«Δεν υπάρχει βασιμότητα για να τεκμηριωθεί ζημία ή να κατατεθεί αγωγή αποζημίωσης κατά της εταιρείας» έκρινε, καταθέτοντας στην εξεταστική επιτροπή για την υπόθεση Siemens η Νομική Σύμβουλος του Κράτους Ευγενία Βελώνη, σχετικά με τυχόν ζημία του ελληνικού Δημοσίου από τις κατά τα τελευταία έτη συμβάσεις που υπογράφηκαν με τη Siemens.

Ads

Η κ. Βελώνη βασίστηκε στα στοιχεία που της απέστειλαν τα υπουργεία και απάντησή της δόθηκε και από τα υπουργεία Αμύνης και Δημόσιας Τάξης της προηγούμενης κυβέρνησης και αφορούσε τον ΟΤΕ, το σύστημα ασφαλείας των ολυμπιακών αγώνων C4 I και το σύστημα Patriot και συνολικώς ήταν ότι δεν διαπιστώθηκε καμία ζημία, ενώ δεν έδωσε καμία απάντηση ο ΟΣΕ.

Η Νομική Σύμβουλος του Κράτους φέρεται να γνωστοποίησε ότι τον Ιούλιο του 2008 πήρε εντολή από τον τότε υπουργό Οικονομικών να ερευνήσει και να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότερη προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου στην υπόθεση Siemens, ύστερα από τα δημοσιεύματα που έκαναν λόγο «για χρησιμοποίηση από πλευράς της εταιρείας επί σειρά ετών μη νόμιμων μέσων προκειμένου να αναλάβει ή να εκτελεί συμβάσεις με το ελληνικό δημόσιο ή να εξασφαλίσει προνομιακούς όρους σε τέτοιες συμβάσεις».

Στις 3 Απριλίου 2009 απεστάλη σε όλα τα υπουργεία ερώτημα να αποσταλούν στοιχεία στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) με σκοπό την παράσταση πολιτικής αγωγής λόγω ηθικής βλάβης, με ρητή επιφύλαξη για τον ακριβή προσδιορισμό τόσο του ποσού για την ηθική βλάβη, όσο και για την υλική του ζημία.

Ads

«Ουδείς έκανε λόγο για ζημία», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι εκ της φύσεώς του το ΝΣΚ, δεν μπορεί ούτε αυτεπαγγέλτως να κινηθεί – δηλαδή χωρίς υπουργική εντολή- αλλά και να βασιστεί αποκλειστικά στις απαντήσεις που θα του αποσταλούν. Μπορεί ωστόσο, αν κρίνει να καταθέσει αγωγή αποζημίωσης.

Τον Απρίλιο 2009 και χωρίς να υπάρχει πλήρης γνώση της δικογραφίας, δηλώθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου για πράξεις δωροδοκίας και για «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος, με σκοπό την πρόσβαση του Δημοσίου στην ανάκριση και τη βοήθεια στη διερεύνηση των αδικημάτων προς ανακάλυψη της ζημίας του Δημοσίου. Το συμβολικό ποσό που ζητείται ως ηθική βλάβη του δημοσίου είναι 500.000 ευρώ.

Η κ. Βελώνη ανέφερε ότι για το σύστημα C4 I οι υπηρεσίες διαβεβαίωσαν ότι ύστερα από τις τροποποιητικές συμβάσεις που έγιναν στην πορεία μετά το 2004, το Δημόσιο εξοικονόμησε 23 εκ. ευρώ, εξ ου και το πρωτόκολλο ποσοτικής και ποιοτικής παραλαβής το Νοέμβριο 2008.

«Αν και τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης του Χριστοφοράκου έχουν εκδοθεί για το αδίκημα της απάτης κατά του Δημοσίου, μέχρι σήμερα δεν έχει δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής για απάτη εκ μέρους της Siemens», επισήμαναν βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, για να λάβουν την απάντηση από την κ. Βελώνη ότι δεν είναι στο θεσμικό ρόλο του ΝΣΚ η διερεύνηση ποινικών ευθυνών, ούτε η εξέταση του βάσιμου ή όχι των απαντήσεων που έλαβε από τα υπουργεία για την ομαλή εξέλιξη των συμβάσεων. Πάντως λόγω της 20ετούς παραγραφής των απαιτήσεων το ΝΣΚ έχει απευθυνθεί εκ νέου στα υπουργεία για νεότερα στοιχεία.

Στο μεταξύ, σύμφωνα το zougla.gr, το οποίο δημοσιεύει το σύνολο των συνομιλιών του Μιχάλη Χριστοφοράκου με τους δικηγόρους, στις τελευταίες γίνονται αναφορές σε πρόσωπα όπως, ο Κώστα Σημίτη, ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Θ. Καρατζάς, ο τέως γενικός διευθυντής της Νέας Δημοκρατίας και μετέπειτα διοικητή του ΙΚΑ Γιάννης Βαρθολομαίος, ο Κώστας Καραμανλής, στον οποίο αναφέρεται με σαρκασμό, διερωτώμενος εάν θα πρέπει να δώσει το όνομα τώρα, ώστε να σκάσει η βόμβα, τα στελέχη της Siemens Μαυρίδη, Γεωργίου, Καραβέλα και Σίκατσεκ για τον ρόλο που διαδραμάτισαν, Ντόρα Μπακογιάννη για τις επαφές που διατηρούσε μαζί της, συνταγματολόγο στέλεχος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, με τον οποίο συνομιλούσε κατά την περίοδο που κρυβόταν στο Μόναχο, τους δικαστικούς λειτουργούς Ζαγοριανό και Παντιώρα, ο επιχειρηματίας Σωκράτης Κόκκαλης και οι Αμερικανοί και Γάλλοι ανταγωνιστές της Siemens, που έχαναν τις δουλειές.

Παράλληλα, ο Μ. Χριστοφοράκος αναφέρεται στο σύστημα ασφαλείας C4I, για το οποίο σχολιάζει ειρωνικά, λέγοντας ότι ανήκε στη «σφαίρα της φαντασίας» και στις υπεράκτιες εταιρείες που ιδρύθηκαν, ώστε μέσω αυτών να πραγματοποιείται η διακίνηση μαύρου χρήματος.