Το προκλητικό και παράνομο άνοιγμα του σημείου διέλευσης προς την περίκλειστη, από την τουρκική εισβολή το 1974, πόλη της Αμμόχωστου, προς την παραλία των Βαρωσίων, το μεσημέρι της Πέμπτης, με όρους «σόου» – σημαίες, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι του καθεστώτος κλπ – αποτελεί κάτι περισσότερο από ένα προαναγγελθέν βήμα κλιμάκωσης εκ μέρους της Τουρκίας.

Ads

Συνιστά επίσης, όπως εξήγησε στο Tvxs.gr, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Σωτήρης Ρούσσος, την αποτυχία της σημερινής πολιτικής της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας.

Διαβάστε επίσης: Ανάκληση της απόφασης για τα Βαρώσια ζητά από την Τουρκία ο ΟΗΕ – Έντονη αντίδραση της Άγκυρας

Το παράνομο του «σόου» έγκειται στην απροσχημάτιστη παραβίαση της Απόφασης 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία «θεωρεί απαράδεκτες οποιεσδήποτε προσπάθειες εγκατάστασης, σε οποιοδήποτε τμήμα των Βαρωσίων, ατόμων άλλων από τους κατοίκους τους και καλεί για μεταφορά της διοίκησης της συγκεκριμένης περιοχής στα Ηνωμένα Έθνη».

Ads

Ο αγαπημένος εκβιασμός της Άγκυρας

Η αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να ξαναδώσει την πόλη στους κατοίκους της – μια πόλη που αποτελούσε πριν την εισβολή έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς διεθνώς, προσελκύοντας, μεταξύ άλλων, την «ελίτ» του κεφαλαίου και του θεάματος – την κατέστησε πόλη – φάντασμα επί 46 χρόνια. Τα κτίρια καταρρέουν, ενώ η φύση επανακάμπτει ανεμπόδιστη στον αστικό ιστό, δημιουργώντας ένα «μετα- αποκαλυπτικό» τοπίο.

Σε όλο αυτό το διάστημα, το άνοιγμα των Βαρωσίων αποτελεί τον πιο αγαπημένο εκβιασμό της Άγκυρας με κάθε αφορμή, από την κρίση των κυπριακών S-300, που τελικά κατέληξαν στην Ελλάδα, μέχρι τη σημερινή, νέα επέλαση της Τουρκίας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Σύμφωνα με τον Τομάζη Τσελεπή, μέλος του πολιτικού γραφείου του ΑΚΕΛ και υπεύθυνο για το θέμα του Κυπριακού, ο οποίος μίλησε στο «Κόκκινο», η Αμμόχωστος παρέμεινε περίκλειστη για λόγους διαπραγμάτευσης από την πλευρά της Τουρκίας και το το άνοιγμα των Βαρωσίων αποτελεί «ρωγμή στο status quo», ενώ προέβλεψε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες παρόμοιες.

Παρατήρησε επίσης ότι η κίνηση έρχεται σε μια άβολη στιγμή για την Τουρκία, μετά την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ (σ.σ. η οποία καλεί την Τουρκία σε αποφυγή μονομερών ενεργειών) και δίνεται ως «προεκλογικό δώρο» στον «πρωθυπουργό» του ψευδοκράτους και υποψήφιο για «πρόεδρο» Ερσίν Τατάρ.

Πάντως, είχε προηγηθεί το 2017, το άνοιγμα της παραλίας αποκλειστικά για τους Τουρκοκύπριους και τους Τούρκους, ενώ το 2019 ανακοινώθηκε για πρώτη φορά η πρόθεση να ανοίξει ξανά η συνοικία για κατοίκηση και αργότερα προσδιορίστηκε χρονικά το άνοιγμα ως το τέλος του 2020. Τον περασμένο Φλεβάρη ο Τούρκος αντιπρόεδρος, Φουάτ Οκτάι, από τα Βαρώσια, δήλωσε ότι «τα Βαρώσια είναι έδαφος της Τουρκικής Δημοκρατίας στη Βόρεια Κύπρο» και ότι «είναι θεμιτό για τους Τουρκοκύπριους να λάβουν μέτρα στο δικό τους έδαφος για την ευημερία και την οικονομία τους». 

Για τον Σ. Ρούσσο πάντως η στιγμή δεν είναι και τόσο «άβολη» για την Τουρκία. Αντίθετα θεωρεί αυτήν την κίνηση στα Βαρώσια ως απόδειξη της αποτυχίας της σημερινής πολιτικής της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, κυρίως μετά την κίνηση να αποσύρουμε τη λέξη «κυρώσεις» από το ανακοινωθέν της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής, αφού «δεν έφερε τα ποθούμενα αποτελέσματα της αποκλιμάκωσης».

Επιπλέον, ο καθηγητής εκτιμά, ότι το το τουρκικό «σόου» στα Βαρώσια τεκμηριώνει επίσης το γεγονός, ότι «δεν υπάρχει καθαρό σήμα της Ελλάδας για την Τουρκία ως προς το τι θέλουμε, με αποτέλεσμα αυτό να την κάνει πιο προκλητική και βίαιη».

