Δεν έχουν περάσει ούτε έξι μήνες από τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχόταν «ανάπτυξη 4% σε έναν χρόνο» κι άλλο τόσο από τις μέρες που ο νυν πρωθυπουργός προανήγγειλε μείωση των πλεονασμάτων στο 2,5%. Τα χαμηλότερα πλεονάσματα κάηκαν νωρίς και σήμερα, με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού στην Βουλή, κάηκαν οριστικά και οι τελευταίες προσδοκίες – εάν ποτέ υπήρξαν – για αναπτυξιακή έκρηξη και «κοσμογονία» φορολογικών μειώσεων.

Ads

Αντ’ αυτών έχει μείνει ένα δημοσιονομικό κενό τουλάχιστον 1 έως 1,2 δις ευρώ για το 2020 που επιχειρείται να καλυφθεί δια της δημιουργικής λογιστικής και νέες ασκήσεις – «ψαλιδισμένης» έστω – αισιοδοξίας από την πλευρά της κυβέρνησης ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης της επόμενης χρονιάς.

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού βασίζεται σε δύο προβλέψεις εξαιρετικά επισφαλείς και αισιόδοξες, με βάση τις εκτιμήσεις όχι μόνον των αναλυτών αλλά και του ίδιου του Δημοσιονομικού Συμβουλίου: Προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,56% του ΑΕΠ υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθεί η έτερη υπεραισιόδοξη εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8%. Πρόκειται για μια εκτίμηση που βρίσκεται κόντρα στις έως τώρα εκτιμήσεις όλων των διεθνών οργανισμών, επενδυτικών οίκων και τραπεζών, και η οποία επίσης δεν λαμβάνει υο’ όψιν σοβαρούς εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν συνολικά την ανάπτυξη στην ευρωζώνη όπως οι συνέπειες του Brexit και οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου.

Είναι ενδεικτικό ότι η Κομισιόν στις τελευταίες της εκτιμήσεις δίνει τον ρυθμό ανάπτυξης του 2020 στο 2,2%, ίδια πρόβλεψη κάνει και το ΔΝΤ στην εαρινή του έκθεση, ενώ ο ΟΟΣΑ τον Μάιο τοποθετούσε την αύξηση του ΑΕΠ στο 2% και η Citi στην τελευταία της έκθεση για την Ελλάδα, παρά τις αναβαθμισμένες προοπτικές, τον προσδιόριζε μόλις στο 1,9%. Την ίδια ώρα, δε, ακόμη και το ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο προειδοποιεί πως ο στόχος για επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 2,8% το 2020 είναι ιδιαίτερα απαιτητικός, και μόνο υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμος.

Ads

Ο λόγος που το οικονομικό επιτελείο επιστράτευσε εκ νέου το όπλο της… υπεραισιοδοξίας είναι η ανάγκη να καλυφθεί, έστω και με δημιουργική λογιστική, το δημοσιονομικό κενό του 2020 που κατά τις εκτιμήσεις των θεσμών ξεπερνά το 1 δις ευρώ χωρίς να υπάρξουν νέα μέτρα και χωρίς να ακυρωθούν οι εξαγγελίες Μητσοτάκη στην ΔΕΘ για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών. Συγκεκριμένα, στο προσχέδιο του προϋπολογισμού περιλαμβάνονται δημοσιονομικά ισοδύναμα ύψους 1,23 δις ευρώ προκειμένου να καλυφθεί το ισόποσο (1,2 δις ευρώ) κόστος των εξαγγελιών του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ (μείωση φορολογίας επιχειρήσεων, μείωση χαμηλού φορολογικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, μέτρα στήριξης της οικοδομής).

Εξ αυτών των ισοδύναμων η κυβέρνηση ποντάρει κυρίως σε δύο παρεμβάσεις – την αύξηση του ορίου των ηλεκτρονικών συναλλαγών για το χτίσιμο του αφορολόγητου στο 30% του εισοδήματος και την διεύρυνση της φορολογικής βάσης του ΕΝΦΙΑ μέσα από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών και την ένταξη στο σύστημα 7.000 επιπλέον περιοχών. Με βάση τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού εκτιμάται πως από αυτά τα δύο μέτρα θα ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα περίπου κατά 800 εκατομμύρια ευρώ και θα καλυφθεί ένα μεγάλο μέρος του κενού του 2020. Τα υπόλοιπα – τουλάχιστον 400 εκατομμύρια – προβλέπεται ότι θα προέλθουν μέσα από μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής και κυρίως δια της επέκτασης του συστήματος ηλεκτρονικών συναλλαγών, καθώς και από περικοπές στις δαπάνες της γενικής διακυβέρνησης.

Πρόκειται προφανώς για προβλέψεις απολύτως θολές και μετέωρες τις οποίες ήδη είχαν αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη δυσπιστία οι εκπρόσωποι των θεσμών κατά τον τελευταίο γύρο διαβουλεύσεων στην Αθήνα. Τούτο σημαίνει πως μένει να φανεί, μέχρι τουλάχιστον την επόμενη εβδομάδα που θα αποσταλεί το προσχέδιο του προυπολογισμού στην Κομισιόν, εάν υπάρχει πεδίο είτε άρσης αυτής της δυσπιστίας, είτε πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Σε διαφορετική περίπτωση, και εάν δεν επαληθευθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι σφόδρα πιθανό πλέον να βρεθεί αντιμέτωπη με αιτήματα λήψης νέων δημοσιονομικών μέτρων για την επίτευξη του πλεονάσματος του 3,5% το 2020.