Η χρονική απόσταση από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 δεν είναι τόσο μακρινή. Όμως, ταυτόχρονα, απέχει έτη φωτός από την άποψη των διαφορών στην κοινωνία, ακόμη και στην καθημερινότητά της. Διότι για τους περισσότερους σήμερα είναι πρακτικά αδύνατον να φανταστούν τον ασφαλίτη να ανάβει τσιγάρο πίσω από μια εφημερίδα στη γωνία και τον χαφιέ να παριστάνει τον φίλο που νομίζαμε για «κολλητό». Κι όμως, τα θύματα εκείνων των παρακολουθήσεων, αλλά και των βασανισμών που τις συνόδευαν σε χιλιάδες περιπτώσεις, κυκλοφορούν σήμερα δίπλα μας. Όπως και πολλοί από τους θύτες βέβαια.

Ads

Με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου, το Tvxs.gr μίλησε με έναν από τους στόχους της χούντας, ο οποίος βίωσε ουσιαστικά όλη την «γκάμα» των μεθόδων του καθεστώτος. Ο Μάκης Μπαλαούρας, αγωνιστής του αντιδικτατορικού κινήματος, πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, μας μεταφέρει 50 χρόνια πίσω, για να μας «ξεναγήσει» στην νοσηρότητα και την βαρβαρότητα που συνόδευσαν μία από τις πιο ζοφερές σελίδες της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας.

Ο «καλός» και ο «κακός» ασφαλίτης

Ο Μάκης Μπαλαούρας, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ στα χρόνια της χούντας, είχε αναπτύξει αντιδικτατορική δράση, σε επαφή, αλλά όχι σε άμεση σύνδεση με τις παράνομες οργανώσεις. Η δράση του ήταν φανερή, έστω κι αν ήταν αυτή καθεαυτή παράνομη, γεγονός που είχε και κακές και «καλές» συνέπειες. Οι κακές ήταν οι συχνές «επισκέψεις» του στην Ασφάλεια. Οι «καλές» ήταν ότι, ακριβώς επειδή δεν ήταν μέλος παράνομων οργανώσεων, οι ασφαλίτες ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να περιμένουν ουσιαστικές πληροφορίες από εκείνον. Χωρίς όμως αυτή η γνώση να τον γλιτώσει από τα βασανιστήρια.

Ads

«Στην Ασφάλεια πηγαίναμε είτε με προσαγωγές, είτε με κλήσεις “δια υπόθεσίν σας”» μας λέει. «Δεν υπήρχε πρωτόκολλο, χαρτιά, τίποτα. Παίρνανε τηλέφωνο στο αρμόδιο γραφείο και μας “υποδέχονταν” παίζοντας τον ρόλο του «καλού» και του «κακού». Ο ένας έλεγε “εσύ είσαι καλό παιδί, τι θέλεις και μπλέκεις με αυτούς, δεν σκέφτεσαι τους γονείς σου, την φίλη σου;”. Και ο άλλος, “έλα εδώ ρε κωλόπαιδο, θα σε γα.., δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ομολογήσει εδώ”, “κάτσε καλά γιατί την επόμενη φορά θα σε διαλύσουμε”.

»Εγώ δεν ήμουν σε παράνομη οργάνωση. Είχα σχέση με τον “Ρήγα Φεραίο”, αλλά, όπως και πολλοί άλλοι από εμάς, ήμασταν στο μαζικό κίνημα. Επομένως όλες οι κινήσεις μας ήταν φανερές. Οπότε δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πάνω μας μεθόδους όπως “είπε ο τάδε για σένα”. Εντάξει, είπε. Δεν ήταν κρυφό ότι συναντηθήκαμε σε μια καφετέρια και συζητήσαμε.

»Ήξερα την μεταχείριση των ασφαλιτών. Το κυριότερο χαρακτηριστικό τους ότι, επειδή ήταν εκπαιδευμένοι, δεν σου προκαλούσαν ανήκεστο βλάβη. Αυτά τα προσέχανε, όχι επειδή ήταν καλοί, αλλά επειδή φοβούνταν τις αντιδράσεις από το εξωτερικό. Έβλεπαν τους εαυτούς τους ως επαγγελματίες. Και δεν είχαν κάτι να πάρουν απο εμάς. Το ήξεραν. Γι’ αυτό έκαναν βασανιστήρια για να “βάλουμε μυαλό”. Με ξύλο, απειλές, εκφοβισμό.».

