Που οφείλεται η δημοσκοπική αντοχή της κυβέρνησης παρά την απογοήτευση και τον θυμό που προκαλεί στην κοινωνία η κρίση της ακρίβειας; Τι δείχνουν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης για τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και την προοδευτική διακυβέρνηση και πόσο προωθητικά λειτούργησαν τα συνέδρια των δύο κομμάτων;

Ads

Ο διευθυντής ερευνών της Prorata Αγγελος Σεριάτος απαντά στα κεντρικά ερωτήματα μιας «ενδιαφέρουσας», όπως την χαρακτηρίζει, πολιτικής περιόδου, αναλύει το εάν και πως η αντιπολίτευση μπορεί να αξιοποιήσει την κυβερνητική φθορά και εξηγεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ ότι ενισχύεται, δεν δημιουργεί «ρεύμα». 

Εξηγεί επίσης τι λείπει από το πολιτικό σκηνικό για να μετατραπεί η διευρυνόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια σε υποχώρηση της ΝΔ και απαντά στο  πόσο πιθανός φαίνεται ένας εκλογικός αιφνιδιασμός, με πρόωρες κάλπες, από τον Κυριάκο Μητσοτάκη:

Μετά από μήνες σταθερής φθοράς της κυβέρνησης, στην τελευταία δημοσκόπηση της Prorata για την Εφημερίδα των Συντακτών καταγράφεται μικρή άνοδος των ποσοστών της ΝΔ και άνοιγμα της «ψαλίδας» με τον ΣΥΡΙΖΑ στις 6 μονάδες. Ποιοι είναι οι παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτή την, μικρή έστω, ανάκαμψη;

Ads

Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που είναι εξαιρετικά δυσμενής για την κυβέρνηση λόγω του κύματος της ακρίβειας, το γεγονός ότι τα ελληνοτουρκικά ζητήματα έχουν επανέλθει στον δημόσιο διάλογο, προσφέρει στη ΝΔ την ευκαιρία να κερδίσει εκ νέου μια μικρή μερίδα πρώην ψηφοφόρων της.

Παράλληλα, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού σε σχέση με τον περιορισμό των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης δημιούργησαν προσδοκίες, οι οποίες ενδεχομένως επίσης συμβάλλουν στην μικρή, αλλά κρίσιμη σε αυτή τη φάση, αύξηση της εκλογικής επιρροής του κυβερνώντος κόμματος.

Η εκτίμηση μου, εν τούτοις, είναι ότι τα δύο παραπάνω στοιχεία δεν μπορούν να εγγυηθούν στη ΝΔ μια πορεία αναχαίτισης της παρατηρούμενης φθοράς. Πρώτον, διότι οι όποιες ελαφρύνσεις θα φανεί σύντομα ότι πιθανότατα δεν επαρκούν για την αποφασιστική ανακούφιση των νοικοκυριών και δεύτερον διότι η διάρκεια ζωής θεμάτων, όπως τα ελληνοτουρκικά, συνήθως είναι σχετικά περιορισμένος.

Καταγράφεται επίσης οριακή άνοδος των ποσοστών τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠΑΣΟΚ. Πως το «διαβάζετε» εσείς αυτό – κινείται το πολιτικό σκηνικό; Με δεδομένο, μάλιστα, ότι και τα δύο κόμματα μόλις βγήκαν από συνεδριακές διαδικασίες;

Αναμφίβολα ο αντίκτυπος των εσωκομματικών διαδικασιών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και του ΠΑΣΟΚ ήταν θετικός για μερίδα ψηφοφόρων που κινούνται στα όρια της εκλογικής τους επιρροής: η πέρα από κάθε προσδοκία συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές του κόμματος της Αριστεράς αλλά και η βαθιά ηγετική και θα έλεγα και εξαιρετικά ώριμη παρουσία του Αλέξη Τσίπρα όλη την προηγούμενη περίοδο ευνοούν τη δημιουργία συνθηκών επανεκκίνησης για τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.

Αντίστοιχα η εσωκομματική διαδικασία του ΠΑΣΟΚ της επίσης πολύ μεγάλης συμμετοχής, έστειλε μήνυμα ενότητας, λειτουργώντας θετικά για μια μερίδα δυνητικών ψηφοφόρων του κόμματος. Δεδομένων των παραπάνω η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας είναι -πραγματικά- ενδιαφέρουσα ακριβώς διότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης φαίνεται πως είναι σε τροχιά αξιοποίησης της κυβερνητικής φθοράς, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση ακόμα αντέχει.

Γιατί, παρά την βαθιά κρίση της ακρίβειας που καταγράφεται ως η πρώτη αγωνία των πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να δημιουργήσει «ρεύμα»;

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Για ορισμένους από αυτούς ευθύνεται ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, για ορισμένους οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μιας προηγούμενης περιόδου και για ορισμένους άλλους κάποιοι παράγοντες που το κόμμα της Αριστεράς δεν μπορεί να ελέγξει γιατί απλά δεν σχετίζονται κυρίως με αυτόν.

Πρώτον, είναι η αντοχή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος εντός της κοινωνίας. Ενός βαθιά αρνητικού συναισθήματος που οικοδομήθηκε από το δεύτερο εξάμηνο του 2015 και τον ακολούθησε στην πορεία και το οποίο αφορά ψηφοφόρους από όλους τους πολιτικούς χώρους, συντηρούμενο έστω και εξασθενημένο έως σήμερα στη βάση ψυχολογικών – συναισθηματικών αρνητικών με τον ΣΥΡΙΖΑ δεσμών.

