Κατά μία οπτική, χθες στο Γαλάτσι μπήκε η βάση του «νέου ΣΥΡΙΖΑ». Στην πιο προωθημένη εκδοχή, μπήκε η βάση ενός νέου κόμματος, ή ακόμη και του «κόμματος Τσίπρα».

Ads

Η Προοδευτική Συμμαχία μπορεί να είναι κάτι, ή όλα, ή και τίποτα απ’ όλα αυτά, αναλόγως της πολιτικής δυναμικής που θα επιδείξει όχι τόσο σε εκλογικό όσο σε μετεκλογικό ορίζοντα. Εως τότε, αποτελεί την προσωπική επιλογή και απάντηση του Αλέξη Τσίπρα σε μια προφανή πολιτική ανάγκη: Το «δέσιμο» της σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με την κεντροαριστερά και την εδραίωσή του ως του κόμματος εξουσίας της προοδευτικής πλευράς του χάρτη.

Είναι μια επιλογή που δεν έχει κάνει ευτυχείς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την Φωφη Γεννηματά, ούτε όμως και το σύνολο του κομματικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, θέτει ντε φάκτο τα διλήμματα και δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει φθάσει σε σημείο καμπής. Το κόμμα που έκανε την ιστορική ανατροπή σε όλη την Ευρώπη και πήρε 35% στις εκλογές του 2015 εξακολουθεί να έχει λίγες δεκάδες χιλιάδες μέλη σε όλη την επικράτεια, ελάχιστα περισσότερα απ’ όσα είχε πριν από την μεγάλη πολιτική του έκρηξη. Η διαχωριστική γραμμή μνηνονίου/αντιμνημονίου έχει προ πολλού εκπνεύσει, τα κοινωνικά αιτήματα δεν επιβάλλουν – και, κυρίως, δεν αντέχουν – πλέον συμμαχίες ανάγκης, και η επιστροφή στην κανονικότητα επαναφέρει την συγκολλητική πολιτική ουσία των συγγενών ιδεολογικών χώρων.

Επιπροσθέτως όλες οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και οι πιο «γενναιόδωρες» προς την Νέα Δημοκρατία, εξακολουθούν να δείχνουν ένα σταθερό ποσοστό, 17% με 18%, αναποφάσιστων ψηφοφόρων, που στην μεγάλη πλειοψηφία τους προέρχονται από την κεντροαριστερά και το 2015 είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Όπως, δε, αναγνωρίζουν όσοι αναλύουν τα δημοσκοπικά δεδομένα και εντός του κυβερνητικού επιτελείου, ένας από τους λόγους που η συσπείρωση και ο επαναπατρισμός, των ψηφοφόρων αυτών αποδεικνύεται δύσκολος, είναι ότι δεν έχουν «ιστορικούς και σφυρηλατημένους» δεσμούς με το κόμμα.

Ads

Ο πρωθυπουργός, όπως λένε οι συνομιλητές του, έχει αξιολογήσει όλα αυτά τα δεδομένα «εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια», εξ ου και το προσωπικό κεφάλαιο που έχει έκτοτε επενδύσει στο χτίσιμο της πολιτικής σχέσης με την κεντροαριστερά. Κι αυτή η επένδυση σηματοδοτεί και το παράλληλο χτίσιμο του «νέου ΣΥΡΙΖΑ», είτε αυτό λέγεται, είτε όχι. Πρόκειται για μια στρατηγική που δεν βρίσκει όλους σύμφωνους, ή εντελώς σύμφωνους εντός του ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ιδρυτική διακήρυξη νέου κόμματος. Είναι διακήρυξη για τις εκλογές… Πρόκειται για την έναρξη μιας προσπάθειας που έχει στρατηγικό βάθος» ήταν η θέση του Νίκου Φίλη ως προς την Προοδευτική Συμμαχία και τις εκτιμήσεις ότι πρόκειται, ουσιαστικά, για το πρόπλασμα ενός νέου κόμματος.

Ακόμη πιο έντονες είναι οι επιφυλάξεις των «53» και του Ευκλείδη Τσακαλώτου που έθεσαν και δημόσια τις αντιρρήσεις τους για την κυβερνητική συμμαχία με πρόσωπα προερχόμενα από το παλαιό ΠΑΣΟΚ. Κατά ορισμένες πλευρές, δε, η διαφωνία αυτή δεν είναι άσχετη και με τις συζητήσεις του τελευταίου διαστήματος περί πιθανής μετάβασης του υπουργού Οικονομικών στην θέση του επιτρόπου στην Ε.Ε.

Από την πλευρά τους, οι υποστηρικτές του προοδευτικού ανοίγματος λένε ότι κατανοούν την καχυποψία απέναντι και σε συγκεκριμένα πρόσωπα, και στον κίνδυνο ρεφορμιστικών μεταλλάξεων. Προσθέτουν ωστόσο ότι «η κυβερνώσα αριστερά είναι πλέον αρκετά ώριμη ώστε να μην φοβάται την όσμωση με την σοσιαλδημοκρατία». Και τονίζουν πως η Προοδευτική Συμμαχία είναι το μεγάλο πολιτικό στοίχημα του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα – όχι τόσο για τα εκλογικά οφέλη που μπορεί να αποφέρει, όσο για το αποτύπωμά της στον μετεκλογικό μετασχηματισμό του πολιτικού χάρτη που ήδη, μετά την συμφωνία των Πρεσπών, θεωρείται αναπόδραστος…