«Μετά την πολύ μεγάλη τραγωδία που συνέβη στη χώρα μας το καλοκαίρι στο Μάτι με τις φονικές πυρκαγιές, καθίσταται ακόμα πιο επείγον να ληφθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του κρισιμότατου τομέα της Πολιτικής Προστασίας». Αυτό δήλωσε ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. Νικόλαος Βούτσης, παραλαμβάνοντας το Πόρισμα της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τη Διερεύνηση των Αιτίων των Πυρκαγιών στην Ελλάδα, που συγκροτήθηκε με απόφαση του Πρωθυπουργού, κ. Αλέξη Τσίπρα, τον Σεπτέμβριο του 2018.

Ads

Παραλαμβάνοντας το Πόρισμα με τις ιδέες και τα συμπεράσματα της Επιτροπής με στόχο τον συντονισμό των ενεργειών για την αναδιοργάνωση και περαιτέρω ενίσχυση του τομέα Πολιτικής Προστασίας στη χώρα μας, ο Πρόεδρος της Βουλής δήλωσε: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι καταθέτετε τις προτάσεις και τις απόψεις σας για ένα θέμα όπως η Πολιτική Προστασία, που δεν είναι μόνο της Ελλάδας ή της Ευρώπης, αλλά και διεθνές και σχετίζεται παράλληλα με κρίσιμα θέματα που άπτονται των επικίνδυνων κλιματικών αλλαγών». Ο κ. Βούτσης προανήγγειλε ότι το Πόρισμα θα μελετηθεί από τους Προέδρους και τα μέλη των αρμόδιων κοινοβουλευτικών Επιτροπών και στη συνέχεια τα μέλη της Ανεξάρτητης Επιτροπής θα προσκληθούν σε ακροάσεις με τη συμμετοχή και άλλων αρμόδιων φορέων, έτσι ώστε να διαμορφωθεί κοινή αντίληψη για τη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την Πολιτική Προστασία.

Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τη Διερεύνηση των Αιτίων των Πυρκαγιών στην Ελλάδα, καθηγητής Γιόχαν Τζορτζ Γκόλνταμερ, τόνισε: «Το πόρισμα αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός πολύ εντατικού διαλόγου που διήρκεσε τέσσερις μήνες και στον οποίο συμμετείχαν Έλληνες επιστήμονες, ειδικοί, επαγγελματίες και εμπειρογνώμονες όλων των κλάδων. Συμμετείχαν επίσης όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες σε επίπεδο ελληνικής κυβέρνησης και πραγματοποιήθηκε ένα στρογγυλό τραπέζι, σε εθνικό επίπεδο, τον Δεκέμβριο του 2018, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι αρμόδιοι παράγοντες». Όπως υπογράμμισε, στο Πόρισμα περιλαμβάνονται οι προτάσεις της Επιτροπής για τις επείγουσες δράσεις που πρέπει να αναλάβει η ελληνική πολιτεία προκειμένου να ενισχύσει τον ευαίσθητο τομέα της Πολιτικής Προστασίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη σύνταξη του πορίσματος εργάστηκαν για 4 μήνες Έλληνες επιστήμονες, ειδικοί, επαγγελματίες και εμπειρογνώμονες όλων των κλάδων.

Οι βασικές επισημάνσεις των εμπειρογνωμόνων

Ads

Το πόρισμα μεταξύ άλλων επισημαίνει τις ανεπάρκειες στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό όσον αφορά την πυροπροστασία. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην πρόληψη δασικών φωτιών συμμετέχουν 45 συναρμόδιοι φορείς  χωρίς όμως να υπάρχει κεντρικός συντονισμός. Στα αξιοσημείωτα είναι επίσης και το γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία που είναι τυπικά επιφορτισμένη με τον συντονιστικό ρόλο στον τομέα της πρόληψης αδυνατεί να εκτελέσει πλήρως τα καθήκοντά της λόγω νομικού κενού.

Η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη στο σκέλος της κατάσβεσης πυρκαγιών, όπου δραστηριοποιούνται 17 φορείς, οι οποίοι υπάγονται σε έξι διαφορετικά υπουργεία και ασκούν 11 διαφορετικές αρμοδιότητες.