«Δεν πρόκειται για κίνηση των Τουρκοκυπρίων» ξεκαθαρίζει ο Σ. Ρούσσος. «Να είμαστε ξεκάθαροι. Πρόκεται για μια κίνηση που χωρίς την έγκριση ή αν θέλετε την παρότρυνση της Τουρκίας, δεν θα γινόταν ποτέ. Νομίζω λοιπόν ότι δεν θα πρέπει να δούμε αυτήν την κίνηση ξεκομμένη από την γενικότερη στάση της Τουρκίας με την παραβίαση των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Σιγά – σιγά, ο στόχος της Τουρκίας όσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι να τη θέσει σε ένα είδος οιονεί προτεκτοράτου ή μειωμένης κυριαρχίας. Δηλαδή ότι η Κύπρος θα πρέπει σε κάθε σημαντική κίνηση να ρωτά με κάποιον τρόπο την Τουρκία ή να βολιδοσκοπεί αν αυτό που θα κάνει είναι ανεκτό από την Άγκυρα. Και προβαίνει σε διάφορες ενέργειες οι οποίες δείχνουν ότι δεν την ενδιαφέρει τι θα πει η Κυπριακή Δημοκρατία, θεωρεί ότι δεν έχει καμία δύναμη.».

Αυτά βέβαια η Άγκυρα βρίσκει και τα κάνει. «Ο διεθνής παράγοντας έχει δώσει στην Τουρκία ένα πράσινο φως» τονίζει ο καθηγητής, προσθέτοντας: «Και με δική μας ευθύνη, ουσιαστικά αποσύραμε από το τραπέζι τις κυρώσεις. Γιατί όταν έχεις τις κυρώσεις και τις έχεις συμφωνήσει και μετά δεν τις ξαναβάζεις στο τραπέζι συνέχεια, σημαίνει ότι τις έχεις αποσύρει. Η ΕΕ είναι γραφειοκρατία. Ακόμη και τα πολιτικά της συμβούλια λειτουργούν γραφειοκρατικά. Εφόσον υπάρχει ένας όρος μέσα σε ένα κείμενο, αυτόν τον όρο δεν τον διαπραγματευόμαστε ξανά για να υπάρχει. Αν τον αποσύρουμε ξεκινάει από την αρχή η διαπραγμάτευση γι’ αυτόν. Κι αυτό ήταν το εξαιρετικά προβληματικό. Εμείς δεχθήκαμε να αφαιρεθεί από ένα κείμενο μία λέξη η οποία είναι κλειδί και την οποία είχαν δεχθεί πριν οι Ευρωπαίοι. Διότι τώρα δεν θα πηγαίναμε σε μια συζήτηση για το αν θα κάνουμε κυρώσεις. Αλλά με το γινόταν αυτό που έγινε στην Κύπρο θα είχαμε την επιβολή των κυρώσεων».

Η Ελλάδα δεν στέλνει καθαρό σήμα στην Τουρκία

Εκτιμά επίσης πως με τα Βαρώσια «είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν συγκρατείται από κανέναν πια και ότι η λογική που λέει ότι εάν δείξουμε καλή θέληση και εμείς και η Κύπρος και αποσύρουμε το θέμα των κυρώσεων θα υπάρξει μια καλύτερη συνέχεια με την Τουρκία – δηλαδή η βασική γερμανική θέση – δεν ισχύει. Η κίνησή της στα Βαρώσια δείχνει ακριβώς ότι η Τουρκία είναι πιο άνετη να κάνει τις κινήσεις που θέλει και να πιέζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Η Ελλάδα και η Κύπρος συναίνεσαν σε μια διαδικασία όπου βγάζουν τη λέξη “κυρώσεις” από ένα ανακοινωθέν. Μετά από λίγες μέρες οι Τούρκοι κάνουν στα Βαρώσια μια άκρως προκλητική ενέργεια. Ποιο είναι το δίδαγμα; Ότι η κίνηση αυτή δεν έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα.».

Ωστόσο τα Βαρώσια είναι συνέπεια και μια ευρύτερης αλλαγής τακτικής της ελληνικής πλευράς έναντι της Τουρκίας. Ή, μάλλον, μιας «μη» τακτικής. «Από τη μια μεριά αφήνουμε να εννοηθεί ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν είναι ακριβώς και η περιοχή που έχουμε κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά στέλνουμε φρεγάτες και απαντάμε στο κλίμα έντασης που προκαλεί η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Από τη μια μεριά αφήνουμε μόνη της την Κύπρο στην ΕΕ και από την άλλη στέλνουμε αεροπλάνα στην Κύπρο. Σήμερα η Ελλάδα δεν δίνει ένα καθαρό σήμα για το θέλει να κάνει με την Τουρκία. Και αυτό ξέρετε διαμορφώνει και λάθος καταστάσεις και στην Άγκυρα. Γιατί είναι καλό να στέλνεις ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον γείτονά σου για το τι θες να κάνεις μαζί του. Μιλάμε για διάλογο, για διερευνητικές, αυτοί λένε ότι τις διερευνητικές τις θέλουν για όλα, εμείς για δύο, στέλνουμε αεροπλάνα, κλιμακώνουμε, αποκλιμακώνουμε. Αυτή η αμφισημία δημιουργεί μεγαλύτερο πρόβλημα. Γιατί ο γείτονας δεν καταλαβαίναι τι του λες, άρα σκέφτεται το χειρότερο. Στη διεθνή σκηνή και στη ζωή ακόμη, όταν δίνουμε ένα ασαφές μήνυμα σε κάποιον άλλον, για μια διαφορά, το αποτέλεσμα είναι να σκέφτεται το χειρότερο και να γίνεται πιο προκλητικός και βίαιος».