Στο σκοτάδι κρατούνται οι μετρήσεις διοξινών που έχουν γίνει από τον ΕΦΕΤ για τα επίπεδα της ουσίας που περιέχονται σε τυποποιημένα προϊόντα, κηπευτικά είδη και άλλα είδη διατροφής, καθώς η σχετική ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας παραμένει ανενημέρωτη και οι αρμόδιες αρχές αρνούνται κατηγορηματικά να δώσουν στοιχεία στη δημοσιότητα.

Ads

Σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία, από το 1999, που ξέσπασε το διατροφικό σκάνδαλο με τις διοξίνες και δημοσιεύτηκε η τελευταία επίσημη μέτρηση διοξινών σε τρόφιμα, όσον αφορά την Ελλάδα, έχουν να ενημερωθούν οι πολίτες για τα επίπεδα της επικίνδυνης για τη δημόσια υγεία ουσίας. Ο ΕΦΕΤ ανακοινώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα ότι διεξάγει έρευνες για την ανίχνευση της ουσίας στην ελληνική αγορά. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, όμως, δεν δημοσιοποιούνται αλλά κρατούνται στα εργαστήρια και στα αρχεία του ΕΦΕΤ. Καμία, λοιπόν, απόδειξη για το ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες μετρήσεις εντοπίζοντας τις πηγές διοξινών στην Ελλάδα, αφού οι άμεσα ενδιαφερόμενοι παραμένουν στην άγνοια. «Η Ελλάδα δεν έχει πολιτική για την εξάλειψη των διοξινών, δεν έχει ξεκάθαρη πολιτική και φαίνεται να υπάρχει άγνοια του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος», δήλωσε στην εφημερίδα ο κ. Ν. Χαραλαμπίδης, διευθυντής της Greenpeace.

Η χάραξη εθνικής στρατηγικής για τη μείωση των διοξινών προβλέπει σαν πρώτη κίνηση, την καταγραφή των κύριων πηγών διοξινών στην Ελλάδα, καθώς εργαστηριακές εγκαταστάσεις εξειδικευμένες στη μέτρηση διοξινών υπάρχουν, έστω και αν μετρώνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί για λογαριασμό της Greenpeace, ως κυριότερη πηγή διοξίνης αναφέρονται οι χωματερές. Η απουσία, λοιπόν, συστηματικής καταγραφής χτίζει τη ψευδαίσθηση πως η έλευση διοξινών στην Ελλάδα γίνεται μόνο μέσω των εισαγόμενων προϊόντων.

Το ίδιο σκηνικό φαίνεται να επικρατεί και στην Ευρώπη αλλά και την Αμερική, αφού πολλές είναι οι περιπτώσεις που διατροφικά σκάνδαλα έχουν ανησυχήσει ευρωπαίους πολίτες τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, την τελευταία εικοσαετία. Το 1989, το γάλα της Ολλανδίας βρέθηκε εξαιρετικά επιβαρημένο με διοξίνες, ενώ ένα χρόνο μετά, σκάνδαλο ξέσπασε στο χωριό Brixlegg της Αυστρίας, όταν διοξίνες εντοπίστηκαν σε αγελαδινό γάλα. Το 1993, γάλα και βοδινό κρέας από τρεις φάρμες της Βρετανίας δεν επιτράπηκε να πουληθεί λόγω της υψηλής συγκέντρωσης τους σε διοξίνη που προερχόταν από τη χημική βιομηχανία Coalite Chemichals. Τέσσερα χρόνια μετά, η διοξίνη αλλάζοντας ήπειρο, «αναγκάζει» 2.000 εργάτες να παραμείνουν στα σπίτια τους μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο χώρος εργασίας τους δε ξεπερνά τα επιτρεπόμενα όρια συγκέντρωσης διοξίνης. Το 1998, τρεις δημοτικοί αποτεφρωτήρες στη Γαλλία, έλαβαν εντολή να κλείσουν, ενώ ταυτόχρονα τη διετία 1997-1999, στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαγορεύτηκε η εισαγωγή πούλπας κίτρου από τη Βραζιλία. Τον Ιανουάριο του 1999, εντοπίζονται υψηλά επίπεδα διοξίνης σε κοτόπουλα και παράγωγα προϊόντα στο Βέλγιο, ενώ το 2004 φάρμες στην ίδια χώρα αλλά και σε Ολλανδία και Γερμανία έβαλαν προσωρινά λουκέτο, όταν διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιούσαν προϊόν ζωοτροφής που περιείχε διοξίνες.

Ads

Οι ίδιες χώρες πρωταγωνίστησαν και το 2006 όταν εκατοντάδες φάρμες εκτροφής χοίρων και πουλερικών έκλεισαν για τον ίδιο λόγο. Σήμερα, πάνω από 4.700 φάρμες εκτροφής χοίρων και πουλερικών κλείνουν προληπτικά στη Γερμανία, καθώς στις χρησιμοποιούμενες ζωοτροφές ανιχνεύτηκαν βιομηχανικά έλαια πλούσια σε διοξίνες.

Η αναγκαιότητα μέτρησης των επιπέδων της ουσίας που βρίσκεται στα καταναλωτικά τρόφιμα, φαίνεται από το πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποδειχθεί η διοξίνη για την υγεία μας. Ένα τρισεκατομμυριοστό του γραμμαρίου διοξίνης είναι αρκετό για να προκαλέσει καρκίνο, τη στιγμή που μόλις ένα δισεκατομμυριοστό του γραμμαρίου σκοτώνει πειραματόζωα στο εργαστήριο. Οι διοξίνες είναι μια κατηγορία 75 ουσιών που περιέχουν χλώριο και μπορούν να διαπεράσουν την κυτταρική μεμβράνη αλλάζοντας τη δράση των γονιδίων που είναι υπεύθυνα για τη ρύθμιση της διαδικασίας της ανάπτυξης. Η ουσία αυτή αποτελεί ένα άχρηστο και επικίνδυνο παραπροϊόν βιομηχανικών διεργασιών όπου εμπλέκεται το χλώριο.

Πιο συγκεκριμένα, η βιομηχανική παραγωγή χλωρίου και χλωριωμένων πλαστικών καθώς και η καύση σκουπιδιών ή αποβλήτων που είναι πλούσια σε χλωριωμένες ενώσεις, έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων διοξινών που απειλούν τόσο το περιβάλλον όσο και τη δημόσια υγεία. Ασθένειες όπως διάφοροι τύποι καρκίνου, αυξημένα ποσοστά εμφάνισης διαβήτη, θνησιμότητα από διαβήτη και καριδαγγειακά νοσήματα, αλλαγές στη λειτουργία του νευρικού συστήματος, ενδομητρίωση και ανοσοκαταστολή, έχουν συνδεθεί άμεσα με την τυχαία ή την στο εργοστασιακό περιβάλλον έκθεση σε διοξίνες.