Την ευρωπαϊκή πρωτιά στη διακίνηση προϊόντων «μαϊμού» κατέχει η Ελλάδα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αν και κάθε χρόνο οι τελωνειακές αρχές δεσμεύουν εκατομμύρια τεμάχια προϊόντων «μαϊμού», το παρεμπόριο εξακολουθεί να βρίσκει γόνιμο έδαφος.

Ads

Το περασμένο έτος, οι ελληνικές τελωνειακές αρχές δέσμευσαν 21.900.000 τεμάχια προϊόντων απομιμήσεων, σχεδόν το 20% επί των συνολικών προϊόντων «μαϊμού», που εντοπίστηκαν στην ΕΕ. Συνολικά, για τους «27» της ΕΕ δεσμεύτηκαν από τα τελωνεία των κρατών μελών 118.000.000 προϊόντα, το 2009.

Στις κατηγορίες προϊόντων με τα υψηλότερα ποσοστά δεσμεύσεων από τα τελωνεία συγκαταλέγονται τα τσιγάρα, με ποσοστό 19%, άλλα προϊόντα καπνού (16%), τα επώνυμα προϊόντα (13%) και τα φάρμακα (10%). Επίσης, σημαντικό μερίδιο καταλαμβάνουν και τα προϊόντα καθημερινής χρήσης, όπως σαμπουάν, οδοντόκρεμες, φάρμακα, παιχνίδια, αλλά και ηλεκτρικές συσκευές. Στις χώρες προέλευσης των προϊόντων μαϊμού συγκαταλέγονται η Άπω Ανατολή, η Κίνα, η Μαλαισία, η Ινδονησία, το Πακιστάν και η Ινδία.

Ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) κ. Βασίλης Κορκίδης, δήλωσε πως η παραοικονομία στην Ελλάδα ανέρχεται στα 60 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 20 δισ. ευρώ οφείλονται στην εμπορία απομιμητικών προϊόντων.

Ads

Επίσης, ο κ. Κορκίδης τόνισε ότι αυτό σημαίνει απώλειες εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο της τάξης τουλάχιστον των 5 δισ. ευρώ, αν υπολογίσει κανείς ότι το 23% είναι η απώλεια από το ΦΠΑ και 25% από τη φορολογία. Σχετικά με τις απώλειες εισοδήματος ανά τομέα, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ εκτιμά ότι ανέρχονται περίπου στα 9 με 10 δισ. ευρώ, το χρόνο. Όσον αφορά το ποσοστό κυκλοφορίας των προϊόντων μαϊμού, ο κ. Κορκίδης επεσήμανε ότι στην ένδυση-υπόδηση το ποσοστό ανέρχεται στο 20%, στα ηλεκτρικά είδη στο 10%, στα είδη δώρων στο 15%, στα ποτά-καπνό περίπου στο 2,5%, ενώ στα τρόφιμα το ποσοστό ακόμη είναι μη μετρήσιμο.

Τα προϊόντα «μαϊμού», σε σχέση με τα γνήσια προϊόντα, είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσει ο καταναλωτής, δήλωσε ο Μιχάλης Τσιφάκης, πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών Ελλάδας, επισημαίνοντας ότι η χαμηλή τιμή σε συνδυασμό με την ποιότητα πρέπει να υποψιάζουν τον καταναλωτή. Στη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία για τη χώρα, η διάθεση τέτοιων προϊόντων σε χαμηλότερες τιμές από αυτές των γνήσιων έχει ως αποτέλεσμα να αποσπούν μερίδιο αγοράς από τους εμπόρους, να παραπλανούν τον καταναλωτή και σε πολλές περιπτώσεις να πλήττουν την εικόνα των γνήσιων προϊόντων, σημείωσε ο κος Τσιφάκης.

Από την πλευρά της, η κ. Παναγιώτα Καλαποθαράκου, αντιπρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ, τόνισε ότι ο έλεγχος είναι θέμα της πολιτείας, των επιμελητηρίων και των εμπορικών συλλόγων, ενώ πρόσθεσε ότι και ο καταναλωτής θα πρέπει να είναι υποψιασμένος, όταν βλέπει χαμηλές τιμές, και να προστατεύει και ο ίδιος τα συμφέροντά του.