Η διανομή τετρασέλιδου κειμένου από την Ιερά Σύνοδο, με τον τίτλο: «Προς τον Λαό – Η Εκκλησία απέναντι στη σύγχρονη κρίση», υπενθυμίζει ότι οι ρόλοι κλήρου και πολιτείας είναι κάθε άλλο παρά διακριτοί, σε αντίθεση με τις σχετικές αναφορές στελεχών της κυβέρνησης. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δημήτρης Χριστόπουλος, επισημαίνει στο tvxs.gr αφενός το γεγονός πως η εκκλησία συνιστά κράτος, με την έννοια ότι χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους πολίτες, αφετέρου ότι παρόλες τις βαρύγδουπες εξαγγελίες ο περιβόητος διαχωρισμός μένει «στα χαρτιά».

Ads

«Χιλιάδες ιερωμένοι ασκούν δημόσια εξουσία, όντας υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι από το ελληνικό κράτος και άρα τους φορολογούμενους στην Ελλάδα, των οποίων ένα υπολογίσιμο ποσοστό δεν είναι Ελληνες, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό δεν είναι καν ορθόδοξοι. Επίσης, ένα υπολογίσιμο ποσοστό των ορθόδοξων δεν επιθυμεί καθόλου να συμβάλλει στη μισθοδοσία των παπάδων, προκειμένου αυτοί να έχουν άποψη επί παντός του «γήινου» επιστητού. Ακόμη δε περισσότερο, όταν αυτά που εκπέμπει η Εκκλησία και πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι της είναι πολιτικές θέσεις προφανούς ακροδεξιού λαϊκιστικού προσανατολισμού», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Χριστόπουλος. (Είναι ενδεικτικές, άλλωστε, για το τελευταίο σημείο οι πρόσφατες δηλώσεις του μητροπολίτη Πειραιά, Σεραφείμ, περί «διεθνούς σιωνισμού».)

Ο ίδιος περιγράφει ένα «αναπόδραστο δίλημμα»: «Θέλουμε μια Εκκλησία που θα αυτολογοκρίνεται στο όνομα της πολυσχιδούς εξάρτησής της από το ελληνικό κράτος ή θέλουμε μια Εκκλησία απαλλαγμένη από αυτόν τον σφιχτό εναγκαλισμό, η οποία θα λέει ελεύθερα ό,τι πρεσβεύει για ό,τι επιθυμεί, ακόμη και εάν το θέμα της είναι, για εμάς τους υπόλοιπους, εκτός της κατηχητικής της αποστολής; (…) Η ίδια (εκκλησία) φρονεί και κηρύσσει ότι η δική της νομιμοποίηση να μιλά στο όνομά του λαού (και του έθνους) είναι ισχυρότερη από τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αντιπροσώπων του λαού, καθώς εκφράζει τη θεία βούληση».

Η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία ανέκαθεν αξίωνε ένα νέο σύστημα σχέσεων εκκλησίας και κράτους, θεωρεί ότι αυτό δεν θα επιτευχθεί «μέσα σε μια νύχτα» αλλά με τη σταδιακή εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων που αφορούν σε θέματα «από τον ποινικό κώδικα έως τη φορολόγηση της εκκλησίας, από την κατηχητική εκπαίδευση μέχρι τη μισθοδοσία των κληρικών». Είναι χαρακτηριστικό ότι «σε αντίθεση με τους δημόσιους υπάλληλους οι οποίοι προσλαμβάνονται μέσα από το ΑΣΕΠ, οι κληρικοί αρκεί να κερδίσουν την έγκριση του επισκόπου». Ζητήματα στα οποία δεν έχει σημειωθεί η παραμικρή ουσιαστική αλλαγή. Κατά τη γνώμη του κ. Χριστόπουλου, το κυβερνών κόμμα «φοβούμενο το πολιτικό κόστος από την αντιπαράθεση με την εκκλησία, δεν είναι διατεθειμένο να ανοίξει αυτό το θέμα μέσα στα υπόλοιπα σημερινά μέτωπα».

Ads

Σχολιάζοντας τη στάση του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου, την προσωπικότητα η οποία καλλιέργησε προσδοκίες σε όσους επιθυμούσαν μία πιο μετριοπαθή εκκλησία, ο πρόεδρος της ΕΕΔΑ σχολιάζει: «Ο ρόλος του να είναι θετικός, με την έννοια ότι πρεσβεύει κάτι διαφορετικό από το ακροδεξιό, αγοραίο, εθνικιστικό στο οποίο είχαμε συνηθίσει προηγουμένως, ή το βλέπουμε και σήμερα στη Θεσσαλονίκη, στα Καλάβρυτα και στον Πειραιά. Ωστόσο, αυτή η πολύ ευτυχής συγκυρία δεν πρέπει να μας εφησυχάζει, διότι τα θεσμικά οργανωτικά ζητήματα των σχέσεων κράτους – εκκλησίας παραμένουν ανεξάρτητα από το αν ο Αρχιεπίσκοπος είναι ένας σοβαρός, δημοκρατικός άνθρωπος».

Εν κατακλείδι: «Η λύση δεν είναι να μάθουν οι ιεράρχες να μιλούν καλύτερα ούτε να μη μιλούν για όσα εμείς πιστεύουμε ότι δεν τους πέφτει λόγος. Η Εκκλησία ας μιλάει για όλους και για όλα, όπως αυτή επιθυμεί, μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης και των περιορισμών της. Όμως, για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο των σχέσεών της με την ελληνική πολιτεία, αναλαμβάνοντας τον διακριτό ρόλο που της αρμόζει σε ένα πολίτευμα που στηρίζεται στη διάκριση των εξουσιών».