Οι 100 υπογραφές και η «Μελέτη των 12»

«Έτυχε να κάνουμε κάτι παράτολμο τότε, με τον Δημήτρη Παπαχρήστο, τον μετέπειτα εκφωνητή του Πολυτεχνείου», συνεχίζει ην αφήγησή του ο Μ. Μπαλαούρας. «Μαζέψαμε 100 υπογραφές για να ζητήσουμε τη διενέργεια δημοκρατικών εκλογών στην ΑΣΟΕΕ, όπου σπουδάζαμε και οι δύο. Τις δείξαμε στις εφημερίδες, αλλά δεν τις δώσαμε. Τις έχω ακόμα. Ποτέ δεν τις πήραν στα χέρια τους. Αυτοί μάθανε ότι μαζεύουμε υπογραφές και με βουτήξανε. Με συνέλαβε ο Σμαϊλης, με έβαλε σε ένα μπουντρούμι και άρχισε να με χτυπάει με μπουνιές, να μου τραβάει τα μαλλιά – ξερίζωσε το πάνω μέρος του κεφαλιού – να με κλωτσάει».

«Θεωρώ κομβικό σημείο στο αντιδικτατορικό κίνημα την έκδοση της “Μελέτης των 12” (σσ: από τον αριθμό των συντακτών της), ένα κείμενο 25 σελίδων που αφορούσε γενικά το πανεπιστήμιο  και ειδικά την ΑΣΟΕΕ. Σε αυτήν μιλάγαμε για την δημοκρατία, για τα μαθήματα, ότι δεν μπορεί να λείπει ο Μαρξ και άλλοι διανοητές, ειδικά σε μια οικονομική σχολή. Το είχαμε ετοιμάσει, το πολυγραφήσαμε και είχαμε πει να το μοιράσουμε την τάδε μέρα και ώρα. Προς το απόγευμα. Νομίζω στις 25 Γενάρη του 1973.

»Παραπλανήσαμε την Ασφάλεια, Είχα έναν πολύ φίλο, ήταν ο άνθρωπος για να παρακολουθεί εμένα, αλλά τον είχα εγώ για να του δίνω παραπλανητικές πληροφορίες για την ασφάλεια. Είχε το παρατσούκλι “πράκτορας”. Τους είπε λοιπόν ότι “αυτοί κάτι ετοιμάζουν πιθανώς σήμερα ή αύριο, το μεσημέρι”. Εμείς πήγαμε το απόγευμα όταν αυτοί είχαν φύγει και μοιράσαμε το υλικό μας.

»Μας πέρασαν πειθαρχικό στην ΑΣΟΕΕ. Η εξέλιξη ήταν ότι στις 5 του Φλεβάρη, οι φοιτητές μας περίμεναν στο προαύλιο μετά την απολογία μας στον Πρύτανη – μια φλογερή απολογία για την δημοκρατία και τις ακαδημαϊκές ελευθερίες – και κατεβήκαμε κάτω και τους έβγαλα λόγο στο προαύλιο. Σύμφωνα με την αστυνομία ήταν 1.500 άτομα. Ήταν η πρώτη μεγάλη ανοιχτή μαζική εκδήλωση στη δικτατορία. Αμέσως μετά μας πιάσανε και φάγαμε ξύλο».

Από τους «επαγγελματίας» στους «ανώνυμους»… και το «αλώνι»

Τον Γενάρη του 1974 «έγινε μια σύσκεψη με ανθρώπους του “Ρήγα” και επειδή τα πανεπιστήμια είχαν νεκρώσει και δεν πατάγανε φοιτητές (σσ. μετά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου) είπαμε να τα ζωντανέψουμε και να σπάσουμε την τρομοκρατία. Προσφέρθηκα λοιπόν να πάω στην ΑΣΟΕΕ ξέροντας ότι μπορεί να με συλλάβουν. Αλλά δεν περίμενα να με συλλάβει η ΕΣΑ. Δεν το πίστεψα στην αρχή. Ήταν με πολιτικά.». Επικεφαλής των ΕΣΑτζήδων ήταν ο ταγματάρχης Κουλουμβάκης.