Δεύτερον, από την αδυναμία του οργανωμένου ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ζυμώσει με αυτοπεποίθηση τις θέσεις του στην κοινωνία, η οποία κατά τη γνώμη μου σχετίζεται και με μια κρίση ταυτότητας των μελών και των στελεχών του, η οποία κορυφώθηκε κατά τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του κόμματος της Αριστεράς.

Και τρίτον φυσικά, από το εξαιρετικά αρνητικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μιντιακό περιβάλλον, το οποίο δεν του επιτρέπει (ακόμα και όταν παράγει τα απαραίτητα εκείνα εργαλεία άσκησης αντιπολίτευσης) να διεκδικήσει μέσω μιας ισότιμης παρουσίας και προβολής στα ΜΜΕ την ψήφο των πολιτών.

Από τα ποσοτικά, και ποιοτικά, στοιχεία των μετρήσεων προκύπτει δυναμική υπέρ της προοδευτικής διακυβέρνησης που ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ;

Νομίζω ότι είναι πράγματι σαφές το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αφορά σε μια προσπάθεια που ως στόχο έχει τη δημιουργία κυβέρνησης μη δεξιών δυνάμεων, η οποία εκ των πραγμάτων – με βάση τουλάχιστον την έως τώρα στάση του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25 – απευθύνεται στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Το πρόσφατο συνέδριο του κόμματος έκανε σαφή αυτή τη στρατηγική.

Με τα δεδομένα που έχουμε, ωστόσο, στα χέρια μας μοιάζει απίθανο να σχηματιστεί γενικώς κυβέρνηση από τις πρώτες κάλπες με απλή αναλογική, καθώς ανεξαρτήτως των πολιτικών πρωτοβουλιών που θα αναλάβουν τα κόμματα, χρειάζεται ένα ποσοστό άνω του 45-46% για να συμβεί αυτό. Με τα τωρινά δεδομένα, το μόνο ικανό να οδηγήσει σε πλειοψηφία σενάριο θα ήταν μια συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝΑΛ, με την ανοχή ενός τρίτου κόμματος. Για διάφορους πολιτικούς κυρίως λόγους αυτό ο ενδεχόμενο δεν συγκεντρώνει προσώρας πολλές πιθανότητες.

Μιλάτε, στην ανάλυση της δημοσκόπησης, για «παγωμένη εικόνα απογοήτευσης και θυμού». Πως συνάδει αυτή η εικόνα με το ασφαλές προβάδισμα που δείχνει να διατηρεί η κυβέρνηση, και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Η ύπαρξη ενός διευρυμένου ρεύματος κοινωνικής δυσαρέσκειας για να μεταφραστεί σε αποφασιστική υποχώρηση του κυβερνώντος κόμματος θα πρέπει να αποκτήσει και συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά. Μια θετική ταύτιση με κάποιο άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης.

Με άλλα λόγια, όταν κάποιος/α αισθάνεται απογοήτευση ή θυμό, αναλογιζόμενος/η την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας αυτό δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη και σε προτίμηση ενός άλλου κόμματος της αντιπολίτευσης, οδηγώντας σε αλλαγή συσχετισμών. Λείπει ένα σαφές, πειστικό και αξιόπιστο σχέδιο για το πως τα πράγματα θα μπορούσαν σήμερα να ήταν αλλιώς όχι μόνο αν δεν κυβερνούσε η ΝΔ, αλλά αν κυβερνούσε κάποιο από τα υπόλοιπα αντιπολιτευόμενα κόμματα.

Εχει λόγους ο πρωθυπουργός να πάει σε εκλογικό αιφνιδιασμό – σε πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο; Οι πληροφορίες λένε ότι δέχεται εισηγήσεις σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Κατά την άποψη μου, ο πρωθυπουργός είχε ένα καθαρό παράθυρο ευκαιρίας να πάει σε πρόωρες εκλογές στα τέλη του 2021, δηλαδή λίγο πριν κυριαρχήσει στις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις μας το ζήτημα της ακρίβειας.

Από τη στιγμή που χάθηκε αυτή η ευκαιρία δεν μπορώ σκεφτώ τους λόγους που θα οδηγούσαν έναν ορθολογικό πολιτικό, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, να προκηρύξει πρόωρες κάλπες, δεδομένης της σαφούς υπεροχής του έναντι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και της προσπάθειας του να οικοδομήσει το προφίλ του υπεύθυνου ηγέτη που δεν επιθυμεί να βάλει σε περιπέτειες τη χώρα. Όσο η ΝΔ διατηρεί καθαρό προβάδισμα έναντι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκτιμώ ότι εκλογές δεν θα γίνουν πριν την άνοιξη του 2023.

Ο μόνος παράγοντας που κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να οδηγήσει τον πρωθυπουργό σε πρόωρες κάλπες θα ήταν μια ασφαλής πρόβλεψη ότι τα πράγματα στην οικονομία (κυρίως λόγω των διεθνών εξελίξεων) θα χειροτερέψουν ραγδαία εντός του τρέχοντος έτους. Τέτοια ασφαλής εκτίμηση, ωστόσο, δεν γνωρίζω να υπάρχει.