Σε δίκη στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων της Αθήνας παραπέμπονται ένας υποστράτηγος εν ενεργεία, ένας απόστρατος αντιστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και τρεις ανώτεροι αξιωματικοί, κατηγορούμενοι για αλλοίωση εγγράφου που αφορούσε τον διορισμό δημοσίου κατηγόρου σε Πταισματοδικείο, σύμφωνα με το «Έθνος».

Ads

Κατηγορούνται για ψευδή βεβαίωση, άμεση συνέργεια σε αυτή, νόθευση εγγράφου στην υπηρεσία και παράβαση καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση. Ειδικότερα, στο δικαστικό έγγραφο με το οποίο παραπέμπονται σε δίκη, αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι φέρονται ότι συμμετείχαν -ο καθένας από τη θέση και τις αρμοδιότητές του- σε υπόθεση νόθευσης με διορθωτικό υγρό της ημερομηνίας της διαταγής, με την οποία αντικαταστάθηκε την 1η Νοεμβρίου 2006 ο αξιωματικός που εκτελούσε χρέη δημοσίου κατηγόρου στο Πταισματοδικείο Αγίων Αναργύρων.

Η πλαστογράφηση έγινε, όπως προκύπτει τη δικογραφία, προκειμένου να καλυφθεί το γεγονός ότι «…στις δικασίμους της 7.12.06, της 4.1.07 και της 1.2.07 παρέστησαν ως δημόσιοι κατήγοροι δύο αξιωματικοί (δύο εκ των κατηγορουμένων), δίχως να έχει εκδοθεί το έγγραφο διορισμού τους…». Το έγγραφο αυτό έπρεπε να έχει εκδοθεί από τον τότε αστυνομικό διευθυντή Δυτικής Αττικής (εκ των κατηγορουμένων ο απόστρατος αντιστράτηγος).

Επίσης, για να μην υπάρξουν ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες στους εμπλεκόμενους «…εν όψει και των επερχόμενων κρίσεων την 1η Μαρτίου 2007, από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ.», ο αστυνομικός διευθυντής Δυτικής Αττικής, που τον αντικατέστησε στη συνέχεια (εκ των κατηγορουμένων υποστράτηγος εν ενεργεία), «…πρότεινε να μην ασκηθεί πειθαρχική δίωξη σε βάρος οιουδήποτε αστυνομικού και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, βεβαιώνοντας ψευδή περιστατικά, που έχουν έννομες συνέπειες…».

Ads

Η αλλοίωση της ημερομηνίας δεν έχει ξεκαθαριστεί πότε ακριβώς έγινε, επισημαίνεται ωστόσο στη δικογραφία ότι έγινε «τουλάχιστον μέχρι τις 20.2.2007, που υπεβλήθη η πρώτη μηνυτήρια αναφορά εναντίον τους...». Η μηνυτήρια αναφορά υπεβλήθη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τον αστυνόμο που ήταν διορισμένος ως δημόσιος κατήγορος στο Πταισματοδικείο Αγίων Αναργύρων. Ο συγκεκριμένος αστυνόμος, ο οποίος έφυγε από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων, όταν «…διατάχθηκε για λόγους υπηρεσιακούς, η τρίμηνη απόσπασή του στο ΑΤ Ζεφυρίου», υπέβαλε στη συνέχεια και δεύτερη μηνυτήρια αναφορά.

Μάλιστα, πρόσφατα ενημέρωσε και τον υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μανώλη Οθωνα, για την παραπομπή σε δίκη των πέντε υψηλόβαθμων αστυνομικών, ενώ μεταξύ άλλων επισημαίνει «την ανάγκη να τεθούν σε διαθεσιμότητα», για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με το «Έθνος». Σημειώνεται ότι ΕΔΕ, που διενεργήθηκε από την Αστυνομία, κατέληξε σε απαλλακτικό αποτέλεσμα.

Το βούλευμα που τους παραπέμπει σε δίκη αναφέρει πως οι δύο από τους κατηγορούμενους «ως αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., με τον βαθμό τότε του Αστυνόμου Α’ και Υπαστυνόμου Β’ αντίστοιχα, παρέστησαν ως Δημόσιοι Κατήγοροι σε συνεδριάσεις του Πταισματοδικείου Αγίων Αναργύρων (ο πρώτος από αυτούς κατά τις δύο πρώτες δικασίμους και ο δεύτερος κατά την τρίτη), ενώ γνώριζαν ότι δεν είχε εκδοθεί σχετική απόφαση του οικείου Αστυνομικού Διευθυντή, με σκοπό να βλάψουν έτσι το Κράτος, με την έκδοση αναιρετέων λόγω κακής συνθέσεως δικαστικών αποφάσεων».

Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, την πρόταση του οποίου υιοθέτησε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, επέμεινε στην παραπομπή σε δίκη των στελεχών της ΕΛ.ΑΣ., παρά το γεγονός ότι ο ιεραρχικά ανώτερός του εισαγγελέας Εφετών είχε διαφορετική άποψη, καθώς έκρινε ότι «δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής», αναφέρει το δημοσίευμα. Στην πρότασή του τονίζει ότι «οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους αρνήθηκαν τις κατηγορίες», ενώ «…το αποδεικτικό υλικό δεν στηρίζει τους ισχυρισμούς τους».