Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών η Ελλάδα αλλά και η διεθνής κοινότητα, παρακολουθεί συγκλονισμένη την καταστροφή που συνέβη στην Ανατολική Αττική, μη μπορώντας κανείς να συλλάβει το μέγεθος της τραγωδίας. Η φονική πυρκαγιά στο Μάτι άφησε πίσω της νεκρούς, μεγάλες καταστροφές αλλά και ψυχές τραυματισμένες.

Ads

Ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Χαράλαμπος Πετράς και η ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου μιλούν στο Τvxs.gr για το πώς μπορούν να υποστηριχτούν ψυχολογικά οι άνθρωποι που βίωσαν τον όλεθρο της φονικής πυρκαγιάς.

«Ο ψυχολόγος μπορεί να παρέμβει με δύο τρόπους στο άτομο. Ο πρώτος λέγεται παρέμβαση στην κρίση, είναι μια ψυχοκοινωνική παρέμβαση στο εδώ και τώρα δηλαδή την ώρα που συμβαίνει το τραγικό γεγονός, την ώρα που συμβαίνει η κρίση και το πρόβλημα, και ο δεύτερος είναι αυτός που λέμε πιο συχνά ψυχοθεραπεία. Η ψυχοθεραπεία στοχεύει στην επεξεργασία, στον μεταβολισμό των επιπτώσεων που έχει ένα τραυματικό γεγονός στον ανθρώπινο ψυχισμό και γενικότερα τη λειτουργία των ανθρώπων, τη λειτουργικότητά τους» δηλώνει ο ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής Χαράλαμπος Πετράς.

«Αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μετατραυματικό στρες διότι το μετατραυματικό στρες θα αναπτυχθεί αφού ολοκληρωθεί το γεγονός αυτό που βιώνουνε γιατί τώρα ακόμα είναι ανοικτό» εξηγεί ο κ. Πετράς. «Σε επίπεδο οδηγιών αν μπορούμε να δώσουμε κάποιες στην παρούσα φάση, θα έλεγα ότι δεν χρειάζεται να ρωτάμε τους ανθρώπους συνεχώς πώς νιώθουνε, ούτε να τους ζητάμε να μιλήσουνε γι’ αυτό που βιώσανε. Αυτό δεν είναι σωστό να το κάνουμε εμείς από μόνοι μας αλλά το σωστό τόσο για τους επαγγελματίες όσο και για τους οικείους και τους εθελοντές είναι να είμαστε συναισθηματικά και φυσικά διαθέσιμοι, δηλαδή παρόντες και ψυχή και σώμα ούτως ώστε όταν θέλουν εκείνοι και στο βαθμό που θέλουν εκείνοι να συζητήσουνε γι’ αυτό που βιώσανε, να τους ακούσουμε».

Ads

«Καλό θα είναι να αποφύγουμε φράσεις και προτροπές όπως το “ηρέμησε”, “μην κάνεις έτσι”, “όλα θα περάσουν”, “η ζωή συνεχίζεται” κτλ. Καλύτερα να το αποφεύγουμε αυτό διότι πρώτον όσο και ειδικοί να είμαστε όσο και κοντά να είμαστε στους ανθρώπους, δεν ξέρουμε πραγματικά τι βιώνουνε στον ψυχισμό τους, δεν μπορούμε δηλαδή να συνδεθούμε εκατό τις εκατό με αυτό. Μόνο άνθρωποι που έχουν περάσει παρόμοιες δυσκολίες μπορούν να συνδεθούν πιο καλά μαζί τους. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αντ’ αυτού μία στάση και φράσεις που θα λένε “θα είμαι εδώ για να σε βοηθήσω σε ό,τι χρειαστείς”, “θα είμαι εδώ μέχρι να περάσει όλο αυτό”».

Τραύμα στον ψυχισμό και ψυχικά συμπτώματα

Οι πιο συνηθισμένες ενδείξεις στο μετατραυματικό στρες θα λέγαμε ότι είναι η σταθερή υπερένταση, χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος στο περιβάλλον. Επίσης, σε γνωστικό είναι η αδυναμία συγκέντρωσης, η αδυναμία εστίασης της προσοχής και επεξεργασίας πληροφοριών και λήψη καθημερινών αποφάσεων, αύξηση της καχυποψίας και μείωση της εμπιστοσύνης προς τις ανθρώπινες σχέσεις γιατί η εγγύτητα μπορεί να θυμίζει την απώλεια.

