Μείωση που αγγίζει τα 12,2 δισ. ευρώ κατέγραψαν τον Ιανουάριο του 2015 τα διαθέσιμα υπόλοιπα των τραπεζικών καταθέσεων για τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει τις ανησυχίες της αγοράς για υποχώρηση της τραπεζικής ρευστότητας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Ads

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, η καταθετική βάση έπεσε στο τέλος του περασμένου μήνα στα 148,04 δισ. ευρώ, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2005.

Από το ποσό που διέρρευσε το μεγαλύτερο τμήμα, περί τα 8,8 δισ. ευρώ προήλθε από αναλήψεις νοικοκυριών, τα οποία μέσα σε ένα μήνα «έσπασαν» προθεσμιακές καταθέσεις συνολικούς ύψους 8,53 δισ. ευρώ.

Από την άλλη πλευρά η μείωση των υπολοίπων στις επιχειρήσεις, εξαιρουμένων εκείνων που ανήκουν στο χρηματοπιστωτικό τομέα, διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο σε 3,13 δισ. ευρώ.

Ads

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι πιέσεις δεν σταμάτησαν μετά το σχηματισμό κυβέρνησης, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλες συνεδριάσεις του Eurogroup για το ελληνικό ζήτημα.

Σημειώνεται πως οι πιέσεις δεν σταμάτησαν μετά το σχηματισμό κυβέρνησης, λόγω της αβεβαιότητας για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους και τερματίστηκαν μόλις την περασμένη Παρασκευή, μετά τη συμφωνία στο Eurogroup.

Όπως ανέφεραν τραπεζικοί κύκλοι, δεν αποκλείεται τα υπόλοιπα των καταθέσεων να κατέγραψαν την περασμένη εβδομάδα χαμηλό λίγο πάνω από τα 135 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τις απώλειες του τελευταίου τριμήνου στα επίπεδα των 28  δισ. ευρώ.

Πάντως, από την περασμένη Τρίτη η κατάσταση στα γκισέ των τραπεζών έχει ηρεμήσει, υπό την έννοια ότι σταμάτησαν οι εκροές.

Εξάλλου, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters, την Τετάρτη και την Πέμπτη επέστρεψαν στο σύστημα 850 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι πολύ μικρό σε σχέση με τις απώλειες που έχουν καταγραφεί.

Στο ζήτημα αυτό αναφέρθηκε και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος, μιλώντας στο Bloomberg, υπογράμμισε ότι η επίτευξη συμφωνίας ήταν εκείνη που έκλεισε την «κάνουλα» των τραπεζικών εκροών.

Ο ίδιος επισήμανε πως το κόστος δανεισμού της Ελλάδας θα κατρακυλούσε στο επίπεδο των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, εάν η χώρα μπορεί να συμφωνήσει με τους πιστωτές της για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους.

«Οι επενδυτές κατανοούν ότι αν δεν αναπτυχθεί η οικονομία, δεν μπορούν να έχουν κέρδος από την Ελλάδα» συνέχισε ο υπουργός, προσθέτοντας: «Τη στιγμή που θα ανακοινωθεί μία λογική συμφωνία για τις επενδύσεις, τα πρωτογενή πλεονάσματα και την αναδιάρθρωση του χρέους, θα δείτε ότι οι αποδόσεις αυτές θα βυθισθούν στο 1%, όπως συμβαίνει με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες».