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης, εάν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από έναν διάδικο ή ακόμη αν διαταχθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατόπιν βέβαια αιτιολογημένης απόφασης για τη αποκάλυψη ή μη (άρ. 218 παρ. 5 ΚΠΔ).

»Στην περίπτωση δε που αποκαλυφθούν τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, τότε μόνο η κατάθεσή του αρκεί για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Εάν δεν αποκαλυφθούν, τότε η κατάθεσή του απλώς συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία (άρ. 218 παρ. 6 ΚΠΔ).

»Εν προκειμένω, η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή της Βουλής (άρ. 86 παρ. 3 του συντάγματος) συγκροτήθηκε για να διεξαγάγει προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση τυχόν τέλεσης αδικημάτων από τον τέως αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το άρ. 156 παρ. 4 του Κανονισμού της Βουλής, η εν λόγω επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες ενός εισαγγελέα πρωτοδικών κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Συνεπώς, ως οιονεί εισαγγελική αρχή, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη λήψη καταθέσεων από τους προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis (ως σχετική με την υπό εξέταση υπόθεση του τέως αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης) αλλά και να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή τους σε περίπτωση άρνησής τους.

»Ρητά και απαρέγκλιτα, όμως, μια τέτοια κατάθεση δύναται να πραγματοποιηθεί νομίμως μόνο με βάση όσα ορίζονται στο άρθρο 218 παρ. 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στα άρθρα 2 & 11 της ΥΑ 429/2018 (ΥΑ 42926οικ. ΦΕΚ Β 2194 2018), ήτοι διαμέσου της Υπηρεσίας Προστασίας Μαρτύρων της ΓΑΔΑ, χωρίς θεατή παρουσία ή τρόπο που ενδεχομένως θα αποκαλύψει έστω και εμμέσως την ταυτότητά τους, αλλά με μηχανικά μέσα, όπως η χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων ηχητικής μετάδοσης, αλλοίωσης φωνής κ.λπ.

»Σημειώνεται ότι η μη προσέλευση των εν λόγω μαρτύρων στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ουδόλως συνιστά λόγο άρσης του καθεστώτος προστασίας, καθώς ουδεμία ποινική ευθύνη υπέχουν. Σε κάθε δε περίπτωση, για να αρθεί η προστασία των τεθέντων υπό το καθεστώς προστασίας μαρτύρων απαιτείται αίτημα της επιτροπής της Βουλής προς τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές, οι οποίες είναι οι μόνες που μπορούν σε αυτό το στάδιο να κρίνουν και αποφανθούν επί του ζητήματος.

Η Δρ Αννα Δαμάσκου σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας έχουν άμεσο συμφέρον να ενθαρρύνουν τους γνωρίζοντες να καταγγείλουν την παρανομία. Ταυτόχρονα όμως έχουν και υποχρέωση να παράσχουν στους καταγγέλλοντες επαρκή και αποτελεσματική προστασία.

Αυτό είναι και το μεγαλύτερο εχέγγυο ότι οι γνωρίζοντες θα καταγγείλουν, καθόσον έχει καταγραφεί σε μελέτες ότι για παράδειγμα:

  • Τα υψηλόβαθμα στελέχη γίνονται whistleblowers με μεγαλύτερη συχνότητα.
  • Οι εργαζόμενοι τείνουν να γίνονται whistleblowers με μεγαλύτερη συχνότητα όταν νιώθουν ότι η οικονομική κατάσταση του φορέα στον οποίο εργάζονται είναι καλή.
  • Οι εργαζόμενοι που είναι μέλη του οικείου σωματείου εργαζομένων γίνονται whistleblowers με μεγαλύτερη συχνότητα.
  • Οσο περισσότερη αποδοχή απολαμβάνει κάποιος σε προσωπικό, κοινωνικό ή επαγγελματικό επίπεδο τόσο συχνότερα τείνει να γίνεται whistleblower.

Ποια είναι η κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω; To αίσθημα ασφάλειας που νιώθουν οι άνθρωποι αυτοί!

Με την υιοθέτηση της ευρωπαϊκής οδηγίας 1937/2019 αναμφίβολα ανατέλλει μια νέα ημέρα για την επαρκέστερη και αποτελεσματικότερη προστασία των whistleblowers, επομένως και για την καταπολέμηση της διαφθοράς, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς, καθόσον η οδηγία αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ωστόσο, όπως επιβεβαιώθηκε και στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδος με θέμα «Whistleblowing – Από το σκοτάδι στο φως: η ανάγκη, η ρύθμιση, η πρακτική εφαρμογή», στο πλαίσιο του οποίου έγιναν αναπόφευκτα αναφορές και στην υπόθεση Novartis, στη χώρα μας πρέπει πρωτίστως να αλλάξουμε νοοτροπία αναφορικά με τον ρόλο που επιτελούν οι whistleblowers και να συνειδητοποιήσουμε πως οι διεθνείς βέλτιστες πρακτικές υπαγορεύουν ότι:

  • Το whistleblowing δεν είναι υποχρέωση αλλά δικαίωμα, διότι κανείς δεν υποχρεούται να υποφέρει ενδεχομένως τα πάνδεινα.
  • Τα κίνητρα των καταγγελλόντων δεν έχουν καμία σημασία, αρκεί ο καταγγέλλων να καταγγέλλει μια πραγματική παρανομία ή έστω να καταγγέλλει με την εύλογη πεποίθηση ότι πρόκειται για κάτι πραγματικό.
  • Η ανωνυμία ή το απόρρητο της ταυτότητας των καταγγελλόντων αποτελεί sine qua non εχέγγυο της προστασίας τους, με σαφείς και περιορισμένες εξαιρέσεις».