«Την ασφάλεια την ήξερα απέξω κι ανακατωτά» συνεχίζει ο Μάκης Μπαλαούρας. «Ήξερα τους “κακούς” και τους “καλούς” μπάτσους. Ήξερα πώς θα μου συμπεριφέρονταν, τι απειλές θα εκτόξευαν. Μπορούσα να τους δουλέψω κι εγώ. Μου έλεγαν “θα σε στείλουμε εξορία στην Ανάφη”. Τους έλεγα “ωραίο νησί η Ανάφη”. Να μια μπουνιά. Στην ΕΣΑ ήταν διαφορετικά. Είχα δει ανθρώπους που είχαν βγει ερείπια. Είχαν συλληφθεί ως μέλη  παράνομων οργανώσεων όπως του “Ρήγα Φεραίου”, της ΚΝΕ και πολλών άλλων. Πέρασαν μεγάλα βασανιστήρια».

«Όταν με πήγανε στο ΕΑΤ, σταμάτησε το τζιπ και με περίμεναν καμια 15αριά ΕΣΑτζήδες. Το περίφημο “αλώνι”. Είναι ένας κύκλος από 10 – 15 άτομα, σε βάζουν στη μέση και όποιος προλάβει σε δέρνει. Μπουνιές, κλωτσιές, γκλοπ. Κατευθείαν. Ήταν η “υποδοχή”. Για να “βάλεις μυαλό” και να είσαι έτοιμος μετά για την ανάκριση. Ήταν άλλο πράγμα αυτό το βασανιστήριο γιατί δεν ήξερες τι θα πάθεις. Όταν σε κλωτσάνε στην πλάτη, στα νεφρά, στο κεφάλι, μπορεί να πάθεις εσωτερική αιμορραγία. Οι ΕΣΑτζήδες δεν φοβόντουσαν όπως στην Ασφάλεια, γιατί θεωρούσαν τον εαυτό τους το “ανφάν γκατέ” της δικτατορίας. Επίσης, ήταν ανώνυμοι. Δεν ήταν όπως στην αστυνομία που μπορούσες να μάθεις τα ονόματά τους. Τα έλεγαν και μόνοι τους, επειδή θεωρούσαν ότι ήταν απλά “επαγγελματίες” που έκαναν την δουλειά τους. Στην ΕΣΑ) ήταν τελείως διαφορετικοί.

»Οι ανακριτικές μέθοδοι είχαν και διαφορές και συμπτώσεις. Ας πούμε, την πολύωρη ορθοστασία την είχα υποστεί και στην Ασφάλεια. Σε βάζανε σε ένα εντελώς άδειο κελί και σου έδιναν χαρτί και μολύβι για να γράψεις τι ξέρεις. Αυτό έπρεπε να το κάνεις όρθιος. Τρελαινόσουν. Και κοιτούσαν από το παραθυράκι της πόρτας αν είσαι ακόμη όρθιος. Αν δεν ήσουν, σε πλακώνανε στο ξύλο.

»Αλλά στην ΕΣΑ ήταν και μεγαλύτερη η αγριότητα. Πέρασα την ανάκριση, με απείλησαν και με περίστροφο. Και ο Κουλουμβάκης που με συνέλαβε, ο ταγματάρχης, και ο Σπανός που ήταν διοικητής και είχε διαδεχθεί τον Ιωαννίδη στην ηγεσία της ΕΣΑ. Ο Σπανός με “υποδέχθηκε” με το περίστροφο και μου είπε “πέστα όλα”».

Πώς μπορεί να σε τρομάξει ένα αρνάκι Αργεντινής και ένα μοσχαράκι Ροδεσίας

Μέσα αυτό το «τρομοκρατικό περιβάλλον», όπως το χαρακτηρίζει ο Μ. Μπαλαούρας, κάθε τι που πέφτει στην αντίληψη του θύματος, προσαρμόζεται στην κατάστασή του και παίρνει άλλες διαστάσεις.

