Να πάρει θέση η Νέα Δημοκρατία ανάμεσα στις «διαφορετικές θέσεις» που εξέφρασαν ο Γιώργος Κουμουτσάκος και ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος «πέρασε τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου και πάει στον αναθεωρητισμό της» κάλεσε η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου. Η Σ. Αναγωστοπούλου υποστήριξε ότι κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή, «άλλα είπε ο κ. Κουμουτσάκος και άλλα είπε ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος πάει στον αναθεωρητισμό της Συνθήκης του Βουκουρεστίου» και ζήτησε από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πάρει πρώτα θέση σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα εθνικής σημασίας και «μετά ας κατηγορήσει όσο θέλει τη Συμφωνία των Πρεσπών».

Ads

Η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι αυτήν τη στιγμή λύνεται το Μακεδονικό ζήτημα, διότι στη γείτονα χώρα υπάρχει μία σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία νίκησε τον εθνικισμό και στη χώρα μας υπάρχει μία αριστερή κυβέρνηση, η οποία είχε πάντα αδιαπραγμάτευτο μέτωπο εναντίον του εθνικισμού και σε αυτό συσπειρώθηκαν όλες οι δυνάμεις του προοδευτικού δημοκρατικού μετώπου. Απευθυνόμενη, δε, προς την ΝΔ, είπε: «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορείτε να χτυπήσετε ουσιαστικά τον εθνικισμό. Εμείς μπορούμε και το κάνουμε».

Η Σ. Αναγνωστοπούλου μίλησε για μία ιστορική συμφωνία που επιλύει ένα εθνικό ζήτημα, το οποίο διήρκησε 30 χρόνια και προκειμένου -όπως είπε- να αποσαφηνιστεί αυτό προχώρησε σε ένα οδοιπορικό της Συμφωνίας, λέγοντας ότι έχει σημασία για το πώς φτάσαμε ως εδώ.

Σημείωσε ότι το πρώτο βήμα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι έχει ονοματεπώνυμο και λέγεται Αντώνης Σαμαράς. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι αφού η κατάσταση είχε περιπλακεί και η χώρα οδηγείτο σε αδιέξοδο από το 1991 έως το 1995, κάτι που σήμαινε ότι (η χώρα) την ώρα που κατέρρεε η Γιουγκοσλαβία γινόταν μέρος του βαλκανικού προβλήματος. Μία ευρωπαϊκή χώρα, η οποία είχε κατοχυρωμένα τα εθνικά σύνορά της και την εθνική κυριαρχία της, έμπαινε στο μάτι του κυκλώνα. Ένα εθνικιστικό μέτωπο άρχισε να δημιουργείται, το οποίο έμπαινε μέσα σε όλη αυτήν την καταιγίδα, μάλιστα με ένα προκλητικό πράγμα: Την αναθεώρηση της ίδιας της Συμφωνίας του Βουκουρεστίου, δηλαδή «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική».

Ads

Στη συνέχεια, η Σ. Αναγωνστοπούλου τόνισε πως πάρα πολύ σοφά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1995 προέβη σε μία εθνικά συμφέρουσα στροφή που ήταν η ενδιάμεση συμφωνία, με την οποία αρχίζει η χώρα να τραβιέται έξω από αυτό το βαλκανικό πρόβλημα. Αποδέχεται, δηλαδή, ανεξαρτησία και κυριαρχία αυτού του κράτους, γιατί έτσι τα εθνικά σύνορά μας δεν έπεφταν στην καταιγίδα που ξεκίνησε με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και τον κατακερματισμό. «Ηταν πάγια εθνική πολιτική και την είχε πει κι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993, ότι αυτό το κράτος -για εθνικούς λόγους- πρέπει να υπάρχει. Για να μην πάω στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος το προχωρούσε και πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους» επισήμανε. Ακόμη, η ενδιάμεση Συμφωνία αποδέχεται ότι θα βρεθεί ονομασία κοινά αποδεκτή, αποδέχεται την προσωρινή ονομασία πΓΔΜ και αποδέχεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ να βρει αποδεκτά κοινή ονομασία. Σε αυτή την ενδιάμεση Συμφωνία, επίσης, τίθενται τα «μίνιμα ντεζινεράτα»της χώρας, ενώ δεν επιλύει προβλήματα, τα θέτει απλώς και τα κατονομάζει: Να μην υπάρχουν αλυτρωτισμοί, να μην απειλήσει τα σύνορα ο ένας του άλλου. Στο άρθρο 11 δέχεται η Ελλάδα ότι δεν πρόκειται να εμποδίσει τη γείτονα να ενταχθεί σε οποιοδήποτε οργανισμό, ενώ στο άρθρο 12 αποδέχεται τη FYROM ως διάδοχο κράτος της πρώην σοσιαλιστικής δημοκρατίας της Μακεδονίας. «Δικαίως το αποδέχθηκε γιατί αν δεν το αποδεχόταν τα εθνικά σύνορα με τη βόρεια πλευρά θα είχαν πρόβλημα. Αυτή η μεταβατική συνεργασία έδειξε στους γείτονες ότι εμείς θέλουμε να συνεργαστούμε» συμπλήρωσε η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως εξήγησε, επειδή αυτή η Συμφωνία ήταν μεταβατική, τώρα γίνεται το επόμενο βήμα, «η Συμφωνία των Πρεσπών πατάει σε αυτήν την ενδιάμεση και την καταργεί βέβαια αφού έχουμε μία καινούργια».

Η Σ. Αναγνωστοπούλου πρόσθεσε πως η ενιδιάμεση συμφωνία ήταν μεν σημαντική, όμως δεν έλυσε σημαντικά θέματα, και στο διάστημα που μεσολάβησε, 140 χώρες αναγνώρισαν αυτό το κράτος με τη συνταγματική ονομασία του, τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Από την άλλη πλευρά, δημιουργήθηκε με αυτήν την προσωρινότητα μία άλλη πραγματικότητα στο εσωτερικό της χώρας μας αλλά και της γειτονικής και άρχισε να ανασυγκροτείται ο ακραίος εθνικισμός που έμπαινε στη λογική τού προ των Βαλκανικών Πολέμων προβλήματος.