Ο δικηγόρος Γιάννης Κ. Μαντζουράνης σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «είναι παράνομη οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη οποιουδήποτε φορέα δημόσιας εξουσίας μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το καθεστώς προστασίας του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος και να αποκαλύψει τα στοιχεία της ταυτότητάς του χωρίς προηγούμενη έγκριση του εισαγγελέα που χαρακτήρισε τον μάρτυρα ως δημόσιου συμφέροντος και χορήγησε την προστασία. Ο τόπος και ο τρόπος εξέτασης των εν λόγω μαρτύρων σε άλλες ποινικές διαδικασίες αποφασίζονται μόνο από τον εισαγγελέα που χορήγησε την ιδιότητα του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος και υπό προστασία. Στο άρθρο 11 της ΚΥΑ 429/2018 προβλέπεται ο τρόπος κατάθεσης του προστατευόμενου προσώπου, ενώ στο άρθρο 9 της ίδιας ΚΥΑ προβλέπεται πότε θεωρείται ότι ο προστατευόμενος μάρτυρας δεν συνεργάζεται για την επιτυχία των μέτρων προστασίας που είναι απαραίτητα για τη διαφύλαξη της μυστικότητας των διαδικασιών.

Με αυτά τα δεδομένα, στην υπόθεση Novartis η μόνη αρμόδια να αποφασίσει για την ανάκληση του χαρακτηρισμού ως μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος και την άρση του καθεστώτος προστασίας σε αυτό το στάδιο της ποινικής διαδικασίας είναι η εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς η οποία χαρακτήρισε τα συγκεκριμένα πρόσωπα προστατευόμενους μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος και η οποία μάλιστα εξοπλίζεται από το σύνταγμα και τον νόμο με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία σε ό,τι αφορά τη δικαιοδοτική κρίση της, ακόμη και έναντι εντολών ιεραρχικώς προϊσταμένων εισαγγελικών λειτουργών.

Η Μαρία Τερακόλε, συντονίστρια του προγράμματος μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος της Διεθνούς Διαφάνειας δηλώνει ότι «η προστασία της ταυτότητας των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος, είτε διά της εμπιστευτικότητας είτε διά της ανωνυμίας, πρέπει να είναι το ελάχιστο απαιτούμενο κάθε νομοθεσίας για την προστασία των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος.

Εμπιστευτικότητα σημαίνει ότι μονάχα ο λήπτης της καταγγελίας που υποβάλλει ο μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος γνωρίζει την ταυτότητά του, η οποία πρέπει να αποκαλύπτεται μόνο με τη συγκατάθεση του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος. Η ανωνυμία πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, καθώς εκεί κανένας δεν γνωρίζει την ταυτότητα του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος.

Και στις δύο περιπτώσεις το πρόσωπο το οποίο καταγγέλλεται από τον μάρτυρα δημόσιου συμφέροντας δεν πρέπει να γνωρίζει την ταυτότητα του μάρτυρα.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το άτομο το οποίο είναι αντικείμενο της αναφοράς του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος έχει το δικαίωμα να γνωρίζει την ταυτότητα του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος (το δικαίωμα να γνωρίζει κανείς ποιος τον καταγγέλλει). Εδώ είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος δεν είναι κάποιος που διαμαρτύρεται ή καταγγέλλει. Είναι κάποιος που έχει μια πληροφορία η οποία σχετίζεται με πιθανές παραβιάσεις και μεταφέρει τη συγκεκριμένη πληροφορία στους αρμόδιους φορείς. Από εκεί και πέρα είναι δουλειά όσων λαμβάνουν τη συγκεκριμένη πληροφορία να την αξιολογήσουν και πιθανώς να προχωρήσουν σε έρευνα για να συλλέξουν αποδεικτικά στοιχεία. Η αναφορά του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος είναι απλώς μια υπόδειξη, δεν πρέπει να είναι ο πυλώνας πιθανών διώξεων. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο δεν υπάρχει καμία ανάγκη τα πρόσωπα που είναι αντικείμενο της αναφοράς να γνωρίζουν την ταυτότητα των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Τα κίνητρα του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος για να αναφέρει πληροφορίες που πιστεύει ότι είναι αληθείς πρέπει αναμφιβόλως να αποσυνδέονται από την παροχή προστασίας.

Εάν κάποιος έχει την εύλογη πεποίθηση ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ή αποκαλύπτει αφορούν παραβιάσεις και αντλεί την πεποίθηση αυτή βάσει της θέσης του και των διαθέσιμων πληροφοριών, τότε πρέπει να προστατεύεται.

Τα κίνητρά του για να προχωρήσει σε αποκάλυψη, αλλά και εάν τελικά προκύψουν αποδείξεις για παραβάσεις, πρέπει να είναι τελείως άσχετα με την παροχή καθεστώτος προστασίας.

Κάποιοι παράγοντες έχουν εκφράσει την ανησυχία τους ότι η προστασία μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά από κάποια άτομα για την υποβολή ψευδών αναφορών που αποσκοπούν στη δυσφήμηση άλλων ή και για να προστατευτούν οι ίδιοι από πειθαρχικές κυρώσεις. Ωστόσο οι έρευνες και η εφαρμοσμένη πράξη δείχνουν ότι οι ψευδείς αναφορές είναι ασυνήθιστο φαινόμενο».