Ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, μιλώντας στον Real FM, εξέφρασε τη διαφωνία του στο άνοιγμα των σχολείων στις 8 Ιανουαρίου, καθώς, όπως δήλωσε, εάν συμβεί κάτι τέτοιο «θα έχουμε 2.000 κρούσματα τον Μάρτιο», αναφέροντας μάλιστα ότι, εάν τα σχολεία άνοιγαν δύο εβδομάδες αργότερα, στις 20 Ιανουαρίου, τα κρούσματα που θα είχαμε τον Μάρτιο, θα ανέρχονται σε 1.500.

Ads

«Αν ανοίξουμε τα σχολεία στις 8 Ιανουαρίου, η πρόβλεψή μας είναι ότι θα φτάναμε στα 2.000 κρούσματα γύρω στα μέσα του Μάρτη και στην αντίστοιχη περίοδο. Αν ανοίξουμε στις 20 για παράδειγμα για να κάνουμε μια σύγκριση θα φτάναμε στα 1.500 κρούσματα και εννοώ εβδομαδιαίο μέσο όρο. Αυτή τη στιγμή είμαστε στα 670 εβδομαδιαίο μέσο όρο σε κρούσματα. Άρα, το άνοιγμα των σχολείων θα έχει αρνητική επίπτωση, θα έχει δηλαδή αυξητική προσθήκη. Το θέμα δεν είναι όμως μόνο πότε θα ανοίξουν τα σχολεία, προφανώς μιλάμε και για κάποιου είδους άνοιγμα της οικονομίας. Οπότε εκεί αρχίζει και ξεφεύγει άσχημα το σενάριο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κύριος Σαρηγιάννης, ο οποίος πρόσθεσε πως:

«Η δική μου γνώμη είναι ότι τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν αργότερα. Εμείς έχουμε ήδη τρέξει προσομοιώσεις μέχρι τον Ιούνιο για μια σειρά από μέτρα που έχουν να κάνουμε το άνοιγμα των σχολείων, άνοιγμα λιανικού, άνοιγμα εστίασης, με/χωρίς απολύμανση του αέρα, με/χωρίς τηλεργασία κτλ. Να πω εδώ ότι το σημαντικότερο δεν είναι οι αριθμοί είναι το πώς».

«Το άνοιγμα των σχολείων με βάση τα δεδομένα και από την προηγούμενη εμπειρία και του κλεισίματος – ανοίγματος στο προηγούμενο κύμα αλλά και το κλείσιμο που έγινε στο δεύτερο κύμα, βλέπουμε ότι κατά μέσο όρο έχουμε μια συνεισφορά στην αύξηση του αριθμού των επαφών από τα σχολεία, των επαφών όχι της μετάδοσης, εξαρτάται και από το πώς γίνεται η επαφή αν φοράμε μάσκα ή όχι κτλ. Η αύξηση αυτών των επαφών είναι συνολικά γύρω στο +10%. Η κατανομή είναι 9%-12% αλλά ας πούμε 10%. Άρα λοιπόν το να έχουμε ανοιχτά τα σχολεία έχουμε μια αύξηση του ρυθμού επαφών κατά 10%. Αυτό έχει τη σημασία του, έχει να κάνει και με τα παιδιά αλλά και με τους γονείς. Την κινητικότητά τους δηλαδή σε σχέση με την μεταφορά των παιδιών στο σχολείο. Προφανώς λοιπόν συνδυάζεται με το τι κάνει ο γονιός μετά, ειδικά για τα παιδιά που είναι σε μικρή ηλικία π.χ. στο δημοτικό, όπου δεν έχουν πολύ αυξημένη αυτόνομη κοινωνικότητα. Το παιδί από το Γυμνάσιο και μετά έχει τη δυνατότητα να βγει, να πάει στο φροντιστήριο και να κινηθεί μόνο του», συμπλήρωσε ο καθηγητής του ΑΠΘ.

Ads