Κατάλοιπα του οικισμού της αρχαίας Τενέας εντοπίστηκαν πρώτη φορά στο Χιλιομόδι Κορινθίας.

Ads

Κατά την αρχαιολογική έρευνα που διεξήχθη από την 1η Σεπτεμβρίου έως τις 10 Οκτωβρίου, οι αρχαιολόγοι, υπό την διεύθυνση της δρος Έλενας Κόρκα, επικέντρωσαν τις έρευνες τους στην περιοχή όπου εκτείνεται οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων και σε έναν δεύτερο χώρο, όπου για πρώτη φορά εντοπίστηκαν τα οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας Τενέας.

Όπως αναφέρει ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού «τα τελευταία αποτελούν πλέον αποδείξεις για τον εντοπισμό της αρχαίας πόλης, η ύπαρξη της οποίας καταμαρτυρείται μόνον μέσα από ιστορικές πηγές και επιγραμματικές μαρτυρίες παλαιότερων και σύγχρονων μελετητών».

image

Ads

Τι βρέθηκε στο νεκροταφείο

Πιο συγκεκριμένα, στο χώρο του νεκροταφείου εντοπίστηκαν επτά νέοι τάφο.

Τέσσερις από αυτούς χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους και βρίσκονται βόρεια του ταφικού μνημείου, εντός των ρωμαϊκών ταφικών περιβόλων. Σε χαμηλότερο επίπεδο διερευνήθηκαν τρεις τάφοι ελληνιστικών χρόνων, εκ των οποίων ο ένας επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.

Από τα οστεολογικά κατάλοιπα των εννέα ταφών οι δύο σκελετοί ανήκαν σε ενήλικους άνδρες, οι πέντε σε ενήλικες γυναίκες και οι δύο σε παιδιά. Μάλιστα, σε έναν από τους τάφους εντοπίσθηκε γυναικεία μαζί με παιδική ταφή.

Οι ταφές ήταν όλες πλούσια κτερισμένες με αγγεία, χρυσά, χάλκινα και οστέινα κοσμήματα, στλεγγίδες, νομίσματα κ.ά. «Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει δαχτυλίδι που φέρει σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος καθήμενου σε θρόνο και πλησίον του τον Κέρβερο στην παραδοσιακή αναπαράστασή του με τις τρεις κεφαλές, ένας λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου με παράσταση της Υγείας, χρυσή δανάκη (σ.σ.: αρχαίο περσικό νόμισμα), θησαυρός τριών νομισμάτων που ανήκουν στις πρώτες κοπές της Κορίνθου ως ρωμαϊκή αποικία και χρονολογούνται περί το 44-40 π.Χ., καθώς και αρχαϊκά νομίσματα του ίδιου νομισματοκοπείου, όπως ένας οβολός Κορίνθου του β’ μισού του 6ου αι. π.Χ. και ένα ασημένιο ημίδραχμο του α’ μισού του 5ου αι. π.Χ.», αναφέρεται στην ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

image

Αυτό που διαπιστώνεται, σύμφωνα με το υπουργείο, είναι ότι, περιμετρικά της δεξαμενής και του μετέπειτα ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, εκτείνεται οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που στο σύνολό του απαριθμεί, από τα μέχρις σήμερα ανασκαφικά στοιχεία, 35 τάφους, πολλοί εκ των οποίων περιλαμβάνουν περισσότερες από μια ταφές.

«Ο πλούτος και η ποικιλία των κτερισμάτων πιστοποιεί τη διαχρονική ευμάρεια της πόλης και των κατοίκων της», επισημαίνεται στην ανακοίνωση. Επίσης, συμπληρώνεται ότι «νότια του πηγαδιού που εντοπίστηκε το 2016, αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου ρωμαϊκής εποχής, η χρήση του οποίου συνδέεται πιθανότατα με το πηγάδι. Η διερεύνηση του κτιρίου που εντοπίστηκε προς το τέλος της έρευνας, θα συνεχιστεί και την επόμενη ανασκαφική περίοδο».

image
 
Τα ευρήματα της Αρχαίας Τενέας

Βορειότερα του νεκροταφείου, στον δεύτερο χώρο έρευνας, εντοπίστηκε τμήμα κτιριακών εγκαταστάσεων.

Συγκεκριμένα σε έκταση 672 τ.μ. ανασκάφηκε τμήμα του οικιστικού ιστού της πόλης της Τενέας, που διέθετε οργανωμένους χώρους με στέγαση και θυραία ανοίγματα. Στο εσωτερικό των χώρων αυτών διατηρούνταν σε καλή κατάσταση πήλινα δάπεδα, καθώς και τμήματα από μαρμάρινα και λίθινα δάπεδα, ενώ κάποιοι από τους τοίχους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένοι και έφεραν επίστρωση κονιάματος.
Στο εσωτερικό των παραπάνω χώρων εντοπίστηκαν επίσης επιστήλια, κιονίσκοι και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία, καθώς και ένας πυθαμφορέας, ο οποίος βρέθηκε in situ, δηλαδή στο σημείο όπου είχε τοποθετηθεί κατά την τελευταία χρήση του.

Στον ίδιο χώρο, στη θεμελίωση ενός τοίχου, εντοπίσθηκε εγχυτρισμός (ταφή μέσα σε αγγείο) με δύο ταφές εμβρύων. Επιπλέον, σε έναν από τους χώρους, η διερεύνηση του οποίου δεν ολοκληρώθηκε, αποκαλύφθηκε τμήμα πήλινου αγωγού μήκους 3,5 μ., ενώ συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός ψηφίδων.

«Μόνον από την περιοχή των παραπάνω τομών προέκυψαν περισσότερα από διακόσια νομίσματα, τα οποία χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς μέχρι και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρκετά από τα νομίσματα αυτά ανήκουν στην εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ. Χ.), ενώ εντοπίζονται και σπάνιες τοπικές κοπές διαφόρων πελοποννησιακών πόλεων. Τα νομισματικά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισμός πιθανότατα γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων», τονίζει η ανακοίνωση του υπουργείου.

Επίσης, σύμφωνα με το ΥΠΠΟΑ, παρατηρήθηκε μεγάλη συγκέντρωση κεραμικής χρηστικών κυρίως αγγείων, ενώ ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα ευρήματα κατέχουν ένα θραύσμα επιγραφής ρωμαϊκής εποχής και ένα οστέινο ζάρι.

Οι παραπάνω κτιριακές εγκαταστάσεις, που φανερώνουν συνεχείς παρεμβάσεις και αναδιαμορφώσεις εξαιτίας της μακράς περιόδου χρήσης τους, χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και διαφαίνεται ότι επεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η έρευνα θα συνεχιστεί στους χώρους αυτούς στην επόμενη περίοδο.

«Το σύνολο των φετινών ανασκαφικών στοιχείων μάς οδηγεί στην υπόθεση ότι ο οικισμός ενδεχομένως υπέστη τις συνέπειες της επιδρομής του Αλάριχου στην Πελοπόννησο το 396-397 μ.Χ. και ότι ίσως εγκαταλείφθηκε στα χρόνια των αβαροοσλαβικών επιδρομών, στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.», προσθέτει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

image