Στο γραφείο του Κουλουμβάκη που τον πήγαν, ο Μ. Μπαλαούρας είδε φακέλους που έγραφαν «αρνάκι Αργεντινής» και «μοσχαράκι Ροδεσίας». «Σκέφτηκα ότι είναι δικοί μας σκοτωμένοι (σσ: με συνθηματικές ονομασίες). Από το Πολυτεχνείο.  Ξέραμε για νεκρούς, αλλά δεν ξέραμε αριθμό. Τους κράταγαν για μέρες στα ψυγεία και τους έδιναν στις οικογένειές τους αργότερα για να μην ταυτιστούν χρονικά με την εξέγερση. Τρομοκρατήθηκα ότι θα γίνω κι εγώ “μοσχαράκι” και “αρνάκι” σε κάποιον φάκελο.. Αλλά αυτή ήταν η υπόθεση του σκανδάλου με τα κρέατα του Μπαλόπουλου. Ήταν δεξί χέρι του Παπαδόπουλου και είχε γίνει υπουργός Εμπορίου. Έφερνε σάπια κρέατα από Αργεντινή και Ροδεσία που αγόραζε πάμφθηνα και τα έφερνε στην Ελλάδα, που τα έδινε και στον στρατό με δεκαπλάσια τιμή. Θησαύριζαν. Εμείς δεν τα ξέραμε τότε αυτά και όταν με συνέλαβαν, την επόμενη μέρα γέμισε η φυλακή με κρατούμενους από την υπόθεση κρεάτων. Ήμουν “τυχερός”, γιατί αναγκαστικά με πήγαν στην ΕΣΑ της Νέας Φιλαδέλφειας. Όπου ήταν κρατητήριο, αλλά όχι ανακριτικό κέντρο.

»Εκεί με βάλανε σε πλήρη απομόνωση. Δεν σε βγάζανε ούτε στο προαύλιο. Δεν έβλεπες το φως της μέρας. Δεν είχες άνθρωπο να μιλήσεις. Δεν είχες βιβλίο να διαβάσεις. Είχες μόνο ένα κρεβάτι και μια κουβέρτα. Και καθόσουν ώρες ατελείωτες μέσα στο κερί μόνος σου. Μπορείς να τρελαθείς. Μετά από ενάμιση μήνα μόνο άρχισαν να μας βγάζουν για πέντε λεπτά να δούμε λίγο φυσικό φως. Εκεί έμεινα τρεισήμισι μήνες».

«Αγνοούμενος»…

Ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των διδακτοριών – και ουσιαστικά ένα επιπλέον βασανιστήριο, τόσο για το άμεσο θύμα, όσο και για την οικογένειά του – είναι η απόλυτη ανυπαρξία πληροφοριών  για την «τύχη» του. Οι συλληφθέντες «εξαφανίζονται».

«Οι δικοί μου άνθρωποι δεν ξέρανε τίποτα για το πού βρισκόμουν. Εξαφανίστηκα. Από την δράση μου κατάλαβαν ότι με συλλάβανε. Η αδερφή μου πήγε στην Ασφάλεια, της είπαν ότι “δεν τον έχουμε εμείς” και ότι μπορεί να το “έσκασα” στο εξωτερικό και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες.

»Ο Πάνος Γεραμάνης ήταν πολύ φίλος μου. Δημοσιογράφος εκείνος στην εφημερίδα “Ακρόπολη” τότε, γνωριστήκαμε όταν πηγαίναμε στις εφημερίδες να δώσουμε το υλικό μας με τις θέσεις μας. Μια φορά ο Πάνος μας ειδοποίησε ότι με κάποιον που μιλούσαμε ήταν χαφιές και από τότε γίναμε φίλοι. Ο Πάνος λοιπόν πληροφορήθηκε από κάποιους φίλους μου στην ΑΣΟΕΕ ότι με συλλάβανε και έδωσε την πληροφορία στην  Ντόιτσε Βέλε. Και έτσι το μάθανε οι δικοί μου ότι ήμουν στην ΕΣΑ. Αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι με έχουν, αλλά “δεν μπορούμε να σου πούμε πού είναι”. Η αδερφή μου τους ρώτησε τι επιτρέπεται να μου στείλει και της είπαν, σώβρακα. Καινούργια,. “‘Οπως τα αγοράζεις από το μαγαζί, να τα φέρνεις κατευθείαν εδώ”, της είπαν. Μέσα στα σώβρακα υπήρχε ένα χαρτόνι και με αυτά τα χαρτόνια έφτιαξα τράπουλα. Πέρναγα την ώρα μου ρίχνοντας πασιέντζες και παίζοντας πόκερ με τον εαυτό μου. Το ζητούμενο ήταν πότε θα βγω. Η πασιέτζα έλεγε “άμεσα”, άλλα τελικά βγήκα τον Απρίλη του ’74.».