Μπορεί να έχουμε μικρές αποσυνδέσεις δηλαδή να ξεχνάμε πράγματα, μικρές απώλειες μνήμης οι οποίες δεν απειλούν την λειτουργικότητα του ατόμου. Σύνηθες και πιο γνωστό σύμπτωμα είναι να επανέρχονται ξανά και ξανά εικόνες, είτε αποσπασματικές είτε με τη μορφή βίντεο στη μνήμη, των τραγικών γεγονότων που έχουνε βιώσει, τον κίνδυνο που έχουνε εκτεθεί με παράλληλη αύξηση του βαθμού δυσφορίας και άγχος που μπορεί να οδηγήσει σε σκέψεις αυτοκτονικότητας και αυτοκαταστροφής. Στο σημείο αυτό πρέπει με ψυχοθεραπεία και όχι απλά με μία παρέμβαση στην κρίση να επέμβουμε για να το προλάβουμε.

Τί μπορεί να βοηθήσει μετά από ένα τραυματικό γεγονός

Κοιτώντας την προσωπικότητα του ατόμου, την ηλικία του, την ανθεκτικότητά του, όλα αυτά παίζουν ένα ρόλο στο κατά πόσο ένα στρεσογόνο γεγονός θα γίνει τραύμα. Που θα οδηγήσει πιθανώς σε κάποιο μετατραυματικό στρες ή σε άλλες διαταραχές. Πάρα πολύ σημαντικό είναι το πόσο μεγάλο και έντονο είναι αυτό το γεγονός που βιώνει το άτομο.  Άλλος παράγοντας είναι στο πώς θα διαχειριστούμε την κρίση, παρέμβαση στη κρίση, στο εδώ και το τώρα. Αν το ψυχικό όργανο έχει ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς αυτούς που θα το κάνουν να επιβιώσει.

Ένα καλό κοινωνικό δίκτυο, μια καλή ψυχοκοινωνική υποστήριξη, μια ανταπόκριση από τον συνάνθρωπο, τον συγγενή, τον φίλο, βοηθάει στο να ενεργοποιηθούνε αυτοί οι μηχανισμοί, και η ψυχή μας και ο εγκέφαλος μας, όσο μπορεί να κάνει τη δουλειά του για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες. Μιλάμε για επιβίωση αυτή τη στιγμή, για ακραίες καταστάσεις. Σε δεύτερο χρόνο θα παίξει σημαντικό ρόλο αν χρειαστεί και η παρέμβαση ενός ειδικού στο πλαίσιο της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας. Αυτοί οι παράγοντες θα συμβάλουνε, ο καθένας από τη δική του δυναμική στο αν θα εμφανιστεί κάποια ψυχική διαταραχή ή όχι στα άτομα.

Πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ψυχολογικά τα παιδιά μετά από φυσικές καταστροφές

«Εκτός από τους ενήλικες, ιδιαιτέρως ευάλωτα είναι και τα παιδιά που έχουν επηρεαστεί από τη φυσική καταστροφή. Μάλιστα, είναι περισσότερο ευάλωτα από τους ενήλικες» εξηγεί η ψυχολόγος και παιδοψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου.

Το πώς έχει επηρεαστεί το κάθε παιδί, εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους, όπως:

  • την ηλικία που είναι -αν πρόκειται για παιδί-,
  • τη φάση της ανάπτυξής του,
  • αν είχε παρόμοια τραυματικά βιώματα
  • αν προϋπήρχαν προβλήματα ενδεχομένως να επηρεαστούν περισσότερο
  • αν ήταν τα ίδια θύματα ή θεατές
  • αν έχασαν κάποιον δικό τους άνθρωπο

Τα σημάδια ενός ψυχικού τραύματος στα παιδιά μπορεί να εμφανιστούν με τα εξής συμπτώματα ανά ηλικία:
 

  • προβλήματα στο φαγητό,
  • προβλήματα στον ύπνο,
  • προσκόλληση και άγχος αποχωρισμού από τους γονείς, δημιουργία νέων φόβων, θυμό και και διάθεση, να επηρεαστεί η σχολική τους επίδοση, τάση απομόνωσης, χρήση ναρκωτικών και κατάχρηση αλκοόλ στις εφηβικές ηλικίες, τάση του παιδιού -κυρίως μικρότερων ηλικιών- να επανέρχεται στο μυαλό του η τραυματική σκηνή που έχει βιώσει

Σε κάθε ηλικία τα συμπτώματα εμφανίζοντας ως εξής:

  1. προσχολικής ηλικίας (0-5 ετών):
     – ξεσπάνε εύκολα σε κλάματα
    – αυξάνεται ο φόβος
    – έντονο άγχος αποχωρισμού από τους γονείς
    – συνεχής αναβίωση του τραυματικού συμβάντος (κάνουν πολλές ερωτήσεις ή να αποφεύγουν να έρχονται σε επαφή με το γεγονός)
    – μπορεί να παρουσιάσουν κάποια παλινδρόμηση, όπως για παράδειγμα ενούρηση λόγο του στρες που βιώνει
    – κινητικότητα ή αντίθετα παθητικότητα

  2. σχολικής ηλικίας (6-11 ετών)
    – έντονο άγχος
    – αυξημένο θυμό και επιθετικότητα
    – ασκούνε εκφοβισμό σε άλλα παιδιά
    – μπορεί να κατηγορήσουν τον εαυτό τους γι’ αυτό το συμβάν,  συναισθήματα ενοχής
    – έλλειψη συγκέντρωσης στα μαθήματα τους
    – είναι συχνά λυπημένα
    – διαταραχές στον ύπνο, εφιάλτες
    – ψυχοσωματικά, παράπονα για πόνους

  3. προεφηβική – εφηβική ηλικία (12-17 ετών)
    – επίμονες αναδρομές στο τραγικό γεγονός
    – άγχος και πανικός για το μέλλον
    – αρνητικές σκέψεις
    – απόσυρση
    – αντικοινωνική συμπεριφορά, μετάπτωσης στη διάθεσή τους
    – χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ
    – σκέψεις αυτοκτονίας

Μάλιστα, αυτά τα συμπτώματα μπορεί να μην παρουσιαστούν άμεσα αλλά μετά από καιρό.

Ποιά πρέπει να είναι η αντίδραση των γονέων;

«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουν οι γονείς είναι να μην φαίνονται ανήσυχοι μπροστά στο παιδί. Να το κάνουν να νιώσει ότι είναι ασφαλής πλέον, ανεξάρτητα από το ό,τι έχει συμβεί. Η μαμά και ο μπαμπάς είναι εκεί για οτιδήποτε γίνει. Να το καθησυχάζουν και να του εξηγούν ότι είναι φυσιολογικό να αισθάνεται στεναχώρια ή φόβο.» μας εξηγεί κ. Καππάτου.

Και συνεχίζει «να ακούνε αυτό που τους λέει το παιδί και να δίνουν απάντηση απλή, προσαρμοσμένη στην ηλικία του παιδιού και στη φάση ανάπτυξης του, στα ερωτήματα που έχει. Όταν δεν δίνουν σαφής απαντήσεις, τα παιδιά έχουν μια τάση να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα μέσα από τη φαντασία τους. Που πολλές φορές αυτά τα συμπεράσματα μπορεί να είναι πολύ χειρότερα από την πραγματικότητα και τα παιδιά να βασανίζονται. Να μπορούμε να καταλάβουμε αν το παιδί έχει πράγματι καταλάβει αυτά που του έχουμε πει».

«Επίσης, πιο ευχάριστες, ελπιδοφόρες συζητήσεις θα καθησυχάσει το παιδί και θα το κάνει να νιώσει πολύ καλύτερα» τονίζει, «θα πρέπει να ενθαρρύνουν το παιδί τους να εκφράσει τα συναισθήματά του, είτε μέσω της ζωγραφικής είτε του παιχνιδιού. Πολύ σημαντικό είναι να διατηρήσουν οι γονείς την ρουτίνα που είχαν τα παιδιά πριν το γεγονός. Στο ωράριο του φαγητού, στο ωράριο του ύπνο, στις καθημερινές συνήθειές τους». «Αν κάποιο παιδί έχει χάσει κάποιον, οι γονείς δεν θα πρέπει να φοβηθούνε να του εξηγήσουν ότι ο θάνατος είναι ένα γεγονός μη αναστρέψιμο και είναι μόνιμο. Από την ηλικία των 9 ετών το παιδί μπορεί να δεχτεί αυτό το πράγμα».

Τέλος, «η Πολιτεία θα πρέπει να βοηθήσει τις οικογένειες που έχουνε πληγεί άμεσα. Να υπάρξει αποκατάσταση της καθημερινότητά τους. Αυτή η βοήθεια δεν πρέπει να γίνει μόνο για το τώρα αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Να έχουνε συνεχόμενη προσβασιμότητα σε όλες τις υπηρεσίες ψυχικής υγιεινής» αναφέρει η κ. Καππάτου.