Το πρόβλημα επιδεινώνεται λόγω των κοινωνικοοικονομικών (χρήσεων γης, δημογραφικών) και κλιματολογικών αλλαγών, της έλλειψης ή των μη κατάλληλων θεσμικών μέτρων, του ανεπαρκούς και παλαιωμένου εξοπλισμού και της αναποτελεσματικής οργάνωσης για τη διαχείριση των πυρκαγιών, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, και του συνδυασμού των αλληλεπιδράσεων των παραπάνω παραγόντων.

Όσον αφορά τους λόγους για την επιδείνωση του προβλήματος, σημαντικότατο ρόλο παίζει η αύξηση της ποσότητας και συνέχειας της καύσιμης ύλης, εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της ελλιπούς διαχείρισης των δασών λόγω περιορισμού των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και η άνευ σχεδιασμού, οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη πολλών περιοχών.

Αποκλεισμός της επιστημονικής γνώσης, της καινοτομίας και της τεχνολογίας από την επιχειρησιακή πράξη της διαχείρισης των πυρκαγιών, κάτι που συνδέεται με την έλλειψη ενός εθνικού επιστημονικού, συντονιστικού φορέα για τον σχεδιασμό πολιτικής και στρατηγικής για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές ο οποίος να συνδέεται με την επιχειρησιακή πράξη.

Παράλληλα, η επιτροπή διαπιστώνει παντελή έλλειψη ενιαίου εθνικού σχεδίου προστασίας, που θα θέτει το πλαίσιο για την συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων.

Πέραν της απουσίας σχεδιασμού όμως οι εμπειρογνώμονες καταγράφουν και «έλλειψη κλίματος και πνεύματος συνεργασίας» ανάμεσα στις υπηρεσίες, ειδικά μεταξύ της Πυροσβεστικής και της Δασικής Υπηρεσίας.

Τα προβλήματα περιπλέκονται από την άναρχη δόμηση, την ανεπαρκή φροντίδα των δασικών εκτάσεων και την απουσία αντιπυρικών σχεδίων σε τοπικό επίπεδο.

Οι αναλυτές επικρίνουν την Ελλάδα για την χρόνια έμφαση που δίνει στην καταστολή αντί για την πρόληψη, κάνοντας λόγο για μεγάλη «δυσαρμονία» ανάμεσα στα κονδύλια που διατίθενται σε αυτά τα δύο επιχειρησιακά κομμάτια.

Προσθέτουν με νόημα πως οι «πολλαπλάσιες» επενδύσεις τις τελευταίας 20ετίας στο σκέλος της καταστολής δεν έχουν ενισχύσει αναλόγως την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού.

Η έκθεση πάντως καθιστά σαφές πως τα κενά υπερβαίνουν τον σχεδιασμό και τηχρηματοδότηση και επεκτείνονται στα μέτωπα της εκπαίδευσης και της επιχειρησιακής δράσης.

Οι εμπειρογνώμονες αναφέρουν πως υπάρχει έλλειψη «επαγγελματικής» εκπαίδευσης του προσωπικού εμπλεκόμενων φορέων, η οποία συνοδεύεται από υπερβολική εξάρτηση από τα εναέρια μέσα πυρόσβεσης. Τονίζουν ακόμα ότι η Πυροσβεστική εφαρμόζει σε δασικές πυρκαγιές πρακτικές που κανονικά είναι χρήσιμες σε αστικές φωτιές.

Ως λύση οι αναλυτές καλούν την πολιτεία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πυρκαγιών «μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης» και «όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής».

Τα επιστημονικά, συμβουλευτικά και συντονιστικά καθήκοντα θα πρέπει να ανατεθούν σε έναν οργανισμό, σημειώνουν, προσθέτοντας πως αυτός ο φορέας-εγκέφαλος θα πρέπει να είναι τράπεζα γνώσεων και βηματοδότης για την συνολική αντιμετώπιση των φωτιών στα δάση και στην ύπαιθρο.

«Χωρίς έναν τέτοιο μηχανισμό δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί, ούτε η συνεχής και ουσιαστική προσπάθεια για την πρόληψη, ούτε το απαραίτητο κλίμα και πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς», καταλήγουν.