Πώς κατασκευάζεται ένας βασανιστής

Για τον Μάκη Μπαλαούρα, η δημιουργία ενός βασανιστή γίνεται από πολλά πράγματα μαζί. Τα παρέθεσε χωρίς να αξιολογεί την σημασία του ενός σε σχέση με το άλλο, αφού λειτουργούν με λανθάνοντα, πολύπλοκο τρόπο.

«Η οικογένεια. Εάν του έχουν πιπιλήσει το κεφάλι ότι “εμείς είμαστε οι καλοί”, οι “πατριώτες”, άνθρωποι της εκκλησίας. Και εκείνος είναι κομμουνιστής, άθεος,  “θέλει να δώσει την πατρίδα μας στους Ρώσους”. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν είχε ένα ευνοϊκό πεδίο στο κεφάλι του για να να δεχθεί τα πιο ακραία πράγματα της χούντας.

Ακολουθεί η συνεχόμενη προπαγάνδα. Η οργανωμένη. Με λόγους στον στρατό. Με φωτογραφίες υποτιθέμενων “εγκλημάτων” του “εχθρού”, τις οποίες δεν είχαν την δυνατότητα να καταλάβουν αν ήταν αληθινές.

Να έχει υποστεί ο ίδιος ο βασανιστής κακομεταχείριση. Όταν με πιάσανε, το πολύ ξύλο το έφαγα μέσα στην κλούβα της αστυνομίας.

Από αστυνομικούς που τους είχαν ώρες ολόκληρες μέσα στο λεωφορείο και όρθιους έξω. Και τους έλεγαν ότι τα τραβάνε αυτά για “κάποια κωλόπαιδα που δεν σας αφήνουν να πάτε σπίτια σας και να δείτε τις κοπέλες σας”».

«Συστατική επιστολή» σε ΕΣΑτζή

Ο χαρακτήρας παίζει επίσης ρόλο. «Ένας ΕΣΑτζής, από την Ρόδο, ήταν ερωτευμένος με μια Σουηδέζα. Και η Σουηδία τότε ήταν στα κάγκελα ενάντια στην χούντα στην Ελλάδα. Η Σουηδέζα έμαθε ότι είναι ΕΣΑτζής – εκείνος της το έκρυβε και της έλεγε ότι είναι φαντάρος – και του είπε, “ή εμένα ή την ΕΣΑ”. Και μου λέει “θέλω την βοήθειά σου, τι να κάνω”. Μου είπε ότι θέλει να το σκάσει στο εξωτερικό. Και του λέω “πώς θα πας; Αν σε πιάσουν και ειδικά που είσαι ΕΣΑτζής θα σε διαλύσουν. Αλλά ακόμη κι αν τα καταφέρεις τι θα κάνεις στην Σουηδία; Πώς θα ζήσεις;”. Και τότε του είπα ότι θα “σου δώσω συστατική επιστολή ότι είσαι καλό παιδί και δεν μας δέρνεις”».

Ακόμη ένα χαρακτηριστικό των βασανιστών ήταν η εντοπιότητα. Αν τύχαινε να είναι συντοπίτες με το θύμα, το βασάνιζαν επειδή ήταν… η «ντροπή του τόπου». «Εμένα», θυμάται ο Μ. Μπαλαούρας, «με βασάνιζε ένας ΕΣΑτζής, μπουζουξής στο επάγγελμα, μόνο και μόνο επειδή ήμουν κι εγώ από την Ηλεία». Όταν ο Μ. Μπαλαούρας έμαθε το επάγγελμά του, την επόμενη φορά που ήρθε για το καθημερινό ξύλο, του είπε ότι ξέρει μια γνωστή τραγουδίστρια της εποχής και ότι αν της μιλούσε, δεν θα έβρισκε πουθενά δουλειά. Και ο ΕΣΑτζής, άναυδος, έπαψε έκτοτε να τον βασανίζει!

Τα «υλικά» της αντοχής

Τι είναι όμως αυτό που μετατρέπουν τα θύματα των βασανιστών σε τελικούς νικητές; Τι τους κάνει να αντέχουν; «Η πίστη στα ιδανικά και τις ιδέες σου» μας λέει ο Μ. Μπαλαούρας. «Και ότι έχεις ανθρώπους φίλους, αγαπημένους, που σε στηρίζουν και πιστεύουν σε σένα. Ότι δεν είσαι μόνος σου».